Δεν βλέπω στη μικρομέγαλη Πάτρα κάτι το ιδιαίτερο και μοναδικό, που να την ξεχωρίζει από άλλες πόλεις του κόσμου.
Στην αρχιτεκτονική της συναντάς γνωρίσματα που τα βρίσκεις παντού. Ολίγον μπαρόκ των άγγλων αποικιοκρατών, που το βρίσκεις στις πρώην αποικίες τους των δυτικών και ανατολικών Ινδιών. Στοές προβηγκιανές στα πεζοδρόμια, σύμφωνα με τα σχέδια του ελληνογάλλου Βούλγαρη –επιλογή του Καποδίστρια– φαβέλες Ρομά, νεοκλασικά της ψευτο–belle epoque, κακόγουστο μοντερνισμό δημόσιων κτιρίων και πολυκατοικίες, πλήθος αμέτρητο, ίδιες και απαράλλακτες, όπως παντού –από την Ιπανέμα του Ρίο Ντε Τζανέιρο μέχρι το Βλαδιβοστόκ.
Και εννοείται ότι όλοι μας έχουμε την ίδια νευροβιολογική δομή, σώμα που θέλει φαγητό και έρωτα, εγκέφαλο άπληστο για ζωή, που γνωρίζει ότι κάποια μέρα θα έλθει ο θάνατος. Οι χαρακτήρες των συμπολιτών μου και οι περιστάσεις της ζωής μας διαμορφώνονται από διαχρονικούς και παγκόσμιους κανόνες συμπεριφοράς. Τώρα μάλιστα που όλοι επί γης τελούν υπό την κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, οι συμπολίτες μου κι εγώ ανήκουμε σε δύο κατηγορίες αντιτιθέμενες, αλλά κι ενίοτε διαπλεκόμενες. Σε αυτούς που πιστεύουν σε αυτή την αρχή και σε αυτούς που επιδιώκουν την ανατροπή της. Έστω μια κάποια άλλη λύση. Ο κόσμος πια είναι ένα μεγάλο Νοσοκομείο και ένα μεγάλο Ξενοδοχείο και η Πάτρα ένα ράντζο σ’ ένα διάδρομο.
Ωστόσο, υπάρχει ένας μύθος γοητευτικός και επαληθεύσιμος για την πόλη. Είναι αυτός της Πύλης προς τη Δύση. Από το λιμάνι της απόκτησε δύναμη και ισχύ, από τη θάλασσα. Οι Ρωμαίοι δημιούργησαν την πόλη και το λιμάνι ως είσοδό τους στην Ελλάδα. Κατ’ αντιστροφή μετατράπηκε ως Πύλη προς τη Δύση. Έτσι πέρασαν από δω ο Κικέρων, ο Αντώνιος κι η Κλεοπάτρα πριν το Άκτιο, ο Ηρώδης ο Αττικός. Στον ύστερο Μεσαίωνα από τα όστρακα του Πατραϊκού οι Ρωμανιώτες Εβραίοι παρήγαγαν και εμπορεύονταν την πορφύρα. Ο Βενιαμίν της Τουδέλης βρήκε εδώ τρεις συναγωγές και θρυλείται πως για ένα διάστημα έζησε κι ο ιδρυτής της εκστατικής Καββάλα, Αμπουλαφιά. Επί Οθωμανών ήταν κέντρο εξαγωγικού εμπορίου. Στον πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους από το λιμάνι της εξαγόταν η σταφίδα. Στον δεύτερο, τα μεγάλα καράβια μετέφεραν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από τα Βαλκάνια στον Νέο Κόσμο και προς το τέλος του αιώνα, κρυμμένους στα αμπάρια των καραβιών πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και του Αφγανιστάν στη Δυτική Ευρώπη. Μερικοί εξ αυτών, συγγραφείς και εικαστικοί, κατέγραψαν το πέρασμά τους από την πόλη. Η πόλη κατέστη ένα κεφάλαιο του διαχρονικού έπους των μεταναστεύσεων.
Θα πρότεινα, λοιπόν, ως τοπόσημο της πόλης, το χαμηλό βουνό της Βαράσοβας, με τρεις χαράδρες να πέφτουν σαν χαϊμαλιά από την κορυφή του στα νερά του Πατραϊκού. Το βουνό είναι ακριβώς απέναντι από την κεντρική προβλήτα του λιμανιού της πόλης στην Ρούμελη. Πλάι του προς δυσμάς οι Πατρινοί βλέπουν να δύει ο ήλιος στη θάλασσα. Ένα βουνό που το αποθανάτισε ο Λε Κορμπιζιέ κατά το ταξίδι του στην Ελλάδα. Ο Καβάφης έγραψε για την ωραιότητά του το 1901. Είναι ο φάρος που διαφωτίζει το όνειρο του ταξιδιού προς τη Δύση.
Άλλως θα πρότεινα τις σκάλες της Αγίου Νικολάου, που από την κορυφή τους βλέπεις την Βαράσοβα και τη θεαματική δύση του ήλιου. Είναι οι ψηλότερες σκάλες της Ελλάδος. Για τους σινεφίλ θυμίζουν Οδησσό και θωρηκτό Ποτέμκιν, για τους πιστούς χριστιανούς τον Ιωάννη της Κλίμακος, για τους ποιητές τα υψηλά σκαλιά της ποιήσεως. Η φλογερή νεολαία έχει συλλάβει τη συμβολική και αισθητική αξία τους. Γι’ αυτό και στην κορυφή τους, πίνοντας και καπνίζοντας οργανώνει πάρτι, στήνει οθόνες για μικρά φεστιβάλ κινηματογράφου.
Θα μπορούσε, βέβαια, να έχουμε ένα εικαστικό έργο στην προβλήτα της Αγίου Νικολάου, με μια οικογένεια προσφύγων να κοιτάζει προς τη Δύση. Η μητέρα με χιτζάμπ.
Αλλά τα τοπόσημα είναι απρόοπτα. Θα μπορούσε να ξετρυπώσει ένα από το πουθενά. Μια ξερολιθιά –ας πούμε– σε μια άκρη ανατολικά της πόλης, εκεί που σμίγει με το βουνό του Παναχαϊκού, με μία συκιά μόνη κι αυτάρκη δίπλα της. Ίσως να είχαν ποτιστεί –συκιά και ξερολιθιά– κάποτε με αίμα αδικοχαμένου αντάρτη ή ερωτευμένου.
O Βασίλης Λαδάς είναι ποιητής και συγγραφέας.
Πηγή: Η Εποχή