«Έχουμε αποφασίσει –και αργήσαμε– να συμβαδίσουμε με τις υγιείς επιδιώξεις των νοικοκυραίων, της σιωπηλής πλειοψηφίας, της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών». Και μόνο αυτή η φράση του κυβερνητικού εκπροσώπου, αρκεί για να κατανοήσει κανείς τα κίνητρα πίσω από την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μεταβιβάσει στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας την ευθύνη του Άγνωστου Στρατιώτη και του χώρου μπροστά από τη Βουλή. Μια απόφαση που –ω, τι έκπληξη!– παίρνεται λίγο μετά τη νικηφόρα έκβαση της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι –και την ήττα, κατ΄επέκταση, της κυβέρνησης της ΝΔ– και τις ακροδεξιές κραυγές –πρώτη η Λατινοπούλου, κατόπιν βουλευτές της ΝΔ όπως ο Δ.Καιρίδης– περί «τσαντιροκατάστασης» σε ό,τι αφορά το αυτοσχέδιο μνημείο με τα 57 ονόματα των νεκρών του κρατικού εγκλήματος των Τεμπών.
Μια καθόλου τυχαία απόφαση
Μια απόφαση καθόλου αθώα, καθόλου τεχνική, καθόλου τυπική. Αντιθέτως: βαθύτατα πολιτική. Που όπως κάθε τέτοια απόφαση, στέλνει μηνύματα. Όχι μόνο προς την κοινωνία, αλλά και προς τους μηχανισμούς εξουσίας και προς το εσωτερικό της ΝΔ και προς το εκλογικό της ακροατήριο.
Πρόκειται για μια πράξη συμβολική, με τρόπο σχεδόν προσβλητικό. Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι απλώς ένας «χώρος» ή ένα «σημείο στρατιωτικού ενδιαφέροντος».
Θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει όλους τους νεκρούς, ανεξαρτήτως παράταξης, πεποιθήσεων, κοινωνικής θέσης. Θα έπρεπε να είναι μνημείο για τον λαό, όχι για το στράτευμα. Θα έπρεπε –δυστυχώς δεν συμβαίνει– να ανήκει εξίσου στον στρατιώτη του Αλβανικού Μετώπου και στον αντάρτη του Εμφυλίου, στη φοιτήτρια του Πολυτεχνείου αλλά και στην προσφύγισσα, στους νεκρούς των Τεμπών και στους γονείς που απαιτούν δικαίωση.
Η μεταφορά του λοιπόν υπό την εποπτεία του υπουργείου Άμυνας υποβαθμίζει αυτήν ακριβώς την υπερκομματική, υπερστρατιωτική διάσταση που θα έπρεπε να έχει. Κι έτσι, από σύμβολο της δημοκρατικής συλλογικής μνήμης, μετατρέπεται σε εργαλείο ελέγχου και ιδιοκτησίας από έναν κρατικό μηχανισμό που υπηρετεί την κυβέρνηση.
Κι επειδή η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι δεν ενεργεί χωρίς πολιτικό υπολογισμό, κανείς δεν πιστεύει ότι μια τέτοια πρωτοβουλία προέκυψε αυθόρμητα, χωρίς συνειδητή πρόθεση. Ειδικά, όταν η απόφαση συμπίπτει χρονικά με μια έντονη εσωκομματική κινητικότητα, όπου η δεξιά πτέρυγα της ΝΔ, με ακραίους και «νοσταλγικούς» τόνους, πιέζει τον πρωθυπουργό να δείξει ένα πιο «πατριωτικό» πρόσωπο.
Την ώρα λοιπόν που ο ίδιος δείχνει ότι κρατά τα σύμβολα –και μαζί τους το δικαίωμα να ορίζει τι σημαίνει «πατριωτισμός»– στέλνει ένα μήνυμα τόσο προς τα δεξιά, με αποδέκτες όχι μόνο τους σκληρούς ψηφοφόρους που λοξοκοιτούν δεξιότερα, προς τους ποικιλώνυμους «πατριωτικούς» σχηματισμούς, όσο και προς επίδοξους δελφίνους, τον Νίκο Δένδια εν προκειμένω ο οποίος ως υπουργός Άμυνας θα κληθεί να αναλάβει το πολιτικό κόστος των όποιων αποφάσεων: να σβήσει ή να αφήσει τα 57 ονόματα των νεκρών των Τεμπών;
Επιχείρηση «φίμωτρο»
Πέρα, ωστόσο, από την εσωκομματική σημειολογία, η ουσία είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Η μεταφορά του Άγνωστου Στρατιώτη στο υπουργείο Άμυνας, συμπίπτει με την αυστηροποίηση των μέτρων «προστασίας» γύρω από το κοινοβούλιο. Με πρόσχημα τη «στρατιωτικοποίηση» του μνημείου, η κυβέρνηση επιχειρεί κάτι που καμία άλλη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν τόλμησε: να περιορίσει ουσιαστικά τις διαδηλώσεις, θεσμοθετώντας, έτσι, τη σιωπή μπροστά από τη βουλή.
