Macro

Αννέτα Καββαδία: Αναζητείται (και δημοσιογραφικό) οξυγόνο

Μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων, η είδηση πέρασε λίγο-πολύ στα ψιλά. Αξίζει, ωστόσο, να αναδειχθεί καθώς –τύποις και ουσία– έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά ωμών παρεμβάσεων, ενδεικτικών της… νέας τάξης πραγμάτων.
 
Λίγες ημέρες πριν, οι συντάκτες και οι συντάκτριες της ιστορικής Washington Post πήραν ένα μήνυμα –μέσω ανάρτησης στο Χ– από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας Τζεφ Μπέζος, το οποίο δεν άφηνε πολλά περιθώρια ως προς τις προθέσεις του. Ενημέρωνε πως εφεξής οι σελίδες με τα άρθρα γνώμης θα φιλοξενούν μόνο απόψεις που υποστηρίζουν τις «ελεύθερες αγορές» και τις «προσωπικές ελευθερίες», ενώ δεν θα δημοσιεύεται οτιδήποτε κινείται στον αντίποδα αυτής της γραμμής. «Όσες απόψεις θα διαφωνούν, θα τις αφήνουμε σε άλλους», έγραψε στο μήνυμά του καθιστώντας σαφές, έστω με κομψό, έστω με καλυμμένο τρόπο, πως μια από τις πιο ιστορικές και έγκυρες εφημερίδες των ΗΠΑ –που, μεταξύ άλλων, αποκάλυψε και το σκάνδαλο Γουότεργκέιτ το οποίο οδήγησε στην παραίτηση Νίξον και σε Πούλιτζερ τους δημοσιογράφους της– παραδίνεται, και αυτή, απόλυτα στον Τραμπ και τους ομοίους του. Γιατί ποιος έχει την ψευδαίσθηση πως οι «προσωπικές ελευθερίες» που επικαλείται ο Μπέζος έχουν καμιά σχέση με το πραγματικό νόημα του όρου; Ποιος δεν είναι σίγουρος πως αυτές οι «προσωπικές ελευθερίες» δεν νοηματοδοτούνται παρά από το επικίνδυνο, ζοφερό, μαύρο περιεχόμενο που ο ίδιος ο Τραμπ τους δίνει;
 
Διαπιστευτήρια
 
Φυσικά ο Μπέζος, ιδιοκτήτης και της Amazon, δεν είναι ο μόνος αφού τα διαπιστευτήριά τους στον εκ νέου ένοικο του Λευκού Οίκου, τα έχουν δώσει πολλοί δισεκατομμυριούχοι και ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Αρκεί να ανατρέξει κανείς, για παράδειγμα, στα άρθρα γνώμης της Wall Street Journal του Ρούπερτ Μέρντοχ –η οποία από την εξαγορά της το 2007 έναντι 5 δισ. δολαρίων, κινείται σ’ ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό φάσμα ομνύοντας στην ελεύθερη αγορά και προβάλλοντας σταθερά συντηρητικές κοινωνικές απόψεις– αλλά και αντιστοίχως σε Μέσα, όπως ο Economist και το Bloomberg Opinion του Μάικλ Μπλούμπεργκ.
 
Ο Μπέζος άλλωστε είχε προϊδεάσει γι’ αυτή τη στροφή όταν τον περασμένο Οκτώβριο ανακοίνωσε πως για πρώτη φορά η εφημερίδα δεν θα τασσόταν με κανέναν υποψήφιο για την προεδρία των ΗΠΑ. Ήταν μια πρωτόγνωρη απόφαση καθώς η Washington Post, σταθερά από το 2008, στήριζε προεκλογικά τους Δημοκρατικούς διατηρώντας το δικαίωμα ελεύθερων απόψεων στους αρθρογράφους γνώμης, ενώ κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ έγραφε συχνά πως είναι ακατάλληλος για την προεδρία και επικίνδυνος για τη Δημοκρατία.
 
