Macro

Ανδρέας Μαράτος: Ο Διόνυσος του Μίκη Θεοδωράκη

Το 1985 κυκλοφορεί η πρώτη παραγωγή του Σείριου, της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας που έχει μόλις ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Πρόκειται για τον Διόνυσο, ένα έργο πολύ ιδιαίτερο στην καλλιτεχνική πορεία του Μίκη Θεοδωράκη. Ιδιαίτερο γιατί είναι έργο αυτοβιογραφικό, με στίχους δικούς του, ένας κύκλος τραγουδιών που επιχειρεί πικρούς, ελεγειακούς και αλληγορικούς απολογισμούς μέσα σε μια εποχή που δυναμώνουν οι φωνές για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, των επαναστάσεων, των ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών. Ο Μίκης δεν γράφει μόνο τους στίχους και τη μουσική. Ενορχηστρώνει το έργο και διευθύνει την ορχήστρα κατά την ηχογράφησή του. Τα τραγούδια οδηγούν σε εκείνη την ιστορική στιγμή της πρώτης νιότης του που διαμόρφωσε εντέλει τη στάση ζωής του, την κοσμοθεώρησή του, την πολιτική, αισθητική και ιδεολογική συγκρότησή του. Τον Δεκέμβρη του ’44. Η επιλογή ενός νέου τραγουδιστή, του Θανάση Μωραΐτη, στην ερμηνεία των τραγουδιών του κύκλου μόνο τυχαία δεν είναι. Η φωνή του «ξύλινη, σαν ήχος σήμαντρου» με τη δωρική λιτότητά της, φέρει μια αίσθηση από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση που σφράγισε το έντεχνο λαϊκό έργο του Μίκη την σύντομη και πυκνή «άνοιξη» της δεκαετίας του ’60. Αποδίδεται έτσι ο απόηχος μιας ολόκληρης εποχής. Άραγε ως υλικό αποχαιρετισμού; Ή μήπως σαν μια πόρτα μισάνοιχτη στο μέλλον όπως ίσως υπονοεί όχι μόνο η επιλογή του ερμηνευτή αλλά και ο τίτλος «Η πομπή συνεχίζεται» για το ταξίμι που ολοκληρώνει τον κύκλο του έργου;

Ο Μάνος Χατζιδάκις, παραγωγός του δίσκου, θα γράψει στο σημείωμά του στον δίσκο:

«Με τον Διόνυσο ο Μίκης Θεοδωράκης πραγματοποιεί κάτι που μόνο ένας αληθινός τεχνίτης της μουσικής μπορούσε να πραγματοποιήσει. Μια οικοδομημένη προέκταση του λαϊκού, μέσα στην περιοχή του προβληματισμένου έντεχνου τραγουδιού.
Πρέπει να προσέξετε πολύ τον Διόνυσο, αφού χαρείτε τη συγκίνηση της πρώτης επαφής μαζί του. Για να διαπιστώσετε τι πάει να πει «έντεχνη λαϊκή μουσική» στα ικανά χέρια ενός γνήσιου μουσικού. Και πως, μες από ευρηματικούς μελωδισμούς και συναρπαστικούς συνδυασμούς ήχων, ξεδιπλώνεται ένα έργο, που μαζί με την εντατική ατμόσφαιρά του, περιέχει μέσα του πικρά μηνύματα των χαλεπών καιρών που ζούμε.

Το επικό στοιχείο του Θεοδωράκη στην απόλυτη ωριμότητά του και μακριά από τις μεγαλόπρεπες εκτονώσεις των δρόμων. Το επικό, τέλεια συγκερασμένο με την ελεγεία των πολιτικών απογοητεύσεων και του ενεδρεύοντος Θανάτου.

Νιώθω περήφανος που ο Σείριος ανάμεσα στα παιδιά που τον κατοικούν, συμπεριέλαβε και τον συγκλονιστικό ΔΙΟΝΥΣΟ του Μίκη Θεοδωράκη».

