Συνεντεύξεις

Αλβάρο Λινέρα: Το κράτος, η αντι-εξουσία και ο μετα-φασισμός: Από τον Πουλαντζά στις μέρες μας

Μέρος τρίτο: Αντι-εξουσία και δυαδική εξουσία

Υποστηρίζεις ότι η τυπική και ουσιαστική εξουσία του καπιταλιστικού κράτους, κατά ένα παράδοξο τρόπο, συγκροτείται και μετασχηματίζεται συνεχώς από μια άλλη εξουσία «από τα κάτω»: από μια μορφή «αντι-εξουσίας» που ασκούν οι υποτελείς τάξεις. Τα κοινωνικά κινήματα, τα δίκτυα της ταξικής πάλης και οι λαϊκές εξεγέρσεις αποτελούν, επομένως, την πρόκληση και την κινητήρια δύναμη, την αποσταθεροποιητική δύναμη και την πηγή αναδιάρθρωσης της πολιτικής μορφής του κράτους. Όμως, στην εποχή μας υπάρχουν τρόποι κοινωνικής κινητοποίησης που φαίνεται να μην εντάσσονται στο θεωρητικό πλαίσιο του Νίκου Πουλαντζά, και τις οποίες οι μαρξιστές συχνά υποβιβάζουν στην κατηγορία των «δευτερευουσών» ή «παράγωγων» συγκρούσεων. Πέρα από τα οικονομικά αιτήματα, τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα μιλούν τη γλώσσα της οικολογίας, του φεμινισμού και του αντιρατσισμού. Μου έρχονται στο νου, για παράδειγμα, η παγκόσμια «τρανσφεμινιστική απεργία» που κήρυξε το κίνημα Ni Una Menos [Ούτε μία λιγότερη] της Αργεντινής και διάφορες προσπάθειες συντονισμού της «παγκόσμιας απεργίας για το κλίμα» που ξεκίνησε η νέα γενιά περιβαλλοντικών ακτιβιστών…

Είναι σαφές ότι οι κοινωνικές δομές σήμερα είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκες και διαφοροποιημένες από ό,τι ήταν πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια, όταν ο Νίκος Πουλαντζάς έκανε τις μελέτες του. Έχουν αναδυθεί άλλες συλλογικές ανησυχίες, όπως για το περιβάλλον και για την πρόσβαση στο νερό, κάποια σημαντικά κινήματα, όπως το φεμινιστικό και το ιθαγενικό, έχουν ενισχυθεί, ενώ κάποια άλλα, όπως το συνδικαλιστικό κίνημα, έχουν αποδυναμωθεί λόγω του κατακερματισμού και της περιστασιακής απασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, αυτό δεν ακύρωσε ούτε αντικατέστησε τη σημασία των παλαιότερων αιτημάτων και κινημάτων, όπως αυτών που διεκδικούν την πρόσβαση των αγροτών στη γη, την «αποφυλετικοποίηση» της εξουσίας με στόχο τη στήριξη των αυτόχθονων και των αφρικανικής προέλευσης πληθυσμών, την αύξηση των μισθών με στόχο την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, την πρόσβαση σε αξιοπρεπείς βασικές υπηρεσίες για τους ανθρώπους που ζουν στα περίχωρα των πόλεων, την εθνικοποίηση επιχειρήσεων προς όφελος όλου του πληθυσμού, το δικαίωμα στη δημόσια υγεία και εκπαίδευση, την παροχή αξιοπρεπών συντάξεων κ.λπ. Ενίοτε, οι αγώνες για την ταυτότητα είναι περισσότερο προβεβλημένοι και καταφέρνουν να διασυνδέονται με άλλες αντιπαραθέσεις∙ μετά από ένα διάστημα, τη σκυτάλη παίρνουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες ή οι διεκδικήσεις για την πρόσβαση στη γη, κ.λπ. Δεν υπάρχει αγώνας που είναι γραφτό να ηγείται άλλων ή να τους υπερκαθορίζει. Η πρωτοπορία είναι πάντοτε ενδεχομενική. Έτσι ήταν πάντα, και έτσι θα συνεχίσει να είναι.

