Αν κανείς αναζητούσε τον αριστερό ιδεότυπο, θα έλεγε πως τούτος απεικονίζεται στον άνθρωπο εκείνο που μάχεται, νυχθημερόν και παντοιοτρόπως, για να απελευθερωθεί, κι εκείνος και οι συνάνθρωποι, από το «βασίλειο της ανάγκης», τον αδυσώπητο, δηλαδή, καταναγκασμό του καπιταλισμού και της αγοράς. Που καταγγέλλει διαρκώς και με επίταση την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, που στέκει, ουρλιάζοντας, στο πλευρό του αδικημένου, αλληλέγγυος, πέρα και μακριά από συστημικές φιλανθρωπίες. Που βδελύσσεται τον πλούτο, ο οποίος, πάντα μα πάντα, σωρεύεται με το αίμα του εργάτη, διαχωρίζει τις πραγματικές ανάγκες από τις πλασματικές, δεν χειραγωγείται από την επιθετική διαφήμιση και αναγνωρίζει τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος.
Ο αριστερός ιδεότυπος, θα έλεγε κανείς, πως απεικονίζει τον άνθρωπο εκείνο που τολμά να πρωτοπορεί. Που ανθίσταται, επίσης ουρλιάζοντας, στην ιδεολογική ηγεμονία του καπιταλισμού, δεν καταφάσκει στην επονομαζόμενη «κοινή γνώμη», ούτε τη θωπεύει, αναγνωρίζοντας, απεναντίας, πως τούτη είναι, συχνότατα, ένα ακόμα κατασκεύασμα. Που δεν σύρεται από τον, ευεπίφορο σε συντηρητικά ιδεολογήματα, αλλοτριωμένο εργάτη, δεν κολακεύει τη συνείδησή του αλλά τον φέρνει προ των ευθυνών του έτσι ώστε, ως ιστορικό υποκείμενο, ο προλετάριος να επιτελέσει τον ιστορικό του ρόλο, αυτόν του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Για τον αριστερό, άξιος δεν είναι ο κάτοχος πληρωμένων ακαδημαϊκών τίτλων, ο –πάντοτε στην Εσπερία- σπουδαγμένος τεχνοκράτης, αλλά εκείνος που μεροληπτεί υπέρ των πολλών, ακόμα κι αν δεν διαθέτει ούτε ένα «τυπικό προσόν». Και είναι κρατιστής, όταν μιλά για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας –φως, νερό, σχολεία, νοσοκομεία- και οραματικά, ιδανικά αναρχικός, υπέρ της «απορρόφησης του κράτους μέσα σε μια κοινωνία που αυτοδιοικείται».
Είναι, επίσης, καταφανώς διεθνιστής κι αντι-εθνικιστής, αφού «οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα». Το πρόταγμα της ελευθέρωσης των από κάτω από τις αλυσίδες των εκμεταλλευτών παραμένει διαρκές ενώ η εμπέδωση των συνόρων ως νοητής κατασκευής τον τοποθετεί πέρα μακριά από κάθε λογής πατριδοκαπηλείες.
Και, εννοείται πως, διαθέτει μιαν όλως άλλη κουλτούρα από την κρατούσα, συστημική. Κουλτούρα, καταρχάς, συντροφική: η αλληλεγγύη δεν είναι για τον αριστερό μοναχά το όπλο των λαών αλλά έθος καθημερινό. Πορεύεται μ΄ αυτήν και συνδιαλέγεται με τους πάντες, πρωτίστως δε με τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Εκλαμβάνει τη διαφορετική αντίληψη ή τη διαφωνία ως πλούτο ιδεολογικό, δίχως να καταβάλλεται από το φόβο του Άλλου.
Διακρίνεται, επίσης, για την αισθητική του: πέρα και μακριά από τη βιομηχανία των πολιτισμικών υποπροϊόντων, πέρα και μακριά από κάθε λογής υφολογικές ή γλωσσικές υπεραπλουστεύσεις, «την ψάχνει» διαρκώς κάτω από τις γραμμές. Λαϊκός επί της ουσίας, διαχωρίζει το εύπεπτο που χειραγωγεί από τη δύσπεπτο ουσιώδες με τις πολλαπλές διανοητικές απαιτήσεις.
Όμως, ο βεμπεριανός ιδεότυπος είναι μια νοητή κατασκευή που φλερτάρει με την ουτοπία και περιγράφει όχι εμπειρικά αλλά εξιδανικευμένα πρότυπα. Ο δε αριστερός ιδεότυπος παραμένει όντως μια εκκρεμότητα: θολή, διανοουμενίστικη και, πάντα μα πάντα, αριστερίζουσα.
Χρησιμοποιώντας τον, όμως, ως εργαλείο για την ανάλυση του κοινωνικού πράττειν, συγκρίνοντας τον ιδεατό τύπο με τον εγκόσμιο, έχουμε πολλά να μάθουμε.
Αν, έτσι, ο αριστερός άνθρωπος, σε ένα περιβάλλον ιστορικής ασυνέχειας, μετά και την πτώση του τείχους, αδυνατεί να επανευφεύρει τον εαυτό του, φοβούμενος τη μαχητική εκδοχή του, και καταφάσκει σε σοσιαλδημοκρατικά ημίμετρα, πατώντας και στη βάρκα του αστισμού και στην ταπεινότερη του λαού, τούτο δεν είναι λύση. Η πολιτική παρρησία, με την οποία θα επαναπροσεγγιστούν όλα εκείνα τα παλαιά θέσφατα που ριζοσπαστικοποίησαν, σε όχι πολύ μακρινές εποχές, την κοινωνία, είναι, καταρχάς, αναγκαία για την καθεμιά και τον καθένα. Εάν δεν τοποθετηθούμε ξανά πέραν και των ιδεών του (αστικού) Διαφωτισμού, αν δεν μιλήσουμε ξανά, δίχως ηθικολογίες, για τις ιδέες εκείνες που έφερναν, όσες φορές την έφεραν, την αριστερά σε ηγεμονική θέση εντός της κοινωνίας, οι μάχες θα χάνονται. Και της γης οι κολασμένοι θα παραπαίουν, βυθιζόμενοι σε νέα ιδεολογικά σκοτάδια.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Arti News