Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν το σχετικά μακρινό 2017 ήταν το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ». Τα ξημερώματα της 10ης Σεπτεμβρίου 2017, στο ηλικίας σαράντα πέντε ετών δεξαμενόπλοιο ανεφοδιασμού «Αγία Ζώνη ΙΙ» που ήταν δεμένο κοντά στη νησίδα Αταλάντη, απέναντι από τη Σαλαμίνα, ο μηχανοδηγός άκουσε έναν ήχο σαν τρίξιμο λαμαρίνας – έπειτα από δεκαπέντε λεπτά το πλοίο πήρε κλίση. Μια ώρα αργότερα, άρχισε να βυθίζεται.
Στο πλοίο, κατά παράβαση της νομοθεσίας –καθώς επιβάλλεται η παρουσία αξιωματικού καταστρώματος και μηχανής–, υπήρχαν μόνο δύο άτομα πλήρωμα, οι οποίοι έπεσαν στην θάλασσα για να σωθούν. Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές, το πλοίο βυθίστηκε ολοκληρωτικά στις 4.00 τα ξημερώματα της 10ης Σεπτεμβρίου.
Το πλήρωμα, ο καπετάνιος, που απουσίαζε και η πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν ειδοποίησαν ως όφειλαν τις λιμενικές αρχές. Αυτές ειδοποιήθηκαν μία ώρα μετά το αρχικό συμβάν από παράπλευρο φορτηγό πλοίο που είδε την εισροή των υδάτων. Ως εκ τούτου, έφτασαν με καθυστέρηση μίας ώρας. Αυτό το διάστημα ήταν κρίσιμο, διότι θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει αποτελεσματική βοήθεια και να γλιτώσουν την αρνητική εξέλιξη που ακολούθησε.
Το δεξαμενόπλοιο μετέφερε 2.194 τόνους μαζούτ και 340 τόνους ντίζελ που είχαν φορτωθεί από τα ΕΛΠΕ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού το φορτίου κατέληξε στη θάλασσα από τα ανοιχτά καπάκια των δεξαμενών, τα οποία όφειλαν να είναι κλειστά. Η πετρελαιοκηλίδα που δημιουργήθηκε απλώθηκε σχεδόν σε όλη την παράκτια ζώνη της Αττικής και προκάλεσε τεράστια οικολογική ρύπανση στο Σαρωνικό.
Το περιστατικό κλήθηκαν θα διερευνήσουν το Γ’ Ανακριτικό Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ) και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ).
Το πόρισμα του ΑΣΝΑ παραδόθηκε αρχές του 2019 στην Εισαγγελία Πειραιά για δικαστική διερεύνηση. Σε αυτό επιρρίπτονται ευθύνες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία, διότι δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τις λιμενικές αρχές, με τον Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας. Επισημαίνεται, ακόμα, ότι η διαρροή του πετρελαίου ξεκίνησε με το που πήρε κλίση το πλοίο. Αν τα καπάκια των δεξαμενών ήταν κλειστά, το πλοίο θα είχε βυθιστεί μεν, αλλά τα καύσιμα δεν θα είχαν διαφύγει από αυτές.
Το πόρισμα κατέληξε στο συμπέρασμα της δολιοφθοράς. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «κανείς από τους ανωτέρω δεν επεδίωκε την σωτηρία του πλοίου, αντίθετα όπως φαίνεται ο στόχος ήταν να αφεθεί το πλοίο να βυθιστεί ανενόχλητο και αβοήθητο. Τούτο καταδεικνύει ότι επρόκειτο για προσχεδιασμένη επιδίωξη που η εξέλιξή της δεν έπρεπε να διαταραχθεί». Από αυτή την εξέλιξη οικονομικό όφελος αποκόμισαν «οι εταιρείες στις οποίες έχει ανατεθεί από τον πλοιοκτήτη να διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις της απορρύπανσης».
Το πόρισμα του ΕΜΠ ανέφερε πως το δεξαμενόπλοιο βυθίστηκε μέσα σε λιγότερο από τρεις ώρες, λόγω μίας ισχυρής έκρηξης στη δεξιά πλευρά.
Και στις δύο περιπτώσεις τα πορίσματα κάνουν λόγο για δολιοφθορά, αλλά με διαφορετική μεθοδολογία.
Το 2020, η WWF Ελλάς, «λόγω των καθυστερήσεων και της σοβαρής υπέρβαση των εύλογων χρονικών ορίων της ανάκρισης», υπέβαλε αναφορά στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ώστε να υπάρξει πρόοδος στη διερεύνηση των αδικημάτων και παραπομπή σε δίκη.