Επίσης, παρ’ ότι σήμερα υπάρχουν ευνοϊκότερες συνθήκες κοινωνικής διασύνδεσης που συμβάλλουν στον συγχρονισμό των κινητοποιήσεων σε ηπειρωτική κλίμακα, τον μεγαλύτερο πολιτικό αντίκτυπο έχουν οι κινητοποιήσεις που πραγματοποιούνται σε εθνικό-κρατικό επίπεδο. Αυτό είναι το θεμελιώδες πεδίο συνοχής και ισχυρών κοινών δεσμών της κοινωνίας (ίδια ιστορία, κοινά αγαθά, συλλογικές αναπαραστάσεις). Παρά το δίκτυο των παγκόσμιων αλληλεξαρτήσεων που προωθούν οι αγορές, δεν υπάρχει σήμερα κάποιος άλλος χώρος κοινωνικής ενοποίησης, πραγματικός ή φανταστικός, από το κράτος. Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι κοινωνίες, για να αντιμετωπίσουν τον πρωταρχικό φόβο, τον φόβο του θανάτου που πυροδότησε, το 2020, ο Covid-19, στράφηκαν στο κράτος. Τότε, οι αγορές σίγησαν, οι διεθνείς οργανισμοί έκρυψαν τα κεφάλια τους στην άμμο όπως οι στρουθοκάμηλοι, οι πολυεθνικές εταιρείες αναζήτησαν την προστασία των χωρών προέλευσής τους, και όταν χρειάστηκε να αγοραστούν μάσκες, αναπνευστήρες και εμβόλια υψώθηκαν εθνικές σημαίες Όπως υποστήριξε ο Μαρξ, πριν από εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια, κάθε επαναστατικός αγώνας έχει πρωτίστως «εθνικό χαρακτήρα», ακόμη και αν για να θριαμβεύσει χρειάζεται να διεθνοποιηθεί. Η διεθνοποίηση των αγώνων πρέπει πάντα να επιδιώκεται. Αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η αρχή γίνεται στο εθνικό-κρατικό επίπεδο.

Ένα αμφιλεγόμενο σημείο στη σκέψη του Πουλαντζά αφορά την αντίληψή του για την ιστορική μετάβαση και την πολιτική στρατηγική που προτείνει με στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού. Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου του Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός, ο Πουλαντζάς σκιαγραφεί μια διπλή στρατηγική, η οποία συναρθρώνει ετερογενείς αλλά εναρμονισμένες μεταξύ τους πολιτικές πρακτικές: από τη μια πλευρά, την άσκηση πολιτικής διακυβέρνησης μέσω του κρατικού μηχανισμού που έχουν καταλάβει τα αριστερά κόμματα∙ από την άλλη, την αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία που συγκροτούν αυτόνομα κοινωνικά κινήματα. Με απλά λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτήν την προσέγγιση, που πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί και να ιστορικοποιηθεί, ο Πουλαντζάς προσπαθεί να κινηθεί πέρα από την επιλογή μεταξύ αφ’ ενός, της στρατηγικής της σταδιακής κατάκτησης της ηγεμονίας που είχαν υιοθετήσει τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα και αφ’ ετέρου, της προοπτικής της εξέγερσης ενάντια στην ελεγχόμενη από την αστική τάξη κρατική εξουσία. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό θα μπορούσε να θυμίζει τις σύγχρονες προσπάθειες επανεξέτασης της λενινιστικής έννοιας της «δυαδικής εξουσίας».

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η πραγματικότητα είναι έτσι όπως είναι, ανεξάρτητα από τη στείρα συζήτηση μεταξύ ορισμένων αριστερών για το ποια «θα έπρεπε να είναι». Σε περιόδους ριζικής κοινωνικής αλλαγής παρατηρούμε την ύπαρξη τουλάχιστον τεσσάρων επαναλαμβανόμενων και αλληλένδετων διαδικασιών.