Κοινό στοιχείο των περισσότερων τραγουδιών είναι ο ασίκικος ρυθμός, ένας μουσικός δρόμος με διονυσιακή ιδιοσυγκρασία που εμπνεύστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης χτίζοντας καταγωγικές γέφυρες με τις μουσικές των παράλιων της Μικράς Ασίας, γενέθλιο τόπο της μητέρας του. Ο Διόνυσος αποτελεί, κατά τον δημιουργό του, ένα μουσικό θρησκευτικό δράμα. Μέσα από τη δίκη, την καταδίκη και την νεκρική πομπή ολοκληρώνεται μια αλληγορία για τον εξεγερμένο άνθρωπο και το τραγικό του «τέλος» στις συμπληγάδες της εποχής που λειτουργεί και ως αυτοβιογραφικός αναστοχασμός. Αναδεικνύεται έτσι στο έργο δυναμικά η σχέση μορφής και περιεχομένου ως μια διαλεκτική ενότητα, ως μια ολότητα ικανή να διαυγάσει τα διαφαινόμενα συγκαιρινά της αδιέξοδα και ταυτόχρονα γεμάτη από πύκνωση ιστορικού χρόνου, από προτροπή αναμνημόνευσης κι από ανάγκη λύτρωσης. Ένας ολόκληρος κόσμος λάμπει ολόφωτος μέσα του λίγο προτού βυθιστεί στη σιωπή. Θα έλεγα λοιπόν πως ο Διόνυσος λειτουργεί σαν μια, κατά Μπένγιαμιν, διαλεκτική εικόνα. Διασώζει από τη λήθη, την παραχάραξη και την αφομοίωση μια εικόνα του παρελθόντος που αστράφτει φευγαλέα στο παρόν.

Ο κύκλος τραγουδιών αναφέρεται σε μια χωροχρονική πομπή μέσα στην πόλη της Αθήνας, που ακολουθεί τη διαδρομή Μακρυγιάννη 1944 και μέσω Συντάγματος- Πανεπιστημίου- Σταδίου τη δεκαετία του ’60 θα επιστρέψει ξανά στου Μακρυγιάννη και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και θα οδηγηθεί στην Πνύκα του 1984 όπου ο Διόνυσος, μετά από στημένη δίκη με κριτές τους τυράννους του, θα τιμωρηθεί παραδειγματικά υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ακρόπολης η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όχι μόνο σφραγίζει την ταυτότητα της πόλης αλλά χρεώνεται και τις μεταμορφώσεις που της επιβάλλουν οι κυρίαρχες ιδεολογίες και οι ευμετάβλητες συλλογικές νοοτροπίες.

Θα επισημάνει στο σημείωμά του ο Χατζιδάκις, παρουσιάζοντας το έργο:

«Ο Διόνυσος, όπως είναι γνωστό, έλαβε μέρος στη μάχη του Μακρυγιάννη, το Δεκέμβρη του 1944. Στις 10 του Δεκέμβρη ο αγγλικός στρατός κατέλαβε την Ακρόπολη. Παρά την υπόσχεσή τους ότι θα σεβαστούν το ιερό μνημείο, από κει πισώπλατα ήρθε το θανάσιμο πλήγμα. Ο Διόνυσος κηδεύτηκε την ίδια μέρα […] μαζί με δεκάδες άλλα αγόρια και κορίτσια που είχαν προσφέρει κι αυτά τα νιάτα τους στην Άνοιξη. Η φανταστική πομπή ξεκίνησε από τη γωνία Τζιραίων και Συγγρού και στη συνέχεια ακολούθησε προς τ’ αριστερά τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ήταν φυσικό η ζωή της Ελλάδας να κινηθεί από τότε με άξονα την πομπή του Διονύσου. Οι Έλληνες φώναζαν: ο Διόνυσος ζει- ο Λαμπράκης ζει- ο Πέτρουλας ζει- ο Παναγούλης ζει- και ούτω καθεξής. Γιατί φυσικά ο Διόνυσος, παρότι νεκρός, διατηρούσε, ως ημίθεος, ολοζώντανη την παρουσία του […]».

