Η πανδημία και οι νέες προκλήσεις που έφερε στο προσκήνιο, ανέδειξαν: 1. την αξία της Δημόσιας Υγείας ως κρίσιμης προϋπόθεσης για την υγεία του πληθυσμού, για την οικονομία και την κοινωνική ευημερία 2. την ανάγκη ενδυνάμωσης των δημόσιων συστημάτων Υγείας που αποδείχθηκαν πολύτιμα και αναντικατάστατα στη διαχείριση της κρίσης.
Ίσως όμως το πιο σημαντικό δίδαγμα από την πανδημία είναι ότι χρειάζεται αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική υγείας, με ενσωμάτωση της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης και με αλλαγή προτεραιοτήτων: από το νοσοκομείο στην ΠΦΥ και στην ολοκληρωμένη κοινοτική φροντίδα, από την περίθαλψη στην πρόληψη και στην προαγωγή της υγείας, από την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων στην απελευθέρωση της πατέντας και στην ισότιμη πρόσβαση του παγκόσμιου πληθυσμού στα εμβόλια-φάρμακα-ιατροτεχνολογικά προϊόντα, από την κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς σε συστήματα διεθνούς επιστημονικής συνεργασίας και αλληλεγγύης.
Σε πλήρη αντίθεση με τα νέα προτάγματα στην Υγεία και στη σχέση Επιστήμης-Πολιτικής, στη χώρα μας κυριάρχησε η λογική της «εργαλειοποίησης» των ειδικών και η νεοφιλελεύθερη εμμονή στην «αγοραία μετάλλαξη» του Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Αντί για γενναία επένδυση στις δημόσιες δομές υγείας με στόχο την καθολική κάλυψη των νέων αναγκών και την εξάλειψη των ανισοτήτων στη φροντίδα υγείας, η κυβέρνηση προωθεί την ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ μέσω των Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Αντί για αξιοποίηση της τεκμηριωμένης επιδημιολογικής πρόβλεψης και των κατευθυντήριων οδηγιών των διεθνών οργανισμών (WHO, CDC, ECDC κλπ), η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης «χρησιμοποίησαν» απροκάλυπτα τους ειδικούς στη διάρκεια της πανδημίας, ζητούσαν από τις επιστημονικές επιτροπές να γνωμοδοτούν επί προειλημμένων πολιτικών αποφάσεων, ενώ αγνοούσαν συστηματικά τις προειδοποιήσεις τους όταν δεν βόλευε το κυβερνητικό αφήγημα για γρήγορο «τέλος της πανδημίας» και επιστροφή στην κανονικότητα. Υπάρχει βεβαίως και η ευθύνη της ίδιας της επιστημονικής κοινότητας και των εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι αποδέχθηκαν συλλογικά αυτή την «εργαλειοποίηση», δεν απαίτησαν να υπάρχει διαφάνεια, δεν επέμειναν να είναι ανοικτά στην επιστημονική κοινότητα όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα και να δημοσιοποιείται το επιστημονικό σκεπτικό των αποφάσεων των Επιτροπών, δεν φρόντισαν να είναι διακριτά τα όρια Επιστήμης και Πολιτικής. Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να έχει στην πραγματικότητα το «Μαξίμου» την ευθύνη της επιδημιολογικής επιτήρησης και της διαχείρισης της πανδημίας. Αυτό είναι θεσμική στρέβλωση που δεν αρμόζει σε ευρωπαϊκή χώρα και επιδεινώνει την κρίση δημόσιας εμπιστοσύνης, δηλαδή την κρίση αξιοπιστίας μεγάλου μέρους της κοινωνίας απέναντι στην Πολιτεία και στους θεσμούς της. Και η κρίση εμπιστοσύνης ενισχύει τον αντιεπιστημονικό συνωμοσιολογκό λόγο και τη «βιοπολιτική αντίσταση», όπως έχει χαρακτηριστεί η άρνηση του εμβολιασμού.