Πρώτον. Οι διαδικασίες αποδυνάμωσης της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης και η ανάδυση επαναστατικών δυνατοτήτων για κοινωνικό μετασχηματισμό δεν συμβαίνουν τυχαία. Είναι έκτακτες, αλλά αναπόφευκτες εξελίξεις της ιστορίας των λαών. Ας θυμηθούμε ότι, στις αρχές του 1917, ο Λένιν φοβόταν ότι δεν θα κατάφερνε να δει στη ζωή του την εκδήλωση μιας επανάστασης στη Ρωσία – μιας επανάστασης που έμελλε να ξεσπάσει δύο μήνες αργότερα. Οι κοινωνικές εξεγέρσεις ούτε κατασκευάζονται ούτε σχεδιάζονται. Εμφανίζονται σαν ηφαιστειακές εκρήξεις που πηγάζουν από τα βάθη της συλλογικής εμπειρίας. Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για την ανάδυσή τους, αλλά είναι αδύνατο να εγγυηθούμε ότι θα ξεσπάσουν. Και όταν εκδηλώνονται οι εξεγέρσεις και αρχίζει η μάχη για την καθοδήγηση της μεγάλης γνωστικής διαθεσιμότητας που, παραδόξως, έχει κάνει την εμφάνισή του σε μεγάλες ομάδες λαϊκών στρωμάτων, τότε είναι που κρίνεται η αξία της δουλειάς που, επί δεκαετίες, έκαναν τα κόμματα και οι κοινωνικές οργανώσεις στα θέματα της οργάνωσης, του διαλόγου και της πολιτικής ζύμωσης. Εδώ, στον πυρετό της δράσης (ή των δράσεων), συναντώνται ανόμοιες προτάσεις και χρονικότητες. Εδώ, η ικανότητα κατανόησης της ιστορικής στιγμής συνδυάζεται με την επείγουσα ανάγκη αλληλεπίδρασης με τις πιο επαναστατικές τάσεις που αναδύονται από τη συλλογική δράση, την αποτελεσματική τακτική της ηγεσίας, την περαιτέρω διάσπαση των δεσμών των κυρίαρχων τάξεων. Εδώ, ο κοινωνικός πρωταγωνισμός μπορεί να πάρει μια συντηρητική ή μια μετασχηματιστική τροπή.

Δεύτερον. Σ’ αυτές τις ξεχωριστές στιγμές, οι μορφές συλλογικής δράσης του κοινωνικού πρωταγωνισμού, δηλαδή η άμεση συμμετοχή ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων (μισθωτών, αγροτών, ιθαγενών, φοιτητών και φοιτητριών, γυναικών, κατοίκων διάφορων περιοχών κ.λπ.) στη συλλογική διαβούλευση για τα προβλήματά τους, είναι πιο δυναμικές και ακμαίες. Στο βαθμό που οι παλιοί θεσμοί έχουν αποδειχθεί μη λειτουργικοί ή ακόμη και ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των αναγκών της κοινωνίας, τα πιο ενεργά τμήματά της ή εκείνα με τις ισχυρότερες ρίζες σε διάφορους τόπους, αισθάνονται την υποχρέωση να συμμετάσχουν στην προβολή αιτημάτων, στη συζήτηση για την οργάνωση του αγώνα που πρέπει να γίνει, ακόμη και στη διαχείριση των τρόπων επίλυσης των τυχόν προβλημάτων. Στην πραγματικότητα δημιουργούνται μορφές «αντι-εξουσίας», ή μάλλον κοινωνικής εξουσίας σε σύγκρουση με το κράτος. Γιατί, με λόγια και με πράξεις, καταργείται το κρατικό μονοπώλιο στη διαχείριση των κοινών υποθέσεων, τις οποίες πλέον αναλαμβάνει η ίδια η κοινωνία. Δεν έχει σημασία αν αυτή η συλλογική τόλμη εμφανίζεται για να τεθεί κάποιο αίτημα στο κράτος (νόμοι για τη διαχείριση του νερού, για τις συντάξεις, για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής συμπεριφοράς των εργοδοτών, για την αναγνώριση της ισότητας ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα). Στην πραγματικότητα, οι εργατικές τάξεις «αποδυναμώνουν» την εξουσία του κράτους συμμετέχοντας στη συζήτηση για τα προβλήματα του πληθυσμού (αποδυναμώνοντας το κρατικό μονοπώλιο στο δημόσιο διάλογο), καθώς και στην εύρεση λύσεων (αποδυναμώνοντας το μονοπώλιο της γραφειοκρατίας). Με άλλα λόγια, δημιουργούνται μορφές άμεσης εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Αυτή είναι η δυαδική εξουσία. Δεν πρόκειται για ένα άλλο κράτος, γιατί αυτή η εξουσία δεν είναι μονοπώλιο. Αντίθετα, είναι ένα δικτυωμένο και πολύμορφο «μη κράτος».