Πρόκειται για μια πολιτική κίνηση με βαρύ ιστορικό και θεσμικό βάρος, καθώς η Ελλάδα δεν είναι χώρα που μπορεί να παίζει αφελώς με τη σχέση στρατού και πολιτικής αφού οι μνήμες των πραξικοπημάτων και των «εθνοσωτήριων» επεμβάσεων παραμένουν ζωντανές –παρόλο που θαυμαστές αυτών των επεμβάσεων «κοσμούν» τα έδρανα της κυβερνητικής παράταξης.
Η απόφαση Μητσοτάκη φανερώνει μια διολίσθηση προς τον αυταρχισμό του «πατριωτισμού», μια προσπάθεια –με εμφανείς τις τραμπικές επιρροές– να επανανοηματοδοτηθούν έννοιες όχι ως κοινό βίωμα αλλά ως ιδιοκτησία του κράτους, και μάλιστα του στρατού. Είναι το ίδιο μοτίβο που βλέπουμε στην Ευρώπη, από τον Όρμπαν μέχρι τη Μελόνι: επιστρατεύονται τα σύμβολα για να σιωπήσει η κοινωνία.
Το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι αυτή η κίνηση έρχεται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση της ΝΔ επιδεικνύει αλλεργία σε κάθε μορφή κοινωνικής αμφισβήτησης. Από τις κάθε είδους απεργίες μέχρι τις συγκεντρώσεις για την Παλαιστίνη ή τη βία στα πανεπιστήμια –μόλις προχθές εισέβαλλε η αστυνομία στο Πολυτεχνείο και συνέλαβε φοιτητές και φοιτήτριες της Αρχιτεκτονικής που έκαναν κατάληψη μετά από απόφαση του συλλόγου τους– το δόγμα «νόμος και τάξη» έχει μετατραπεί σε εργαλείο φίμωσης. Και τώρα, ένας από τους πιο εμβληματικούς χώρους συλλογικής μνήμης, μετατρέπεται σε προέκταση αυτού του δόγματος.
Η πράξη αυτή δεν συνιστά απλώς προσβολή στο κοινό αίσθημα. Είναι ένα ακόμη βήμα προς τη σταδιακή αποστράγγιση του δημοκρατικού περιεχομένου της δημόσιας σφαίρας. Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν αποτελεί «ιδιοκτησία» του κράτους. Θα έπρεπε να είναι το σύμβολο όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για να μπορεί ο λαός να διαφωνεί, να συγκεντρώνεται, να φωνάζει μπροστά στο κοινοβούλιο. Η υπαγωγή του στο υπουργείο Άμυνας, και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διενέργεια συγκεντρώσεων, συνιστούν μια πράξη πολιτικής ύβρεως απέναντι στην ίδια τη μνήμη των νεκρών που υποτίθεται πως τιμά. Αλήθεια, έτσι για την ιστορία, δεν είδαμε την ίδια… ευαισθησία την περίοδο των συλλαλητηρίων των Πρεσπών, όταν πλημμύριζε ο τόπος από σάρισες και περικεφαλαίες.
Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν μπορεί να υπαχθεί πουθενά, γιατί –θεωρητικά– συμβολίζει ακριβώς αυτό: την ελευθερία, τους αγώνες, το όραμα μιας ανοιχτής πατρίδας που δεν φοβάται τη φωνή όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων της, το αίτημα για δικαιοσύνη.
Αν ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι μπορεί να περιφράξει αυτό το σύμβολο πίσω από κανονισμούς και κάγκελα –το επιχείρησε κάποτε ο Αντώνης Σαμαράς– τότε δεν κατανοεί ούτε την Ιστορία ούτε τη Δημοκρατία.