Τη συνέντευξη πήρε ο Νίκος Γιαννόπουλος
Ψηφίστηκε προχθές στη Βουλή το νομοσχέδιο για τη δημιουργία μιας ανώνυμης εταιρείας για την ποιότητα στην Υγεία. Τι ακριβώς προσπαθεί να πετύχει η κυβέρνηση μ’ αυτό και πώς απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο σχέδιο νόμου που προβλέπει τη δημιουργία του ΟΔΙΠΥ, αυτής της ΑΕ του Δημοσίου με αντικείμενο την ποιότητα στις υπηρεσίες Υγείας, είναι απολύτως αρνητική. Κι αυτό προφανώς όχι γιατί διαφωνούμε με την ανάγκη διασφάλισης της ποιότητας των υπηρεσιών. Το αντίθετο μάλιστα: από την οπτική της Αριστεράς, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, εκτός από την καθολική και ισότιμη πρόσβαση, πρέπει να εξασφαλίζει και ποιοτικές υπηρεσίες. Εμείς θεωρούμε ότι η αναβάθμιση της ποιότητας και η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών υγείας με γνώμονα τις ανάγκες του πληθυσμού σε όλα τα επίπεδα –πρωτοβάθμια φροντίδα, νοσοκομειακή περίθαλψη, ψυχική υγεία, αποκατάσταση– πρέπει να αποτελεί οργανικό συστατικό των στρατηγικών που σχεδιάζονται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία σε συνεργασία με τα υπηρεσιακά στελέχη του συστήματος και την επιστημονική κοινότητα. Δεν μπορεί ο ρόλος αυτός να ανατίθεται ως «εργολαβία» σε μια ΑΕ. Η παρακολούθηση υλοποίησης των στόχων και η αξιολόγηση της ποιότητας θα πρέπει να είναι ενσωματωμένη στην καθημερινή λειτουργία των κεντρικών και περιφερειακών διοικητικών μηχανισμών του Υπουργείου που εποπτεύουν τις δομές που παρέχουν υπηρεσίες υγείας, προκειμένου οι όποιες παρεμβάσεις να είναι έγκαιρες και αποτελεσματικές και να μην περιορίζονται σε μια ανά τριετία «εξωτερική» αξιολόγηση, βασισμένη στη λογική «ανταμοιβής – τιμωρίας». Η ανάγκη για ένα νέο Δημόσιο Σύστημα Υγείας που αναδείχθηκε από την πανδημία, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με επιπλέον πόρους (στελέχωση, υποδομές και χρηματοδότηση) που προφανώς είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση, αλλά και με συνολική διοικητική-λειτουργική αναδιοργάνωση του ΕΣΥ, με έμφαση στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ο κίνδυνος από τον ΟΔΙΠΥ ΑΕ είναι να δημιουργηθεί μια ανεξέλεγκτη «υπερδομή» που –παρακάμπτοντας το υπουργείο Υγείας και το ΚΕΣΥ– θα έχει τις πληροφορίες και τα δεδομένα, θα θεσπίζει κριτήρια αξιολόγησης, θα ελέγχει και θα επιβάλλει κυρώσεις, θα ερευνά τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού και τα προβλήματα στις υπηρεσίες υγείας και θα προτείνει λύσεις, δηλαδή θα καθορίζει την πολιτική Υγείας και μάλιστα με κριτήρια ιδιωτικο-οικονομικού management. Η συγκεκριμένη ρύθμιση «κακοποιεί» την ιδέα της αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητας στις Υπηρεσίες Υγείας. Και το κάνει με σκληρά νεοφιλελεύθερο τρόπο. Γιατί, προβλέποντας στο άρθρο 1 ότι οι διατάξεις του ν/σ έχουν πεδίο εφαρμογής τις δομές του ΕΣΥ και ότι οι ιδιωτικοί πάροχοι υγείας θα ελέγχονται μόνο μετά από αίτημα τους ή αίτημα του ΕΟΠΥΥ (το τελευταίο προστέθηκε μετά από την έντονη κριτική που ασκήθηκε στη Βουλή), δηλαδή περίπου προαιρετικά, υιοθετεί το αφήγημα των απανταχού νεοφιλελεύθερων ότι το Δημόσιο είναι σπάταλο, αντιπαραγωγικό και χαμηλής ποιότητας, ενώ ο ιδιωτικός τομέας είναι εξ ορισμού υψηλής απόδοσης και άρα δεν χρειάζεται καν αξιολόγηση για την ποιότητα των υπηρεσιών του. Έτσι οι δημόσιες δομές υγείας θα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν εκτός προδιαγραφών και να τεθεί θέμα συνέχισης της λειτουργίας τους ή αναδιοργάνωσης τους με βάση τη λογική των Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα Υγείας (ΣΔΙΤ). Με άλλα λόγια, η θεσμοθέτηση του ΟΔΙΠΥ ΑΕ υπηρετεί το στρατηγικό σχέδιο της ΝΔ για «λιγότερο κράτος», ΣΔΙΤ και αγορά υπηρεσιών από τον κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα υγείας.