Κάθε έκτακτη επαναστατική στιγμή γεννά μορφές δυαδικής εξουσίας που αντιμετωπίζουν μια μη λειτουργική ή/και επιθετική κρατική εξουσία. Αυτό το διαπίστωσε ο Μαρξ κατά την διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας το 1871∙ και παρατηρείται επίσης, σε διαφορετικό βαθμό, στις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις σε όλο τον κόσμο. Μπορούν, επίσης, να υπάρξουν έκτακτες στιγμές παθητικής κοινωνικής διαθεσιμότητας, οι οποίες δεν δημιουργούν συνθήκες δυαδικής εξουσίας. Όμως, κάθε στιγμή κοινωνικής διαθεσιμότητας με ισχυρό συλλογικό πρωταγωνισμό δημιουργεί πολλές ιδιαίτερες μορφές δυαδικής εξουσίας. Αυτό δεν εμποδίζει την κοινωνία να παράγει συχνά και άλλες μορφές αυτοοργάνωσης για την άμεση επίλυση των προβλημάτων που την αφορούν. Αλλά αυτές είναι γενικώς αποσπασματικές και τοπικές, και αναφέρονται σε τρόπους επίλυσης που αφορούν μόνο ένα μικρό αριθμό ανθρώπων. Για παράδειγμα, η χρήση του νερού που υπάρχει σε ένα ρέμα, το ψάρεμα σε ένα ποτάμι, η δημιουργία μιας βασικής υπηρεσίας σε μια εργατική γειτονιά, η διαχείριση της κοινής γης σε μια αγροτική κοινότητα κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι παραδείγματα της παραγωγικής δύναμης της ανθρώπινης συνεργασίας για την επίλυση προβλημάτων. Πρόκειται, όμως, πάντοτε για τοπικά, εδαφικά περιορισμένα εγχειρήματα. Ορισμένοι κοινωνιολόγοι τα ονόμασαν «κοινά», και αυτό είναι σωστό αν το «κοινό» περιορίζεται στους κατοίκους μιας γειτονιάς, μιας αγροτικής κοινότητας ή ενός χώρου εργασίας. Αν όμως το «κοινό» αφορά τα μέλη μιας κοινωνίας στο σύνολό της, τους περισσότερους τομείς της, είναι σαφές ότι οι εμπειρίες συνεργασίας δεν αποτελούν ένα «κοινό». Αυτό δεν περιορίζει την κοινωνική σημασία των εν λόγω μορφών αυτοοργάνωσης ως δυνητικά εφαρμόσιμων προτύπων κοινής διαχείρισης. Η συγκεκριμένη αυτοδιαχείριση είναι ακόμα πιο σημαντική στην περίπτωση των τοπικών ενώσεων που βρίσκονται σε μια εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή, όπως οι αγροτικές κοινότητες στις κοινωνίες με μεγάλο αγροτικό πληθυσμό. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις πρωτοβουλίες αναδύονται στα «διάκενα» του κράτους, εκεί όπου το κράτος δεν έχει ακόμα καταφέρει να επεκταθεί, και στους «μεθοριακούς χώρους» του καπιταλισμού, δηλαδή εκεί όπου οι μη καπιταλιστικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας (η αστική οικιακή μονάδα, η αγροτική κοινότητα) υπάγονται τυπικά στο κεφάλαιο, διατηρώντας όμως τους προϋπάρχοντες τρόπους αυτοοργάνωσης της εργασίας.

Τρίτον. Αυτές οι μορφές δυαδικής κοινωνικής εξουσίας είχαν μέχρι σήμερα εφήμερη ύπαρξη. Όπως είπαμε, αναδύονται σε περιόδους μεγάλης συλλογικής κινητοποίησης. Η αρχική παρουσία τους συνδέεται με συγκεκριμένα ζητήματα∙ μερικές φορές επεκτείνονται σε διάφορους τομείς και διάφορα θέματα, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην έξαρση του κοινωνικού ενθουσιασμού. Μερικές φορές πνίγονται στο αίμα από την αντίδραση ενός αντεπαναστατικού κράτους, που δεν μπορεί να ανεχθεί τη δυαδικότητα των εξουσιών που σχετίζονται με το γενικό καλό του κοινωνικού συνόλου. Μετά από μια στιγμή «καθαρτικού» πρωταγωνισμού, οι άνθρωποι επιστρέφουν στην προσωπική τους καθημερινότητα. Πράγματι, οι εργατικές τάξεις δεν μπορούν να βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση, χρειάζονται κάποιο χρόνο για να ασχολούνται με τις οικογενειακές και προσωπικές τους υποθέσεις∙ μετά από λίγο, επιλέγουν να αναθέσουν την εξουσία που έχει προκύψει από τους αγώνες και τις νίκες τους, καθώς και τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων σε μια νέα κρατική εξουσία με νέα κοινωνική σύνθεση, που είναι όμως μονοπωλιακή. Αυτό καταλήγει στην μετατροπή της ίδιας της νίκης τους σε μια αλλοτριωμένη νίκη που στρέφεται εναντίον τους.