Τότε, τον Οκτώβριο, η απόφαση του Μπέζος είχε προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις, παραιτήσεις κορυφαίων δημοσιογράφων και ακυρώσεις τουλάχιστον 300.000 συνδρομών στην εφημερίδα. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι προ ημερών εξελίξεις προκάλεσαν νέο σοκ. Ο αρχισυντάκτης των σελίδων γνώμης, Ντείβιντ Σίπλεϊ, αρνήθηκε να αναλάβει ρόλο στη νέα συνθήκη και παραιτήθηκε ενώ άγνωστη παραμένει ακόμη η στάση που θα κρατήσουν και άλλοι δημοσιογράφοι. Αξίζει να σημειωθεί πως στις αρχές Ιανουαρίου παραιτήθηκε και η βραβευμένη με Πούλιτζερ σκιτσογράφος Ανν Τέλναες, η οποία εργαζόταν για την Washington Post από το 2008, καθώς απέρριψαν σκίτσο της που απεικόνιζε τον Τζεφ Μπέζος, τον ιδρυτή της Meta Μαρκ Ζούκερμπεργκ, τον ιδιοκτήτη των Los Angeles Times Πάτρικ Σον-Σιόνγκ, και τον Μίκυ Μάους της Disney,να υποβάλλουν τα σέβη τους μπροστά από ένα άγαλμα του Ντόναλντ Τραμπ. Η Ανν Τέλναες είχε περιγράψει την απόφαση για μη δημοσίευση του σκίτσου ως «ένα παιχνίδι που αλλάζει» και «επικίνδυνη για την ελευθερία του Τύπου».
 
Στον απόηχο των νέων εξελίξεων, ο Guardian έγραψε ότι η απόφαση του Μπέζος είναι «φρικτή, τραγική και κάτι περισσότερο από γροθιά στο στομάχι, μοιάζει περισσότερο με νεκροταφείο μιας εφημερίδας που αγοράστηκε από αυτόν το 2013». Και αναρωτιέται τι θα συμβεί με κορυφαίους αριστερούς δημοσιογράφους που εργάζονται στην Washington Post.
 
Στα καθ’ ημάς
 
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν γνώριμα –τηρουμένων πάντα των αναλογιών και των μεγεθών– είναι γιατί η υπόθεση της σχέσης των ΜΜΕ με οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, η εξυπηρέτηση συμφερόντων και η χειραγώγηση των πολιτών, δεν γνωρίζει σύνορα. Το πλέγμα των διαδράσεων μεταξύ κομμάτων, επιχειρηματικών ομίλων και ΜΜΕ καθώς και οι επιπτώσεις του πολιτικού-μιντιακού-οικονομικού πλέγματος στη δημόσια σφαίρα και στον προσδιορισμό των πολιτικών εναλλακτικών, είναι πασιφανείς και στην Ελλάδα, με εκκωφαντικό μάλιστα τρόπο. Κρατώντας, χωρίς αιδώ, για τον εαυτό τους τον ρόλο των μηχανισμών που μπορούν να διαμορφώνουν και να αναπαράγουν τη συγκεκριμένη πολιτικοοικονομικομιντιακή συνέργεια, η πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ απομακρύνθηκαν από τις κοινωνικές συντεταγμένες του λόγου και του ελέγχου που όφειλαν να αρθρώνουν και να ασκούν, και υπερεκτιμώντας την –επί χρόνια, είναι αλήθεια– υπαγωγή του πολιτικού πεδίου στις επικοινωνιακές επιταγές, «ξέχασαν» το έργο που οφείλουν να επιτελούν. Δεν είναι τυχαία η αποστροφή και η απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται από την κοινωνική βάση, ούτε είναι τυχαία η ντροπιαστική τελευταία θέση της Ελλάδας μεταξύ των κρατών της ΕΕ σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου.
 
Μέχρι που ήρθαν τα Τέμπη. Και κάτι φάνηκε να αλλάζει. Μια αλλαγή που, φυσικά, ερμηνεύεται καθώς η πίεση από το μέγεθος των συλλαλητηρίων και τις συνεχείς αποκαλύψεις για το έγκλημα από τη μια αλλά και η μη υπερασπίσιμη καθημερινή αλλαγή κυβερνητικής γραμμής από την άλλη, δημιούργησαν ένα νέο τοπίο που κανείς δεν μπορεί πια να αγνοεί. Με την κυβέρνηση στριμωγμένη όσο ποτέ, την κοινωνική πίεση διαρκώς να αυξάνεται και την πληροφορία, τη φωτογραφία, την είδηση να μην κρύβονται αφού κυκλοφορούν με εξαιρετική ταχύτητα στο διαδίκτυο, οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ –με εμφανείς και τις μεταξύ τους αντιδικίες για την εύνοια της όποιας πολιτικής εξουσίας– δείχνουν κι αυτοί αποπροσανατολισμένοι. Η εκτός εισαγωγικών δημοσιογραφία φαίνεται, προς στιγμήν, να ξανααναπνέει. Το ζήτημα είναι ως πότε.