Ο Μίκης έχτισε το μουσικό του σύμπαν στη βάση ενός πυρετώδους οράματος. Τη δημιουργία μιας τέχνης που, χωρίς να υποβιβάζει την πρώτη της ύλη, να μπορεί να μιλά στην καρδιά και να φωλιάζει στον νου των απλών ανθρώπων, να δίνει φωνή, δύναμη στα μεγάλα ακροατήρια, να εμπνέει τον λαό και να τον αφυπνίζει. Με την πεποίθηση της ηθικής υπεροχής της ιδεολογίας του, τον δημιουργικό του οίστρο και τη στέρεη μουσική του παιδεία υποστήριξε σθεναρά πως το τραγούδι μπορούσε να ενώσει και να αφυπνίσει τον ελληνικό λαό, να λειτουργήσει ως φορέας συλλογικής μνήμης και μέθεξης.
Η έντεχνη λαϊκή μουσική του ήταν εξαρχής μια αξεδιάλυτα πολιτική και πολιτιστική πράξη. Θεωρώντας αξεπέραστο στην ιστορία της μουσικής τον ρόλο της μελωδίας και έχοντας στο οπλοστάσιό του τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Σοστακόβιτς, τον Μπάρτοκ, τον Βέρντι, τα ορατόρια, έστρεψε την προσοχή του -όχι επιφανειακά αλλά μέσα στη μουσική αρχιτεκτονική των έργων του- στην παράδοση, τη βυζαντινή υμνωδία, τα αρχαία χορικά, το δημοτικό και το αστικό λαϊκό τραγούδι, μελοποιώντας τους πιο αγαπημένους ποιητές του καιρού του. Η δημιουργική ματιά του δεν ήταν περίκλειστη, ούτε αυτοαναφορική. Τουναντίον. Δημιουργούσε το μουσικό ανάλογο μιας γενεαλογίας αντίστασης του ελληνικού λαού, αυτής της ανυπότακτης Ρωμιοσύνης, που πυροδοτούσε τη σκέψη των αγωνιστών της γενιάς του.
Εμπεριείχε το μαξιμαλιστικό προσωπικό αίτημα να αγκαλιάσει με τη μουσική του όλο τον κόσμο, να μεταδώσει μια αίσθηση συμπαντικής αρμονίας που πίστευε πως διαπερνά και τον ίδιο, να διαφυλάξει τον ουτοπικό σπινθήρα των μετέωρων αιτημάτων του καιρού του. Και μιλώντας για ουτοπία δεν εννοούμε χίμαιρα ή αυταπάτη, αλλά εκείνη την ορμητική δυνατότητα που γεννήθηκε μαζί με το αντιστασιακό και το κομμουνιστικό κίνημα, το «θερμό ρεύμα» που ήξερε πως θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο κι απέμεινε αδικαίωτο.
Τρία εμβληματικά έργα αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα πως ο μουσικός κόσμος του εμπεριείχε εκ γενετής τη δυναμική να εκβάλει καθοριστικά, από τη σκοπιά της τέχνης, στο μεγάλο ποτάμι της οικουμενικής απελευθέρωσης από τα δεσμά της αδικίας, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης.
Η «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», σε ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, κρατούμενου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία από το 1943 ώς το 1945, είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης ειδικά για τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη. Καμπάνες πένθιμες ανοίγουν και δοξαστικές της ανάστασης κλείνουν αυτόν τον ελεγειακό κύκλο. Ηλεκτρική κιθάρα στη θέση του μπουζουκιού, βιολοντσέλο, φλάουτο και τύμπανα. Η αντίστιξη με μια σχεδόν ανάλαφρη μελωδία του Μότσαρτ υπομνηματίζει με τραγική ειρωνεία την τύχη του δραπέτη -«Α, τι θανάσιμη ερημιά στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα». Σ’ αυτή τη χωρική εφιαλτική συμπύκνωση, το έσχατο όριο της ανθρώπινης ιστορίας, το έργο αντιτάσσει ένα βλέμμα μεταξύ δύο κρατουμένων, ενός άντρα και μιας γυναίκας, που τους χωρίζουν τα συρματοπλέγματα, η ταπείνωση της ύπαρξής τους και ο θάνατος. Ο ποιητής κρατιέται απ’ αυτό το ίσως ονειρικό «σιωπηλό αλληλοκοίταγμα» -«Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια άμα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις»- για να αντέξει, να επιβιώσει, να κρατήσει τη μνήμη. Να μιλήσει για τη γύμνια, την εκμηδένιση, τον αριθμό, το κίτρινο αστέρι, τη σκάλα του μαρτυρίου, τον βράχο του εξευτελισμού, τη σιωπηρή συνενοχή των χωρικών, τους θαλάμους αερίων, όλα τα μέρη του θανάτου.
Το «Romancero Gitano» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα απέδωσε στα ελληνικά ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Μίκης το μελοποίησε λίγο πριν από τη δικτατορία. Τα εφτά τραγούδια παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά σε συναυλία στη Ρώμη με τη Μαρία Φαραντούρη.