Τέταρτον. Κάθε μορφή δυαδικής κοινωνικής εξουσίας δημιουργείται έξω από το κράτος και ενάντια στο κράτος, ως ένας τρόπος «εκδημοκρατισμού» των αποφάσεων και αντιμετώπισης ενός κοινού προβλήματος. Αλλά, ταυτόχρονα, η δυαδική εξουσία δημιουργείται για να διεκδικήσει κάτι από το κράτος και, αν δεν υπάρξει μια γενικευμένη ακτιβιστική δράση που να επιτρέψει την υπέρβαση της κρατικής μορφής, θα επιδιώξει να εγγράψει στο (νέο) κράτος -το οποίο θα θεσπίσει ένα νέο δίκαιο- τις νέες εστίες αναγνώρισης που θα προκύψουν μέσα από τους συλλογικούς αγώνες. Επιπλέον, το κράτος θα ανανεώσει την κοινωνική νομιμοποίησή του, αν καταφέρει να ενσωματώσει το αποτύπωμα της δυαδικής εξουσίας στη νέα έννομη τάξη της χώρας, στη θεσμική αναδιοργάνωσή της και στην κοινωνική σύνθεση των δημόσιων λειτουργών της. Για άλλη μια φορά, έχουμε να κάνουμε με μια παράδοξη σχέση. Η δυαδική εξουσία είναι αντίπαλος της εξουσίας του κράτους, αλλά από τη μέχρι σήμερα εμπειρία φαίνεται ότι καμία από τις δύο εξουσίες δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την άλλη. Στα μαθηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκροτούν ένα συνεχές. Αυτό συμβαίνει επειδή και οι δύο έχουν την ίδια υλική βάση ύπαρξης: την κοινή οντότητα μιας κοινωνίας. Το κράτος είναι το κοινό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας μέσω των μονοπωλίων. Η δυαδική εξουσία είναι το κοινό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας μέσω του πρωταγωνισμού και της κοινωνικής αυτοοργάνωσης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι Μάικλ Χαρντ και Σάντρο Μετζάντρα προτείνουν μια στρατηγική χειραφέτησης με επίκεντρο τη δυαδική εξουσία, χωρίς να παραγνωρίζουν τη σημασία του (πρόσκαιρου) αγώνα για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, ενώ ο Νίκος Πουλαντζάς προτείνει τον αγώνα για την κατάκτηση της κυριαρχίας στους κρατικούς μηχανισμούς και ταυτόχρονα την στήριξη στα αυτόνομα κοινωνικά κινήματα, και οι τρεις τους πραγματεύονται την ίδια πολυπλοκότητα της χειραφέτησης, η οποία είναι παρούσα σ’ αυτήν την παράδοξη σχέση. Η διαφορά έγκειται στην έμφαση που δίνουν στον έναν από τους δύο πόλους.

Παραμένοντας στο ίδιο θέμα, αναρωτιέμαι κατά πόσο μια ορισμένη αδυναμία στις πρακτικές της «δυαδικής εξουσίας» (με άλλα λόγια, στις μαζικές και διαρκείς πρακτικές αυτοοργάνωσης στο περιθώριο της κρατικής εξουσίας και σε αλληλεπίδραση με αυτήν) έχει συμβάλει, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην αποδυνάμωση των εμπειριών των «προοδευτικών » κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη.

Νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια καταστροφική σύγκλιση αδυναμιών. Κάποιες βρίσκονται στην πλευρά της εξουσίας, κάποιες άλλες στην πλευρά των δυνάμεων που αγωνίζονται για τη χειραφέτηση.