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Μίκης Θεοδωράκης διαφύλαξε μέσα στο μουσικό του σύμπαν ζωντανό το ηλεκτρικό ρίγος που διαπέρασε τη γενιά του, την ΕΑΜική γενιά, μέσα από το ΚΚΕ, τον αντιφασιστικό και απελευθερωτικό αγώνα, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Ρίγος που διαπέρασε όλη την ανθρωπότητα του καιρού του, όταν εκατομμύρια ανθρώπων τόλμησαν και ονειρεύτηκαν την έφοδο στον ουρανό. Και το διαφύλαξε σαν «σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές του παλάμες» παρά τις διώξεις, τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τους θανάτους και τις εκτελέσεις αγαπημένων του συντρόφων.

Η γενιά του ΕΑΜ πίστεψε πως μπορούσε να ελευθερώσει τη χώρα, να αλλάξει -μαζί με τους άλλους λαούς που αντιστέκονταν- τον κόσμο, πως είναι χρέος της να το κάνει, πως υπηρετούσε την πιο στέρεη νομοτέλεια της ιστορίας. Αυτή η πίστη στη νομοτέλεια της έδωσε τη θέληση. Κι όταν μετά τον Δεκέμβρη του ‘44 και τα χρόνια του εμφυλίου διαπίστωσε έκπληκτη, προδομένη και ταπεινωμένη από χίλιες μεριές πως το αστάθμητο της ιστορίας τρυπώνει από παντού, οι στιγμές, οι τομές, οι δαίδαλοι, τα όνειρα, η τόλμη, τα λάθη, οι δισταγμοί, οι διαψεύσεις και οι ακαμψίες, οι μεγάλες διάρκειες γίνονται όλα τους ένα αξεδιάλυτο κουβάρι τότε μάζεψε τα κομμάτια της και προσπάθησε να ξαναχτίσει το πολιτικό της σχέδιο μέσα από την ΕΔΑ, σε συνθήκες διώξεων, εξοριών και φυλακίσεων, ψευδεπίγραφης, ασφυκτικής και σκοταδιστικής νομιμότητας του μετεμφυλιακού κράτους και παρακράτους. Θέλησε να ξαναχτίσει στέρεους δεσμούς με το εθνικό ακροατήριο κόντρα στο φόβο και τη μισαλλοδοξία, να άρει μέσα στον λαό τις επιφυλάξεις που γέννησε ο εμφύλιος, να χτίσει κοινωνικά παλλαϊκά μέτωπα κατά της εξάρτησης (της μετεξέλιξης της κατάκτησης), του παλατιού, των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και του στρατού. Με τέτοιους όρους χρειάστηκε να μιλήσει και για εθνική συμφιλίωση. Χιλιάδες γυναίκες και άντρες ήταν ακόμα πολιτικοί εξόριστοι και κρατούμενοι. Δικάζονταν. Οι συνθήκες κάθε εποχής γεννούν τα φτερά και τα βαρίδια σε όσους παλεύουν για να αλλάξουν τον κόσμο.

Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία εισέβαλε ο Μίκης Θεοδωράκης ορμητικά στο προσκήνιο της ιστορίας με τη μελοποίηση του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου και ηγήθηκε της πρωτόγνωρης πολιτικής και πολιτιστικής ειρηνικής επανάστασης που ανέκοψαν οι ερπύστριες της δικτατορίας. Εισέβαλε ορμητικά πιστεύοντας βαθιά στην ηθική υπεροχή της ιδεολογίας του και την ενοποιητική δύναμη της τέχνης του, και κυρίως έχοντας μία ακατάλυτη αίσθηση χρέους απέναντι στους νεκρούς της γενιάς του και τα ματαιωμένα οράματά της. Ο μουσικός κόσμος που αποφάσισε να χτίσει αποτελεί το μουσικό αντίστοιχο της γενεαλογίας αντίστασης ενός λαού που αγωνίζεται για τα δίκαιά του μέσα στο χρόνο, αυτής που ανιχνεύουμε στο κείμενο του Γληνού για το ΕΑΜ, στην ομιλία του Βελουχιώτη στη Λαμία, στο κείμενο του Σβορώνου για το ελληνικό έθνος. Τον εμπνεύστηκε ως την ηχώ μιας ανυπότακτης Ρωμιοσύνης. Ως συνήχηση της αρχαίας τραγωδίας, της βυζαντινής υμνωδίας, του δημοτικού τραγουδιού, των λαϊκών δρόμων, του κλασσικού τραγουδιού, της συμφωνικής μουσικής, της όπερας, των εκκλησιαστικών ορατορίων, μαζί με τη μουσική αναδημιουργία του ποιητικού λόγου. Τα μελαγχολικά ποιητικά τοπία του Σεφέρη, οι συμβολικοί και πραγματικοί τόποι της Ρωμιοσύνης του Ρίτσου, το ολόφωτο αρχιπέλαγος του Ελύτη, οι φτωχογειτονιές και τα μνημονικά περάσματα του Λειβαδίτη, η εξεγερσιακή μελαγχολία του Αναγνωστάκη, η οργισμένη πολιτεία του Τριπολίτη, το Μαουτχάουζεν του Καμπανέλλη, η ισπανική μυθολογία του Λόρκα, η εξεγερμένη ήπειρος του Νερούδα, χαραμάδες φωτός μέσα από τα σκοτάδια του εγκλεισμού (Ήλιος και Χρόνος, Κατάσταση Πολιορκίας, Επιζών, Πνευματικό Εμβατήριο). Τα έργα του τραγουδήθηκαν σε θέατρα, μπουάτ, αίθουσες συναυλιών και κινηματογράφους, σε γειτονιές, ακάλυπτους και αυλές, σε δρόμους διαδηλώσεων και σε πολιτικές συγκεντρώσεις, σε γήπεδα και σε πλατείες, διαδόθηκαν ηχογραφημένα σε δίσκους και κασέτες, φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό ως πολύτιμοι ταξιδιώτες του ανυπότακτου πνεύματος στα χρόνια της δικτατορίας, τα έμαθαν φυλακισμένοι και εξόριστοι, ακούστηκαν σε μακρινές γειτονιές και πολιτείες, θέατρα και στάδια σε όλο τον κόσμο. Το φαινόμενο είναι πρωτόγνωρο και μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η μεταπολίτευση υπήρξε αναντίρρητα η ομαλότερη περίοδος της νεοελληνικής ιστορίας, όμως μαζί της οι καιροί άλλαξαν. Ήρθε η στιγμή μες την καρδιά της μεταπολίτευσης που ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας επέλεξε ή συμφώνησε σιωπηρά να κρύψει τις αντιθέσεις κάτω από το χαλί, τους σκελετούς στις ντουλάπες, τις παθογένειες στο εικονοστάσι, να καλωσορίσει τους εγχώριους Φουκουγιάμα, να τελειώσει με την ιστορία. Το μεγάλο κοινό άρχισε να στρέφει την πλάτη στην ποίηση, τα μεγάλα όνειρα, τις μεγάλες αφηγήσεις, τα τρυφερά ημιτόνια, τις μεγάλες μελωδικές φράσεις, τα λυρικά ξεσπάσματα, τους θούριους και να αναζητά καινούργιους ήχους. Μια σχέση μοναδική είχε διαρραγεί, διατηρώντας ισχυρές στιγμές νοσταλγικών συναντήσεων και έναν ανεπαίσθητο ουτοπικό σπινθήρα στη συλλογική μνήμη, έτοιμο να αναζωπυρωθεί στην πρώτη ανάγκη. «Νιώθω σα τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων» θα δηλώσει ο Θεοδωράκης. Και αργότερα θα γράψει:

