Με την πανδημία να έχει ανατρέψει σταθερές –αναδεικνύοντας τον φόβο σε κυρίαρχο συναίσθημα και την ανασφάλεια σε οδοδείκτη συμπεριφορών– η ισορροπία τρόμου ανάμεσα στη δημόσια υγεία και την οικονομία τείνει να λάβει χαρακτήρα αποκλειστικού, σχεδόν, διαμορφωτή των εξελίξεων.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ., πατώντας σε ένα πραγματικό γεγονός –αυτό της πανδημίας–, ξετυλίγει ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο σκληρής νεοφιλελεύθερης κοπής, από το οποίο δεν παρεκκλίνει ούτε κατ’ ελάχιστο. Με ορατή απέχθεια για οτιδήποτε δημόσιο, με προκλητική μονομέρεια σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση ημετέρων, ασκεί μια βαθιά ταξική μεροληπτική πολιτική, μη διστάζοντας να παίξει ρώσικη ρουλέτα ακόμα και με τη ζωή μας. Και απολαμβάνοντας μια πρωτόγνωρη μιντιακή ασυλία –την οποία εξασφαλίζει πριμοδοτώντας πλουσιοπάροχα τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ– επιδίδεται στη λεηλασία του κράτους υπό τον μανδύα των «άριστων» επιτελών.
Η πολιτική της Ν.Δ. συνιστά μια απολύτως συνειδητή επιλογή. Με δεδομένο ότι λέει ψέματα, παραποιεί τα γεγονότα, εξωραΐζει την πραγματικότητα, συσκοτίζει τις προθέσεις της, είναι ξεκάθαρο πως αυτά που συγκρούονται είναι δύο λογικές, δύο αντιλήψεις, δύο κοσμοθεωρίες. Και η επιλογή μεταξύ των δύο κόσμων καθίσταται πλέον αναπόφευκτη.
Το 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία θα διεξαχθεί, λοιπόν, μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, όπου η διαιρετική τομή Αριστεράς – Δεξιάς, εμφανέστατη και ξεκάθαρα επανανοηματοδοτημένη, υποχρεώνει σε λόγο κρυστάλλινο και σαφή, με ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο αδιαπραγμάτευτα αριστερό.
Η αβίαστα βγαλμένη από το στόμα του Κυριάκου Μητσοτάκη αλήθεια πως «το πολιτικό, πολιτισμικό, αξιακό χάσμα που χωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά είναι τεράστιο» δείχνει ακριβώς ποιες μάχες έχουμε μπροστά μας. Το πώς θα δοθούν οι μάχες αυτές, ποια θα είναι η έκβασή τους, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τη σαφήνεια του στίγματος που οφείλει να εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί η εκ νέου κινητοποίηση των ευάλωτων λαϊκών στρωμάτων, η επανάκτηση της σχέσης εμπιστοσύνης με τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες, η επαναδημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με τη νεολαία, δεν είναι καθόλου εύκολος στόχος. Επιτυγχάνεται μόνο με την αλήθεια, τον ξεκάθαρο λόγο, τη δημιουργία προοπτικής. Και υπονομεύεται από το θολό αφήγημα, τις παλινωδίες, την ενσωμάτωση.
Με αυτή τη λογική, η επίκληση του Κέντρου –πώς ορίζεται, άραγε, αυτό;– δεν μπορεί να συνιστά, επί της ουσίας, επιλογή. Η προτροπή κάποιων να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σε ένα ακόμα κόμμα της Κεντροαριστεράς ή της Σοσιαλδημοκρατίας συνιστά συνταγή ήττας, αφού η ριζοσπαστικοποίηση της ακραίας Δεξιάς δεν αντιμετωπίζεται με δήθεν «κεντρώες» λύσεις αλλά με την εκπόνηση ενός, εξίσου επιθετικού, αριστερού ριζοσπαστικού σχεδίου.
Χρειάζεται φυσικά –το συνέδριο δίνει αυτή τη δυνατότητα– ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, μέσα και από μια διαδικασία αυτοκριτικής και αναστοχασμού, να δώσει σύγχρονο νόημα στο όραμα, να ορίσει τι είναι σήμερα ριζοσπαστικό και να μορφοποιήσει τις προτάσεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι ένας οργανισμός που απλώς θα προσαρμόζει «αριστερότερα» διάφορες τεχνοκρατικές προτάσεις. Οπως χρειάζεται να γίνει ξεκάθαρο πως η λογική του κόμματος-σούπερ μάρκετ, του κόμματος που τους χωράει όλους –ολίγον ανορθολογιστές, ολίγον ξενοφοβικούς, ολίγον ρατσιστές, ολίγον εθνικιστές, ολίγον μισογύνηδες– δεν οδηγεί πουθενά. Δεν μπορείς, στο όνομα της ευκταίας κυβερνησιμότητας, ούτε να κλείνεις το μάτι στους πάντες ούτε να αποφεύγεις αναγκαίες αναθεωρήσεις της κυβερνητικής σου πολιτικής.
Συνιστά κάτι τέτοιο υπονόμευση της διεύρυνσης; Οδηγεί σε κλειστό, μικρό κόμμα; Ακριβώς το αντίθετο. Τα επίδικα του διαστήματος, με την επιθετικότητα της Δεξιάς συνεχώς να αυξάνεται, απαιτούν προάσπιση των διαχωριστικών γραμμών που διαφοροποιούν την Αριστερά από όλες τις εκδοχές του πολιτικού συντηρητισμού: την κοινωνικο-οικονομική αδικία και εκμετάλλευση, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την έμφυλη βία. Μόνο έτσι ανακτάται η αξιοπιστία. Ανοικτό, λοιπόν, πλειοψηφικό αριστερό κόμμα, το οποίο δεν ζητά ιδεολογικά διαβατήρια για να εγγράψει κάποιον ή κάποια στις γραμμές του. Που, πιστό στην ιστορία, τις αρχές και τις αξίες του, απορρίπτει εισαγόμενες από άλλους χώρους λογικές όπως η δαιμονοποίηση της διαφορετικής άποψης, η προσωπολατρία, ο αρχηγοκεντρισμός, η δολοφονία χαρακτήρων. Μακριά από ύφος αγοραίο, από εκφράσεις που παραπέμπουν σε όρους υποκόσμου, που ούτε έχουν σχέση με την Αριστερά, ούτε μπορούν να δικαιολογούνται πίσω από το γενικόλογο «να φύγει η Δεξιά» – που, ναι, πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατό.
Βαδίζοντας λοιπόν προς το συνέδριο, και συνομολογώντας πως ο αντίπαλος είναι απέναντι, οφείλουμε να μετατρέψουμε τον θυμό σε πολιτικό σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης. Εχοντας πάντα καθαρό σε ποια κοινωνικά στρώματα απευθυνόμαστε και τα συμφέροντα ποιων (οφείλουμε να) εξυπηρετούμε.
Η Αννέτα Καββαδία είναι μέλος Κεντρικής Επιτροπής, π. βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