Ήταν ένα περιστατικό που, υποκειμενικά μιλώντας, δεν έτυχε της προβολής που του αντιστοιχούσε. Ο λόγος για την επιδεικτική αποχώρηση των δικαστικών Γεωργίας Αδειλίνη και Ιωάννας Κλάπα από την αίθουσα της Γερουσίας της Βουλής, την ώρα που μιλούσε ο Αλέξης Τσίπρας.
Η ιστορία έχει ως εξής: την Παρασκευή 1/11 συνδιοργανώθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Ελλήνων, εκδήλωση με θέμα «Ενδυναμώνοντας τη Δημοκρατία. 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης». Είχε προηγηθεί επετειακή εκδήλωση την προηγούμενη μέρα στο Ζάππειο. Στην ημερίδα συμμετείχε και ο πρώην πρωθυπουργός, ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μια απλή αναφορά του στα προφανή ανοιχτά ζητήματα −σκάνδαλο των υποκλοπών, ναυάγιο της Πύλου, έγκλημα των Τεμπών− ο χαρακτηρισμός τους ως «μαύρες κηλίδες, ανοιχτές πληγές του κράτους δικαίου στην πατρίδα μας, που άνοιξαν δυστυχώς τα τελευταία χρόνια», καθώς και η καταληκτική του αναφορά «αν θέλουμε στο μέλλον να γιορτάζουμε με μεγαλύτερη περηφάνια επετείους σαν τη σημερινή, επιβάλλεται η εκτελεστική αλλά και η δικαστική εξουσία να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων», ήταν η αφορμή, γιατί σίγουρα δεν ήταν η αιτία, για την αποχώρηση της προέδρου και της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από την αίθουσα. Αποχώρηση που δεν έμεινε ασχολίαστη από τον ομιλούντα, ο οποίος παρατήρησε ότι θα μπορούσε η δικαιοσύνη τουλάχιστον να καθίσει και να ακούσει.
Με άλλοθι την ανεξαρτησία της
Το ζήτημα που εδώ ανακύπτει δεν έχει, προφανώς, να κάνει με το αν ο τρόπος που διερευνώνται δικαστικά οι υποκλοπές ή οι τραγωδίες της Πύλου και των Τεμπών, επιφέρει όντως ένα συντριπτικό χτύπημα στην έννοια του κράτους δικαίου στη χώρα. Λυμένα είναι αυτά, όχι μόνο στη συνείδηση του κόσμου, αλλά και σε ανώτατο ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο −η ίδια η ευρωπαία εισαγγελέας δεν ήταν, για παράδειγμα, αυτή που σε συνέντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 15.3.2024 δήλωνε ότι δεν μπορεί να διεξάγει σε βάθος την έρευνα μια και στο ελληνικό Σύνταγμα προστατεύονται οι υπουργοί; Γεγονός αδιαμφισβήτητο δεν είναι το ότι αποτελεί αντικείμενο έρευνας από την ΕΕ το αν οι πόροι διατίθενται σωστά και κυρίως αν εφαρμόζονται από τα κράτη-μέλη οι κανονισμοί για την ασφάλεια των μεταφορών;
Το ζήτημα που για ακόμη μια φορά ανακύπτει, έχει να κάνει με το κατά πόσο δικαστικές αποφάσεις, και κατά συνέπεια δικαστικοί λειτουργοί, μπορούν −με το περιεχόμενό τους οι πρώτες, με τη στάση, τη συμπεριφορά, τον τρόπο λειτουργίας τους οι δεύτεροι− να εγείρουν δημόσια ερωτήματα, να προκαλούν δημόσιες συζητήσεις, να υπόκεινται με λίγα λόγια σε κριτική χωρίς κάτι τέτοιο να θεωρείται πως συνιστά ασέβεια προς την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Τι ήθελαν αλήθεια να υποδηλώσουν οι δύο ανώτατες δικαστικές λειτουργοί με την αποχώρησή τους από την αίθουσα της Γερουσίας; Πως υπάρχουν θεσμοί υπεράνω κριτικής; Πως οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση για τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης, βάλλει εναντίον της; Πως υπάρχουν δημόσιοι λειτουργοί (που ομνύουν μάλιστα υπέρ των θεσμών) που μπορούν να επιδεικνύουν τέτοια αντιθεσμική συμπεριφορά; Δεν τις απασχόλησε το ενδεχόμενο μια τέτοια κίνηση να εκληφθεί είτε ως πράξη ανταπόδοσης προς τους εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας που τις εξέλεξε −της ΝΔ εν προκειμένω− (βάσει Συντάγματος, η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων εκλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση), είτε ως έκφραση μιας συντεχνιακής λογικής που θέλει τους δικαστικούς λειτουργούς στο απυρόβλητο;
Γιατί η δυσανεξία που επέδειξαν στο άκουσμα και μόνο μιας καθόλα θεμιτής κριτικής προσέγγισης των πεπραγμένων του θεσμού που υπηρετούν, αφήνει περιθώρια για κάθε είδους σκέψεις και προβληματισμούς. Και γιατί όταν οι εκπρόσωποι της δικαιοσύνης εμφανίζονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, ως ισότιμοι παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού «γκριζάροντας» έτσι την ίδια τη διάκριση των εξουσιών, τότε κάτι πολύ στρεβλό συμβαίνει. Να γιατί η διαρροή δικαστικών πηγών, στον ιστότοπο dikastiko.gr, πως οι δύο κυρίες επέλεξαν αυτή τη στάση «ως πράξη μη νομιμοποίησης όσων ακούγονταν κατά της Δικαιοσύνης, τα οποία εν πολλοίς δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», περισσότερο ενισχύει παρά απαντά στα πιο πάνω ερωτήματα.
Και οι κρίνοντες, κρίνονται
Όχι, δεν είναι η δικαιοσύνη υπεράνω κριτικής. Κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής. Και οι δικαστές θα κριθούν από την κοινή γνώμη καθώς όλ@ έχουν δικαίωμα να κρίνουν αποφάσεις και συμπεριφορές, στον βαθμό που κάτι τέτοιο το επιτρέπει η γνώση που έχει διαχυθεί στον δημόσιο διάλογο. Στο σκέλος μάλιστα που αφορά τις ποινές, πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (2/2022) καθιστά σαφές πως αυτές θα πρέπει να είναι ανάλογες και δίκαιες, και για να είναι δίκαιες θα πρέπει να είναι σύμφωνες με το αίσθημα περί δικαίου. «Ο δικαστής έχει υπηρεσιακή υποχρέωση να εκδίδει δίκαιες αποφάσεις. Το τι είναι δίκαιο όμως δεν ορίζεται στον νόμο, αλλά προκύπτει από τη συνείδησή του, το περί δικαίου αίσθημα, τη γενική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από τις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες που λένε τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο σε μια κοινωνία», επισημαίνεται.
Εξόχως προβληματική, λοιπόν, η αποχώρηση των κυριών Αδειλίνη και Κλάπα. Δεν θα έπρεπε να τις προσβάλλει μια δημόσια, θεσμική συζήτηση για τη σωστή λειτουργία της δικαιοσύνης, θα έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκουν, καθώς θα συνέβαλε στην ενδυνάμωση του λειτουργήματος και της αποστολής τους ως ανώτερων δικαστικών λειτουργών. Θα έδειχναν εμπράκτως πως τα όσα ακούγονται –δικαίως ή αδίκως− περί εξαρτήσεων, πιέσεων και χειραγώγησης στους κόλπους της δεν ευσταθούν, αλλά αν και όπου υπάρχουν, γίνεται προσπάθεια να καταπολεμηθούν. Δεν παρέμειναν, ωστόσο, στην αίθουσα. Και κρίνονται για αυτό.
Αννέτα Καββαδία