Ως προς την καταπολέμηση της διασποράς του κορονοϊού τα κυβερνητικά μηνύματα είναι αντιφατικά. Πρόσφατα υιοθετήθηκε και πάλι το μέτρο της υποχρεωτικότητας της μάσκας. Αυτά τα πίσω-μπρος δεν είναι λογικό να μειώνουν την αξιοπιστία; Μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ακρίβεια των στοιχείων που δίνονται στη δημοσιότητα;
Χωρίς αμφιβολία η έξαρση κρουσμάτων Covid-19 που παρατηρείται τις τελευταίες μέρες, με ένα μεγάλο ποσοστό τους να σχετίζεται με την είσοδο τουριστών στη χώρα, αποτελεί μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη που απαιτεί αυξημένη επιδημιολογική εγρήγορση και ενισχυμένα μέτρα υγειονομικής «θωράκισης» της χώρας. Οι παλινωδίες, οι προχειρότητες, οι αντιφάσεις και οι ανεπάρκειες της κυβέρνησης είναι πλέον εμφανείς. Πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει δίλημμα ανάμεσα στη Δημόσια Υγεία και στην Οικονομία. Ή θα συμβαδίσουν ή θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα και στα δύο. Χωρίς συνθήκες υγειονομικής ασφάλειας δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας και του τουρισμού. Η χαλάρωση των μέτρων αρχικά, η ενδοτικότητα στις πιέσεις επαγγελματικών συμφερόντων και στη λογική του πολιτικού κόστους, η συνεχής αναπροσαρμογή των υγειονομικών οδηγιών, δεν συνιστά υπεύθυνη διαχείριση. Η κυβέρνηση δεν έχει δώσει το απαραίτητο «σήμα» σοβαρότητας, σταθερότητας, επιστημονικής τεκμηρίωσης των πολιτικών αποφάσεων και επαρκούς προετοιμασίας για τη διαχείριση αυξημένων κρουσμάτων Covid-19 την καλοκαιρινή περίοδο. Αυτό όντως έχει πλήξει την αξιοπιστία της συνολικής διαχείρισης και επείγει η αντιστροφή αυτής της εικόνας, για να υπάρχει η αναγκαία και συνειδητή κοινωνική συμμόρφωση στα μέτρα. Τώρα είναι η ώρα όχι μόνο της ατομικής αλλά κυρίως της κρατικής ευθύνης, χρειάζονται βελτιωμένα αντανακλαστικά της κυβέρνησης, επαρκείς πληροφορίες και δεδομένα σε καθημερινή βάση, έγκυρη ενημέρωση και εκ νέου ευαισθητοποίηση των πολιτών από τους ειδικούς, μαζικότερος διαγνωστικός έλεγχος στις «πύλες εισόδου» και στις περιοχές υψηλής επισκεψιμότητας, αυστηροποίηση των περιορισμών σε χώρους μαζικών συναθροίσεων, μέτρα αποσυμφόρησης στα μέσα μαζικής μεταφοράς, μείωση οικονομικών επιβαρύνσεων στην καθημερινότητα των πολιτών (διατίμηση μάσκας, δωρεάν διανομή στους εργασιακούς χώρους που ισχύει η υποχρεωτικότητα κ.λπ.) και, πάνω απ’ όλα, επιτάχυνση των παρεμβάσεων μόνιμης και σταθερής στήριξης του ΕΣΥ και των ανθρώπων του.