Υπάρχει μια βαθύτερη συγγένεια του Θεοδωράκη με τον Λόρκα, που εδράζεται όχι μόνο στις ανοιχτές πληγές των δύο λαών από τον φασισμό, αλλά και στη συνειδητή επιλογή και των δύο, σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, να στραφούν στην παράδοσή τους, με τα εργαλεία της κλασικής τους παιδείας και των συγκαιρινών τους αισθητικών αναζητήσεων, δημιουργώντας έργα καινοτόμα βαθιάς και γνήσιας λαϊκότητας. «Σ’ αυτή τη δραματική στιγμή του κόσμου, ο καλλιτέχνης πρέπει να κλαίει και να γελάει με το λαό του…
Ο πόνος του ανθρώπου και η σταθερή αδικία που βασιλεύει στον κόσμο μ’ εμποδίζουν να μεταφέρω το σπίτι μου στ’ άστρα» θα πει ο ποιητής. Ο Θεοδωράκης συνομίλησε με το σχεδόν αρχετυπικό σύμπαν του Λόρκα, που το κατοικούν Τσιγγάνες, ταυρομάχοι, λαθρέμποροι, αντάρτες, αγόρια και κορίτσια, αλλόκοτα φεγγάρια, ζωντανοί άνεμοι, άλογα και ταύροι, αρχαία ποτάμια κι αιωνόβια δέντρα ορίζοντας ένα σύνολο εξαίσιων μελωδιών με ισπανική ατμόσφαιρα, έναν θρηνητικό και δοξαστικό κύκλο έρωτα, αντίστασης και θανάτου. Η Μαρία Φαραντούρη, με τη φωνή της βγαλμένη από τα βάθη των αισθημάτων, της μνήμης και της Ιστορίας, υπηρετεί αυτόφωτα αυτή τη μυστηριακή συνάντηση.
Το «Canto General» του Πάμπλο Νερούδα είναι η Βίβλος της νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Ξεκινά από τη γέννηση της γης της, των βουνών και των νερών της, των ζωντανών και των πουλιών της και οικοδομεί ένα σύμπαν με κέντρο τον άνθρωπο, που κοπιάζει, που δύναται, που επιθυμεί, που αγαπά, τον άνθρωπο που αντιστέκεται, που εξεγείρεται, που ονειρεύεται, τον δυναστευόμενο άνθρωπο. Μικρές και μεγάλες ιστορίες ανθρώπων στο καμίνι της ηπείρου. Οι εταιρείες που καρπώνονται ό,τι παράγουν. Οι στυγνοί δικτάτορες. Και οι ελευθερωτές.
Ο Θεοδωράκης, συναισθανόμενος την κοινή μοίρα των λαών, γοητευμένος από τη νοτιοαμερικανική ιδιοσυγκρασία και το κοινωνικοπολιτικό πείραμα βαθιών μεταρρυθμίσεων και εθνικοποιήσεων της Unidad Popular του Αλιέντε, αποφάσισε να μελοποιήσει το «Canto General» στα ισπανικά εκμεταλλευόμενος τη μουσικότητα της γλώσσας. Ξεκίνησε στη Γαλλία το 1972 με τέσσερα μέρη, τις πρώτες πρόβες μάλιστα παρακολούθησε συγκινημένος κι ο ίδιος ο ποιητής. Παρά την επιθυμία του Νερούδα να συμμετάσχει στην περιοδεία παρουσίασης του έργου στη Λατινική Αμερική απαγγέλλοντας, σοβαρά προβλήματα υγείας τον κράτησαν στη Χιλή. Η προγραμματισμένη συναυλία στο Σαντιάγο ματαιώθηκε. Τους πρόλαβε το πραξικόπημα του Πινοσέτ και το πογκρόμ που εξαπέλυσε. Ο Νερούδα θα πεθάνει κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες, σε κατ’ οίκον περιορισμό, λίγες μέρες αργότερα. Στην κηδεία του για τελευταία φορά στην ιστορία της η Unidad Popular θα φωνάξει Pablo Neruda presente!…
Λατινοαμερικανικοί και ελληνικοί χορευτικοί ρυθμοί, ποντιακά και μακεδονίτικα σύνθετα μέτρα, λυρικά περάσματα, μελωδικές εξάρσεις, αυξομειούμενες ρυθμικές ενότητες, απόηχοι τραγουδιών του ισπανικού εμφύλιου, στιγμές γυμνής φωνής, φωνητικά περάσματα, μεγαλειώδη χορωδιακά, οργιαστικά κρουστά. Το «Canto General» του Θεοδωράκη είναι έργο εξαιρετικής δύναμης και ομορφιάς, πραγματικά πολυρυθμικό, ένα οικουμενικό έργο. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής έγιναν οι ιδανικοί ερμηνευτές του σε όλο τον κόσμο.
Ο Ανδρέας Μαράτος είναι ζωγράφος, υποψήφιος διδάκτορας Φιλοσοφίας και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Εχει γράψει το βιβλίο «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του» Ιανός, 2014