Ένα κρίσιμο επίσης δίδαγμα από την πανδημία είναι ότι η αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης απαιτεί παρεμβάσεις τόσο σε εθνικό επίπεδο ( με έμφαση όχι μόνο στις υπηρεσίες περίθαλψης αλλά κυρίως στις υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και στις πρωτοβάθμιες-κοινοτικές δομές), όσο και σε διεθνές επίπεδο. Είναι πια καθολικά αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ότι σε τέτοιες κρίσεις «δεν είναι κανένας ασφαλής αν δεν είμαστε όλοι ασφαλείς» και ότι η απάντηση στις πανδημίες δεν είναι ο υγειονομικός και εμβολιαστικός εθνικισμός αλλά μια νέα συμφωνία για την παγκόσμια υγειονομική ασφάλεια και για τη δημοκρατία στο πεδίο της υγείας. Και στο θέμα αυτό τα αντανακλαστικά της διεθνούς κοινότητας και πρωτίστως της Ευρώπης, ήταν πολύ κατώτερα των περιστάσεων. Παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του ΠΟΥ για «εμβόλιο ως παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και παρά το θετικό βήμα της κοινής προμήθειας εμβολίων-φαρμάκων, η νεοφιλελεύθερη εμμονή της ΕΕ να μην αποδεχθεί την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αλλά και της κοινωνίας των πολιτών, για απελευθέρωση της πατέντας των εμβολίων κατά του covid-19, οδήγησε σε ακραίες ανισότητες στην παγκόσμια εμβολιαστική κάλυψη (70% στην Ευρώπη-7% στην Αφρική) και ευνόησε τη συνεχή παραγωγή νέων μεταλλάξεων του ιού, που δεν επιτρέπουν την οριστική αναχαίτιση και αποκλιμάκωση της πανδημίας .
Στην Ελλάδα το δομικό πρόβλημα στη διαχείριση της πανδημίας ήταν η – σε αντίθεση με τις επιδημιολογικές προβλέψεις και συστάσεις- ψευδαίσθηση της προσωρινότητας του φαινομένου και της σύντομης λήξης της υγειονομικής απειλής . Αυτή η λογική της «περαστικής μπόρας» οδηγούσε σε διαρκή υποτίμηση του κινδύνου, σε πρόωρη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και σε έλλειμα προετοιμασίας του ΕΣΥ και των δομών του. Πίσω βέβαια από αυτή τη στρατηγική υπήρχε η πολιτική απροθυμία να δρομολογηθούν μακροπρόθεσμες και μόνιμου χαρακτήρα παρεμβάσεις στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και, ταυτόχρονα, συνυπήρχαν οι πιέσεις της αγοράς για γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα. Υπόρρητα επικρατούσε σταδιακά η λογική της «ανοσίας αγέλης», που όμως είναι συνώνυμη του «κοινωνικού δαρβινισμού» εις βάρος των πλέον αδύναμων και ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Μια άλλη δομική «αναπηρία» στη διαχείριση της πανδημίας ήταν η αγνόηση σημαντικών «κρίκων» του Κράτους, του Συστήματος Υγείας και της Κοινωνίας (Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας των Περιφερειών, οικογενειακοί γιατροί, ιδιώτες γιατροί που παρακολουθούν χρόνιους ασθενείς, κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων, επιστημονικοί και επαγγελματικοί φορείς, αθλητικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι κλπ), που θα μπορούσαν να συμβάλλουν τόσο στην καλύτερη προνοσοκομειακή φροντίδα των ασθενών covid , όσο και στην διάδοση του επιστημονικού μηνύματος για τον καθολικό εμβολιασμό και την τήρηση των αναγκαίων περιοριστικών μέτρων. Αγνοήθηκαν επίσης βασικά αξιώματα της επιστήμης της Δημόσιας Υγείας όπως η διαφάνεια και η ανοικτή πρόσβαση στα επιδημιολογικά δεδομένα, η δημόσια λογοδοσία, η διατομεακή προσέγγιση και η ενεργός εμπλοκή της κοινωνίας, η αναλογικότητα των μέτρων και η διασφάλιση ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων.
To τελικό πολιτικό συμπέρασμα από την πανδημική κρίση είναι ότι οι παλιές και οι νέες ανισότητες (υγειονομικές-οικονομικές-κοινωνικές) που επιδεινώθηκαν δραματικά σε όλο τον κόσμο, για να αντιμετωπιστούν ριζικά προαπαιτούν πολιτικές Ισότητας, Κοινωνικής Δικαιοσύνης και αναδιανομής πόρων υπέρ των Δημόσιων Συστημάτων Υγείας και του Κοινωνικού Κράτους, δηλαδή αριστερές και προοδευτικές πολιτικές. Η σύγχρονη επιστημονική γνώση τεκμηριώνει απολύτως αυτή την ανάγκη. Το στοίχημα πλέον είναι αν η Πολιτική θα συμβαδίσει με τις νέες προκλήσεις ή θα επιμείνει στις ιδεοληψίες περί ελεύθερης αγοράς που δήθεν αυτορυθμίζεται και δίνει απαντήσεις στα σύνθετα κοινωνικά προβλήματα της εποχής.
Εισήγηση Α. Ξανθού στο Συνέδριο του Ιδρύματος «Πουλαντζάς» με θέμα: Επιστήμη και Πολιτική – μαθήματα από την πανδημία
Πηγή: Ανδρέας Ξανθός