«…Η τραγωδία, εν τούτοις, είναι ότι η πλειοψηφία που ανταλλάσσει την ελεύθερή της συνείδηση μ’ έναν τρόπο ζωής που της επιβάλλεται από το σύστημα, και με ένα νόθο σύστημα διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων που εκφράζουν την ελευθερία του υπηκοϊσμού, η πλειοψηφία αυτή απαλλοτριώνεται εκουσίως είτε ακουσίως από το δικαίωμα… να αναγνωρίζεται μέσα σε μια δική της μουσική. Η πλειοψηφία αυτή δεν αρνείται, εξάλλου, το δικαίωμα στο κράτος, δηλαδή στην οικονομική ολιγαρχία, να συντηρεί με τα δικά της λεφτά τη δομή όπου η ελίτ στηρίζει τη δική της τέχνη. Ο υπήκοος του 20ου αιώνα επιτελεί διπλή λειτουργία. Και του “δούλου“ που εργάζεται για το κράτος-αφέντη, και του “δουλοπάροικου“ που πληρώνει το χαράτσι στο κράτος-φεουδάρχη. Ο αφέντης θα τον αποκοιμίσει με τα υποπροϊόντα της υποκουλτούρας-εμπορεύματος. Και ο φεουδάρχης θα τον κομπλεξάρει, δείχνοντάς του ότι η πραγματική τέχνη είναι ακατανόητη και άπιαστη γι αυτόν. Άρα είναι σωστός υπήκοος! Και έτσι θα πρέπει να παραμείνει! (Πάντοτε φυσικά αγρυπνώντας μήπως και θιγεί η ελευθερία των άλλων…).»

Και η γενιά του; Θα ‘λεγε κανείς πως κάποια στιγμή δικαιώθηκε, πως αναγνωρίστηκε το ηθικό της βάρος. Αναγνωρίστηκε όμως λίγο πριν της ζητηθεί να απαρνηθεί οριστικά τα μετέωρα αιτήματά της. Να προσαρμοστεί στη νέα εποχή. Κατέληξε να χρεωθεί, εκτός από την ήττα της, και το στίγμα ό,τι καλώς ηττήθηκε, πώς ήταν μια παραπλανημένη θλιβερή εξαίρεση. Ένα βαθύ, ανεπούλωτο τραύμα, εσωτερικευμένο – που η κατάρρευση το βάθυνε κι άλλο-. Πολλές προσωπικές διαδρομές δεν μπόρεσαν να αναμετρηθούν μαζί του.
Ο Θεοδωράκης ως δημιουργός, υπήρξε πάντα ένας ευαίσθητος παλμογράφος των πιο αδιόρατων κραδασμών της εποχής του. Πιστεύω πως με τον Διόνυσο με αυτό το ίδιο τραύμα αναμετριέται. Και το κάνει με όρους υπαρξιακούς, με όλες του τις αντιφάσεις διάφανες, με την προσωπική του μυθολογία, με τα υλικά της μουσικής του γενεαλογίας, με την δημιουργική συνάντησή του με τον σύντροφό του από τα χρόνια της ΕΠΟΝ Μάνο Χατζιδάκι.

Μοιάζει να θέλει να κλείσει τον κύκλο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Άλλωστε γυρεύοντας τις απαντήσεις στην τέχνη του είχε ήδη επιστρέψει στο συμφωνικό του έργο.

Οι πολιτικές του παρεμβάσεις σε εκείνη τη συγκυρία αδικούν εν πολλοίς το ανησυχαστικό βάθος της δημιουργίας του, όμως στο τραγούδι «Το ψυγείο» ονοματίζει την πιο κατάφωρη ιστορική αδικία που υπέστη η ΕΑΜική γενιά. Οι προσκυνημένοι κι οι δωσίλογοι να σε βαφτίζουνε προδότη. Κι αυτή η αδικία δεν βρήκε ποτέ της πραγματική δικαίωση, μια και πλανάται ακόμα σε διάφορες παραλλαγές, εκπορευόμενες συχνά από τις πιο απρόσμενες πηγές:

Το ψυγείο

Μη ρωτάς, καρδιά μου/ μην καρδιοχτυπάς/ πίκρες παραμύθια/ τέλειωσαν για μας/ στο τηλέφωνό σου/ όλοι οι αριθμοί/ έχουν παραλήπτη/ μια ζωή νεκρή

Όσοι αγαπήσαν/ κείτονται νεκροί/ όσοι προσκυνήσαν/ είναι οδηγοί/ μέσα στο ψυγείο/ άνοιξε να μπεις/ για να μείνεις φρέσκος/ να διατηρηθείς