Το 2024, επτά χρόνια μετά, και λίγο πριν το αδίκημα παραγραφεί, ανακοινώθηκε από την αρμόδια Εισαγγελία ότι στις 24 Οκτωβρίου 2024 θα ξεκινήσει η δίκη εναντίον πέντε ατόμων για σκόπιμη διαρροή μαζούτ και ντίζελ με σκοπό να αποκτήσουν τρίτοι οικονομικά οφέλη από την πολλών εκατομμυρίων δολαρίων επιχείρηση καθαρισμού.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ενημέρωση του «International Oil Pollution Compensation Funds» (IOPC) που κλήθηκε να αποζημιώσει για την περιβαλλοντική ρύπανση που προκλήθηκε, οι εταιρείες που κλήθηκαν να καθαρίσουν τον Σαρωνικό έχουν υποβάλει τριάντα τέσσερα αιτήματα πληρωμής συνολικού ύψους 89,5 εκ. ευρώ. Μέχρι σήμερα, το IOPC έχει εγκρίνει πληρωμές 16 εκ. ευρώ.
Αν και η απόφαση της Εισαγγελίας δημοσιοποιήθηκε σε αρκετά μέσα ενημέρωσης, από τις 24 Οκτωβρίου 2024 που επιτέλους είναι σε εξέλιξη σε πρώτο βαθμό η δίκη, δεν παρίσταται κανείς ως πολιτική αγωγή. Συγκεκριμένα, τα υπουργεία Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος δεν παρίστανται στη δίκη προκειμένου να υποστηρίξουν την κατηγορία σε βάρος του πλοιοκτήτη και της εταιρείας απορρύπανσης.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, το υπουργείο Ναυτιλίας ξεκίνησε τη διαδικασία για να ενημερωθούν οι δημοτικές αρχές που επλήγησαν από το ναυάγιο και τη ρύπανση που αυτό προκάλεσε, έτσι ώστε να καταθέσουν εμπρόθεσμα αίτηση αποζημίωσης ή αγωγής οι ενδιαφερόμενοι. Τότε, μεταξύ άλλων δήμων είχε καταθέσει αίτημα αποζημίωσης αλλά και μηνυτήρια αναφορά ο Δήμος Γλυφάδας και ο Δήμος Αλίμου. Όμως, από αυτούς τους δύο Δήμους ουδείς παρίσταται στη δίκη που είναι σε εξέλιξη από τις 24 Οκτωβρίου 2024.
Είναι άκρως προβληματικό πως ούτε τα υπουργεία, ούτε οι Δήμοι, ούτε άλλος δημόσιος φορέας παρίσταται στην δίκη προκειμένου να υποστηρίξει την κατηγορία σε βάρος των προσώπων που προκάλεσαν το ναυάγιο. Μάλιστα, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην έναρξη της δίκης, υπάρχει κίνδυνος οι κατηγορίες να καταπέσουν λόγω παραγραφής της υπόθεσης.
Όποιος παρακολουθεί τον τρόπο διαχείρισης από τη δικαιοσύνη μεγάλων ζητημάτων που ταλανίζουν τη χώρα τα τελευταία χρόνια μπαίνει στον πειρασμό να μιλήσει για την ύπαρξη ενός μοτίβου που επαναλαμβάνεται. Τα χαρακτηριστικά του είναι η σοβαρή ολιγωρία στη διερεύνηση των υποθέσεων, οι ουσιαστικές παραλείψεις στη διαδικασία δικαστικής διερεύνησης όταν αυτή επιτέλους ξεκινά, και ο κρίσιμος ρόλος των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών προκειμένου να επισημάνουν τις ολιγωρίες και να πιέσουν ακόμη και με δικαστικά μέσα ώστε να ξεβαλτώσουν κάποιες καταστάσεις.
Η προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελούν πρόταγμα επιβίωσης, υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα.
Είναι, επίσης, κοινός τόπος ότι, από τη στιγμή που συνέβη το περιβαλλοντικό έγκλημα της βύθισης του δεξαμενόπλοιου και της μεγάλης έκτασης ρύπανσης που προκλήθηκε, είναι απαραίτητο τουλάχιστον να διασφαλιστεί ότι οι ευθύνες θα αποδοθούν με παραδειγματικό τρόπο και ότι μέσα από την εξονυχιστική ανάλυση των αιτιών θα βγούμε καλύτερα προετοιμασμένοι για να προλάβουμε ή να ελέγξουμε αντίστοιχα ατυχήματα στο μέλλον.
Αν συμφωνούμε ότι εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να γίνεται η συζήτηση, είναι ανεξήγητη η απουσία των νομικών υπηρεσιών των υπουργείων που προΐστανται από την σε εξέλιξη ακροαματική διαδικασία. Επιπλέον, αυτή η στάση στέλνει τα λάθος μηνύματα σε όσους επιχειρήσουν στο μέλλον να χρησιμοποιήσουν ανάλογες πρακτικές.