Από την εμπειρία σας και τις επαφές σας, σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι υπόλοιπες, εκτός Covid, πτέρυγες των δημόσιων νοσοκομείων; Tι γίνεται επίσης με τις 1200 επιπλέον κλίνες ΜΕΘ που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση;
Το ΕΣΥ κάνει αυτή την περίοδο μια προσπάθεια να ξαναβρεί τους κανονικούς ρυθμούς αποδοτικής λειτουργίας. Το άτυπο lock down εντός του συστήματος, έχει δημιουργήσει τεράστιες παρενέργειες που δεν φαίνεται να ανησυχούν τον υπουργείο Υγείας. Δεν βλέπουμε αγωνία και προσπάθεια να βελτιωθεί η εξυπηρέτηση των πολιτών, να μειωθούν οι χρόνοι αναμονής στα εξωτερικά ιατρεία και χειρουργεία, να ανακτήσει το ΕΣΥ το «χαμένο χρόνο» για τα υπόλοιπα νοσήματα και ανάγκες των ασθενών. Αρκετές από τις κλίνες ΜΕΘ και κλινικές Covid έχουν επιστρέψει στην αρχική χρήση τους και ελπίζουμε να μην χρειαστεί η εκ νέου ανάπτυξη τους. Το σημαντικό είναι να προχωρήσει με μόνιμο προσωπικό η ανάπτυξη των επιπλέον κλινών ΜΕΘ που χρειάζονται, αλλά ταυτόχρονα να ξεπεραστεί η μονομερής εστίαση όλου του ΕΣΥ στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Χωρίς καλή παρακολούθηση των χρόνιων ασθενών (π.χ. με αγγειακά προβλήματα) σε επίπεδο ΠΦΥ, χωρίς διευκόλυνση στη διεκπεραίωση κρίσιμων διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων, χωρίς ενίσχυση των Κέντρων Υγείας, των ΤΟΜΥ, των ΤΕΠ , των Παθολογικών και Πνευμονολογικών κλινικών, των Αναισθησιολογικών Τμημάτων, των Εργαστηρίων, η επικέντρωση στις ΜΕΘ μπορεί να είναι χωρίς πρακτική αξία για την πορεία της πανδημίας στη νέα φάση.
Στην ενημέρωση για τον κορονοϊό δεν μετέχει πλέον ο Σωτήρης Τσιόδρας, αλλά μόνο ένας υφυπουργός, ο Νίκος Χαρδαλιάς. Σε προβληματίζει αυτό;
Στη νέα φάση μεγαλύτερης διακινδύνευσης και αγωνίας για τη Δημόσια Υγεία και κατ’ επέκταση για την οικονομία, την απασχόληση και το εισόδημα των ανθρώπων, έχουμε ανάγκη να αναβαθμιστεί ο ρόλος της Επιστήμης, της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, των θεσμοθετημένων φορέων Δημόσιας Υγείας και όχι η πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της κατάστασης. Ούτε είναι αποδοτική η λογική της επιβολής και της τιμωρίας. Χωρίς συναινέσεις (κοινωνικές και πολιτικές) τα μέτρα Δημόσιας Υγείας δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και αυτό δεν υπάρχει σήμερα με ευθύνη της κυβέρνησης που «δηλητηριάζει» το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα (ρεβανσισμός, ρυθμίσεις καταστολής των διαδηλώσεων, τοξικότητα στην αντιπαράθεση με την αντιπολίτευση, ευνοιοκρατία, αδικίες εις βάρος κοινωνικών κατηγοριών όπως οι συνταξιούχοι, άρση προστασίας της 1ης κατοικίας, έλεγχος των ΜΜΕ κ.λπ.).