Κι ύστερα, θα επανέλθει με την τελευταία Ρωμιοσύνη του, αυτή τη φορά σε στίχους δικούς του, δηκτική, ειρωνική κι απέλπιδα:

Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις/ να το συνηθίσεις να το λες…

Κύκλοι που ανοίγουν και κλείνουν και πάλι από την αρχή…

Από την απολογία ως το ταξίδι και την πομπή που συνεχίζεται:

Η Απολογία του Διονύσου

Γεια και χαρά σας άσπιλοί μου δικαστές/ είμαι μπροστά σας/ βγάλτε νύχια και φωτιές/ η τιμωρία τρομερή/ πρέπει να βγει από τη συνάθροιση αυτή.

Κάψτε τους στίχους κάθε μελωδία μαγική/ που μας πηγαίνει σ’ άγνωστη μεριά χιμαιρική…

Γεια και χαρά του κόσμου αυτού οι δυνατοί/ είμαι μπροστά σας/ βγάλτε νύχια και χολή/ σαν τα βουνά/ που κλείνουν μέταλλα σκληρά/ και τα τρυπούν/ και την καρδιά τους την πονούν/ μα η καρδιά/ μες απ’ τα νύχια τους γλιστρά/ και τραγουδά…

Μια Φυλακή

Μια φυλακή/ πώς μας φτάσαν ως εκεί;/ μια φυλακή/ η ζωή μου φυλακή.

Χωρίς ποινή/ πώς μας φτάσαν ως εκεί;/ και δικαστή/ η ζωή μου φυλακή.

Στου Μακρυγιάννη/ πριν προλάβεις να μιλήσεις/ Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε./ Μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό/ να σκεφτόσουνα θαρρείς/ πόσο λίγο η μέρα κράτησε.

Μες στις πλατείες/ ένας καθισμένοι/ τη μοναξιά μας τη γραμμένη/ τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό/ ποιός θα πει το μυστικό/ στη ζωή μας τη χαμένη.

Στις 10 του Δεκέμβρη

Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά./ Έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα/ δεν έχει όνομα δεν έχει φαμελιά/ κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα.

Στις 10 του Δεκέμβρη πομπή φανταστική/ αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα/ στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα/ κι η άνοιξη σκεπάζει με ανθούς/ ιδανικά κορμιά αδελφωμένα.

Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό/ αρχίζει σκέφτομαι ένα αλλιώτικο ταξίδι/ για όσους ζήσαμε εκείνο τον καιρό/ κι ότι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει.

Το ταξίδι

Μια δρασκελιά Πετράλωνα- Θησείο/ δυο δρασκελιές Συγγρού- Καισαριανή/ βαθιά μες στου μυαλού μου το αρχείο/ συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή.

Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα/ μες στην καρδιά μου τα ‘χω σφραγισμένα/ τα όνειρά μας τα χαμένα.

Πρωί πρωί θα σεργιανίσω/ θα πάρω δρόμο μακρινό/ τους φίλους θ’ αποχαιρετήσω/ να ξαποστάσω πριν να ‘ρθεί το δειλινό.

Στο μακρινό ταξίδι μου θα πάρω/ όταν θα μείνω μόνος με το Χάρο/ το τελευταίο μου τσιγάρο…

