Macro

Αναζητώντας δυνατότητες ενάντια στην έκλειψη της πολιτικής

Αν περιγράφαμε το «αίτημα» της συλλογής δοκιμίων «Μέσα χωρίς σκοπό: σημειώσεις για την πολιτική» και «Τι είναι μια διάταξη;» με μια φράση, αυτή θα ήταν: η κατανόηση των δομικών υλικών της «έκλειψης της πολιτικής», όπως τη βιώνουμε σήμερα, και ο αναστοχασμός των δυνατότητων μιας κοινότητας που θα αναλάμβανε το εγχείρημα μιας διαφορετικής ηθικοπολιτικής χειρονομίας. Το πιο πρόσφατο δοκίμιο, με τίτλο «Τι είναι μια διάταξη;» («Che cos’è un dispositivo?») δημοσιεύτηκε το 2006 στα ιταλικά ως αυτόνομο βιβλίο. Τα υπόλοιπα δοκίμια, γραμμένα όλα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, προηγουμένως δημοσιευμένα τα περισσότερα σε περιοδικά ή στον ημερήσιο Τύπο, αποτέλεσαν τελικά το 1996 τη συλλογή «Μέσα χωρίς σκοπό: Σημειώσεις για την πολιτική» («Mezzi senza fine: Note sulla politica»). Αν και τα κείμενα γράφτηκαν αρκετά χρόνια πριν, η πρόσφατη ελληνική έκδοση επιβεβαιώνει την αναλυτική διαύγεια και την αναζωογονητική ποιητική της φιλοσοφίας του Τζιόρτζιο Αγκάμπεν.

Αποδίδουμε τη διαύγεια της ανάλυσης στον τρόπο με τον οποίο ο Αγκάμπεν κατανοεί μεθοδολογικά τα πολιτικά παραδείγματα από τα οποία αφορμάται: ως στοιχεία ενός γένους τα οποία, απομονώνοντάς τα από τη συμβατική κατηγοριοποίησή τους και σε μια απόσταση ικανή να ξεθολώνει το βλέμμα, αναδεικνύονται σε εννοιολογικούς δείκτες και εργαλεία ποιητικής επαναχαρτογράφησης του πολιτικού τοπίου. Η ποιητική τού κειμένου δεν είναι μια αισθητική επιλογή, αλλά υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Αγκάμπεν αντιλαμβάνεται τη γλωσσική ύπαρξη και έκφραση ως, κατεξοχήν, ηθική και πολιτική εμπειρία.

Οι πολιτικές έννοιες τις οποίες αναπτύσσει στο «Μέσα χωρίς σκοπό: Σημειώσεις για την πολιτική», «η γυμνή ζωή», «η μορφή-ζωής», «η κατάσταση εξαίρεσης ως το παράδοξο της κυριαρχίας», «το στρατόπεδο ως ο νόμος της νεωτερικότητας», «η κοινότητα που έρχεται», η εμπειρία της «γλωσσικής ύπαρξης» αποτελούν εδώ και τρεις δεκαετίες κεντρικά θέματα εκτενούς ανάλυσης μιας σειράς βιβλίων του. Η συμπερίληψή τους στην ελληνική έκδοση μαζί με το δοκίμιο για την έννοια της διάταξης δίνει την ευκαιρία να διαβαστούν ως ένας μικρός, αλλά πυκνός χάρτης του φιλοσοφικού στοχασμού του, ο οποίος εστιάζει στην ανάδειξη κριτικών εργαλείων για την ιχνογράφηση της πολιτικής δυνατότητας μιας μη-κυριαρχημένης ζωής, παρά στην αποτύπωση μιας φορμαλιστικής φιλοσοφικής γραμματικής ή πολιτικής θεωρίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, από το φουκωικό «dispositif», που μεταφράσαμε ως διάταξη, εκκινεί η εννοιολόγηση μιας διαδικασίας πολλαπλασιασμού φασματικών ατομικών ταυτοτήτων, μιας «θλιβερής μασκαράτας» που αναπαράγεται εντός των καπιταλιστικών κοινωνιών του θεάματος και μέσω των διατάξεών τους· πλάι, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά του προσώπου, του «ανεπανόρθωτα εκτεθειμένου είναι του ανθρώπου και του μοναδικού τόπου κοινότητας»· αναζητούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα μαζί με τη Χάνα  Άρεντ και επισημαίνεται ο βιοπολιτικός χαρακτήρας τη εξουσίας· γράφεται ένα πολιτικό ημερολόγιο από έναν τόπο εξορίας· σημειώνονται κρίσιμες πολιτικές στιγμές της νεωτερικότητας, όπως η Τιμισοάρα και ο Μάης της Τιενανμέν, σε συνομιλία με τα «Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος» του Γκι Ντεμπόρ. Ο Αγκάμπεν παρατηρεί επίμονα, χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα, τη φρίκη του  Άουσβιτς, της Ομάρσκα και της συνέχειάς τους, τρόπον τινά, στο κυρίαρχο δημοκρατικό έθνος – κράτος, την τρομοκρατία ως μηχανισμό μόνιμης διακυβέρνησης, το θεμελιώδες χαρακτηριστικό τής κυρίαρχης εξουσίας να διολισθαίνει όλο και πιο ξεδιάντροπα «προς τις πλέον σκοτεινές περιοχές μιας αστυνομικής επιχείρησης». Ταυτόχρονα μ’ αυτές τις θεάσεις, με μια καίρια φιλοσοφική χειρονομία, καταδεικνύει τη -χαρακτηριστική για το ανθρώπινο είναι- δυνατότητα να βιώνουμε το κοινό ως τον μη-ιδιοποιήσιμο πολιτικό τόπο τής «γλωσσικής εμπειρίας του μη-γλωσσικού».  Έναν τόπο δυνατότητας, μέσων, χωρίς προδιαγεγραμμένο σκοπό.

Στο πλαίσιο μιας διαρκούς κρίσης τού μοντέλου της αστικής δημοκρατίας, που φαίνεται ολοένα και περισσότερο να τείνει προς έναν νέο δεσποτισμό και του οποίου οι πολίτες φαίνεται να δέχονται άνευ προηγουμένου περιορισμούς των ελευθεριών τους, ο φιλόσοφος μας ρωτά για πόσο καιρό θα είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε σε μια κατάσταση εξαίρεσης που συνεχώς παρατείνεται και αποπολιτικοποιείται. Αν, για παράδειγμα, καταφέρουμε να μην προσπεράσουμε βιαστικά τον φόβο απέναντι στην παρούσα κοινωνική συνθήκη, εν μέσω πανδημίας και μιας εγκαθιδρυμένης έκλειψης της πολιτικής, αλλά τον αναγνωρίσουμε ως ένα καίριο και οντολογικά θεμελιώδες συναισθηματικό άνοιγμα που μας προτρέπει να σκεφτούμε την ελευθερία του ζην, μπορούμε ίσως να θυμηθούμε την πραγματική μας, κοινώς, πολιτική φύση ως μια ανοιχτή δυνατότητα, εγκαταλείποντας τη «γυμνή ζωή» στην ηθικοπολιτικά παρακμάζουσα κυρίαρχη εξουσία.

 

Θάνος Ζαρταλούδης – Αθηνά Παπαναγιώτου

Πηγή: Η Αυγή