Στην πλευρά της εξουσίας οι οικονομικά ισχυρές τάξεις και οι πολιτικοί συνασπισμοί που τις στηρίζουν έχουν να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα οικονομικής ανάπτυξης, την έκρηξη μιας έντονης κοινωνικής αναταραχής, τη γήρανση του συστήματος αντιλήψεων που εξασφάλιζε τη νομιμοποίηση των αποφάσεών τους, και τον κατακερματισμό των πολιτικών ελίτ τους. Η εποχή της ιστορικής αισιοδοξίας και του συλλογικού ενθουσιασμού για τον νεοφιλελευθερισμό έχει τελειώσει. Η συλλογική αβεβαιότητα, οι αυτοσχέδιες και αντιφατικές οικονομικές πολιτικές που επιτείνουν την κοινωνική απόγνωση, και οι λαϊκές διαμαρτυρίες που ξεσπούν παντού, είναι ενδεικτικές μιας δομικής αδυναμίας της ηγεσίας των εθνικών και διεθνών οργανισμών. Την ίδια στιγμή, οι προσπάθειες ανασυγκρότησης των, πέραν της παραπαίουσας σοσιαλδημοκρατίας, αριστερών εγχειρημάτων αδυνατούν συνήθως να υπερβούν τον ρόλο τους ως πολιτική μειοψηφία. Και όταν το καταφέρνουν, όπως στη Λατινική Αμερική, αποτυγχάνουν να εδραιώσουν ένα νέο, βιώσιμο μοντέλο οικονομικής οργάνωσης, μετα-νεοφιλελεύθερο και πολύ περισσότερο μετα-καπιταλιστικό. Αυτό υποδηλώνει επίσης κάποια αδυναμία των χειραφετητικών αγώνων. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο βραχύβιων νικών και βραχύβιων ηττών και των δύο σχεδίων, χωρίς να υπάρχει κάποια πρόταση ικανή να επιτύχει μια διαρκή ηγεμονία, ικανή να επανεκκινήσει έναν νέο κύκλο οικονομικής οργάνωσης και μια νομιμοποίηση μακράς διάρκειας. Αυτά είναι κλασικά συμπτώματα των περιόδων μετάβασης από μια φάση οικονομικής συσσώρευσης/πολιτικής κυριαρχίας σε μια άλλη που είναι ακόμη άγνωστη. Σε αυτήν τη δίνη της περιόδου μετάβασης, όλοι οι άνθρωποι είναι αδύναμοι. Ακόμα και αν, όπως είναι φανερό, η αδυναμία των αδρανοποιημένων κυρίαρχων δυνάμεων είναι πολύ μικρότερη από εκείνη των χειραφετητικών δυνάμεων.

Όμως, αυτές είναι και οι μόνες στιγμές που η αδυναμία των αδύναμων μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη. Στις εποχές που η οικονομική ανάπτυξη, η σταθερότητα και ο κοινωνικός ενθουσιασμός για μια συγκεκριμένη πορεία συμπίπτουν, η υπεροχή των κυρίαρχων δυνάμεων είναι ακλόνητη. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι προσπάθειες της Αριστεράς να μετασχηματίσει τον κόσμο είναι περιθωριακές, και απλώς συσσωρεύονται. Το «πνεύμα των καιρών» είναι με το μέρος των κυρίαρχων τάξεων. Η υποχώρηση του «πνεύματος των καιρών», όταν αυτή συμβεί, είναι η μόνη εφήμερη στιγμή που η αδυναμία των εγχειρημάτων χειραφέτησης μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη. Αυτή η μετατροπή δεν είναι αυτόματη και σε καμιά περίπτωση υποχρεωτική. Πρόκειται απλώς για μια πραγματική δυνατότητα που εξαρτάται από όσα είμαστε σε θέση να κάνουμε, από τους αγώνες που μπορούμε να δώσουμε, με αμείωτη επιμονή, σε κάθε πεδίο. Ξανά και ξανά. Και από σήμερα, για μία ή δύο ακόμη δεκαετίες, ενώ εξελίσσεται ο αγώνας των αδύναμων που παλεύουν να μετατραπούν σε κυρίαρχη δύναμη, πρέπει να προσδιορίσουμε τη δομή της νέας οικονομικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων που θα διέπει τον κόσμο στον επόμενο ιστορικό κύκλο συσσώρευσης και κυριαρχίας.

Ματέο Πολέρι

Μετάφραση-Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης

Η ΕΠΟΧΗ