Τι διαφορετικό θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση της πανδημίας, ιδιαίτερα μετά την άρση του lock down;
Προφανώς θα συνεχίζαμε να δίνουμε προτεραιότητα στη Δημόσια Υγεία και θα αποφεύγαμε τη λογική «ανοίγουμε την οικονομία και τουρισμό όπως-όπως και βλέπουμε». Ταυτόχρονα όμως θα προχωρούσαμε σε μια ολοκληρωμένη παρέμβαση ενίσχυσης του ΕΣΥ σε βάθος χρόνου. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πανδημία και οι νέες ανάγκες που ήρθαν στο προσκήνιο (π.χ. επάρκεια κλινών ΜΕΘ, οργανωμένα ΤΕΠ, ενισχυμένες δημόσιες δομές ΠΦΥ, θεσμός οικογενειακού γιατρού, κινητές μονάδες υγείας, κατ’ οίκον φροντίδα χρόνιων ασθενών, μετανοσοκομειακή φροντίδα-αποκατάσταση, κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας, γηριατρική φροντίδα, μόνιμοι μηχανισμοί επιδημιολογικής επιτήρησης, περιβαλλοντική υγεία, Ιατρική της Εργασίας κ.λπ.), είναι ακριβώς η ευκαιρία για μια γενναία επένδυση σε ένα νέο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στην αναδιοργάνωση των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας της χώρας. Πάντα στη στρατηγική της καθολικής κάλυψης των νέων υγειονομικών αναγκών μέσα από ένα σύγχρονο και ποιοτικό ΕΣΥ που θα υποστηρίζεται με νέους πόρους (ανθρώπινους και υλικούς). Με πολυετές πλάνο μόνιμων προσλήψεων, με αξιοποίηση και ενδυνάμωση των δομών ΠΦΥ. Σήμερα υπάρχουν οι δημοσιονομικές προϋποθέσεις και οι δυνατότητες σύγκλισης με την Ευρώπη στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7% του ΑΕΠ, στην ΠΦΥ και στον οικογενειακό γιατρό, στον αριθμό νοσηλευτών/100.000 κατοίκους κ.λπ.). Η επένδυση στο ΕΣΥ και στη Δημόσια Υγεία έχει και αναπτυξιακό –και όχι μόνο υγειονομικό– χαρακτήρα, δεν δημιουργεί «αναδιανεμητικές συγκρούσεις» γιατί είναι αδιαμφισβήτητη πλέον η κοινωνική ανταποδοτικότητα της, ενισχύει την κοινωνική συνοχή και την ισότητα στη φροντίδα υγείας. Αυτή η πρόταση είναι ενσωματωμένη στο πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι» του ΣΥΡΙΖΑ που προβλέπει αυξημένη χρηματοδότηση του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ φέτος (επιπλέον 1 δισ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ) .
Να κλείσουμε με μια καθαρά πολιτική ερώτηση: Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει βηματισμό μετά το δύσκολο πρώτο διάστημα που μεσολάβησε από την ήττα του ή θεωρείτε ότι υπάρχει ακόμη πρόβλημα ως προς αυτό;
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξαναβρεί και να εδραιώσει τον πολιτικό του βηματισμό. Έχει και τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να προχωρήσει αμέσως μετά το καλοκαίρι σε μια συγκροτημένη πολιτική αντεπίθεση μέσα από ένα νέο πολιτικό σχέδιο που θα αφορά τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Με έμφαση σε πολιτικές ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής, που είναι όρος για βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη. Αυτή είναι η πρόκληση για μια πραγματικά μαχητική, αιχμηρή, κοινωνικά αναγνωρίσιμη και αποτελεσματική αντιπολίτευση. Το κρίσιμο δίλημμα όμως είναι με ποιο πολιτικό αφήγημα κάνουμε restart; Με τη γραμμή της «ασπίδας προστασίας της κοινωνίας» και της κατάθεσης ρεαλιστικού εναλλακτικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση, για τη στήριξη του κόσμου της εργασίας, της μικρομεσαίας επιχείρησης, του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και του Κοινωνικού Κράτους ή με τη γραμμή της ανάδειξης της φαυλότητας των αντιπάλων; Και με ποιο ύφος και ήθος διακυβέρνησης; Με τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» ή με επιμονή στη διαφάνεια, στην αξιοκρατία, στη δημόσια λογοδοσία και στην αναβαθμισμένη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών;
Πηγή: Η Εποχή