Ο αυτοβιογραφικός Διόνυσος λοιπόν. Από το μακρινό πια 1985. Που ανοίγει τον κύκλο της μεταπολεμικής Ελλάδας μιλώντας χωρίς περιστροφές για τον Δεκέμβρη του ’44 για να οδηγήσει μια χωροχρονική πομπή στους δρόμους της Αθήνας μέχρι το μετέωρο βήμα της μεταπολίτευσης. Η μνήμη της πόλης και της διεκδίκησής της, οι στόχοι κι οι επιδιώξεις που απέμειναν χιμαιρικά οράματα, το ανακάλεσμα των νεκρών συντρόφων, η πικρή, κριτική ματιά στο παρελθόν και την εποχή του. Δεν καθοδηγεί απλώς ο Θεοδωράκης με τη μουσική του χειρονομία αυτή τη διαδρομή στο χώρο και τον χρόνο αλλά πιστεύω πως επαναδιαπραγματεύεται τον ορίζοντά της. Κι αν παρέθεσα αποσπάσματα από τους στίχους των τραγουδιών είναι γιατί διαβάζοντάς τους και ακούγοντας τα τραγούδια διαπιστώνει κανείς μια βαθιά μελαγχολία, που μόνο εξεγερσιακή μπορεί να χαρακτηριστεί. Γιατί μπορεί να κρύβει παράπονο και επώδυνους απολογισμούς μα όχι παραίτηση. Ο Θεοδωράκης μετατρέπει την προσωπική απογοήτευση και το διαφαινόμενο αδιέξοδο της εποχής σε επιτακτικό ερώτημα προς τον ακροατή για αναζήτηση και διεκδίκηση υπέρβασης της συγκυρίας και σε αίτημα αφύπνισης. Όπως έκανε πάντα.

Κι ακόμα ο Διόνυσος, με την ανάγκη του δημιουργού του για αυτή την αναστοχαστική αναδρομή, μας μιλά από το βάθος του χρόνου για την επιθυμία του να γραφεί στον τάφο του το αισχύλειο επίγραμμα «Πολέμησε τον Δεκέμβρη του ‘44» και να πεθάνει «σαν κομμουνιστής». Η ανθρωπότητα έκανε άλματα σε τόσους τομείς μα ούτε μισό βήμα στη χειραφέτησή της και την αυτογνωσία της. Το βήμα εκείνης της γενιάς απέμεινε μετέωρο. Και κάθε καινούργιο βήμα αιωρείται κι αυτό μέσα στον ιστορικό χρόνο σα να μην έχει προγόνους μήτε μέλλον. Γιατί έχουν κοπεί τεχνηέντως τα νήματα κι έχουν μείνει στην ουσία ανερώτητα και αναπάντητα τα αδιέξοδα. Απλά ρίχτηκαν στο ανάθεμα. Σα να ήταν νομοτέλεια η ήττα.

Πιστεύω λοιπόν πως ο Μίκης θέλησε με την επιστολή του προς το ΚΚΕ να διασφαλίσει διακηρυκτικά μπροστά στον θάνατό του, από την ευτελή συνάφεια της δημόσιας σφαίρας, τα τιμαλφή της ζωής του: Έλληνας κομμουνιστής μουσουργός.

Η μουσική του ταξιδεύει ήδη στο χρόνο, όπως κάθε τέχνη υψηλή που εξέφρασε αυθεντικά την εποχή της και αφουγκράζεται τα επερχόμενα. Περιμένει πάντα τις χειρονομίες, τις φωνές, τις ενορχηστρώσεις, τα ακροατήρια που θα απελευθερώσουν το ουτοπικό της φορτίο. Μας προσκαλεί και μας να συναντιόμαστε μαζί της χωρίς τις παρωπίδες της συνθηκολόγησης. Ας μην αφήσουμε κι αυτό το νήμα να κοπεί.

Διόνυσος

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης

Ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης

Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης

Κιθάρα & μπαγλαμάς: Στέλιος Καρύδας

Κλασική κιθάρα: Στέλλα Κυπραίου

Ακουστική κιθάρα: Μπάμπης Λασκαράκης

Τσέλο: Πλούταρχος Ρεμπούτσικας & Στέλιος Ταχιάτης

Μπάσο: Νίκος Τσεσμελής

Κρουστά: Νίκος Αντύπας & Σπύρος Λιβιεράτος

Φλάουτο: Στέλλα Γαδέδη

Όμποε: Κλωντ Σιελιέ

Διεύθυνση χορωδίας: Αντώνης Κοντογεωργίου

Τραγούδι: Θανάσης Μωραΐτης & χορωδία

Δίσκος: Διόνυσος (Σείριος, 1985)
Ο Ανδρέας Μαράτος είναι ζωγράφος, υποψήφιος διδάκτορας φιλοσοφίας, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και συγγραφέας του βιβλίου Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του, Ιανός, 2014.
Πηγή: iEidiseis