Ο Tύπος, κυρίως ο μη φιλικός προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αρκετές μέρες τώρα μας προϊδέαζε για έναν «ανασχηματισμό» στο πλαίσιο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν έμπαινε στον κόπο να αναρωτηθεί και να το επερωτήσει γιατί χρειαζόταν μια τέτοια αναδιάταξη και σε ποια πολιτική βάση θα στηριζόταν. Στους εμβριθείς ρεπόρτερ αρκούσε να αποδώσουν τις αλλαγές αυτές στην πρόθεση του Αλ. Τσίπρα «να ανακατέψει την τράπουλα», «να σπάσει την κομματική επετηρίδα», ή «να ελέγξει με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του» τους κρίσιμους αρμούς του κόμματος.
Πρόσωπα και πολιτικές
Αυτά, ως προς τον Tύπο που έχει μάθει να εστιάζει στην επικοινωνιακή ή τη συνωμοσιακή πλευρά των πραγμάτων. Όσοι, όμως, ζούμε ακόμα με τη βεβαιότητα ότι τα κόμματα της αριστεράς –τουλάχιστον – δεν είναι απλά πεδία δοκιμής των προσωπικών ικανοτήτων των στελεχών τους και ότι η ικανότητα ή ανεπάρκεια των στελεχών που αναλαμβάνουν μια υπεύθυνη θέση είναι άμεση συνάρτηση και της πολιτικής που καλείται ή επιλέγει να εφαρμόσει κάθε στέλεχος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, τέτοιες αλλαγές δεν πρέπει να γίνονται χωρίς πολιτικό απολογισμό και πολιτική αποτίμηση της σύνθετης διαδικασίας άσκησης μιας πολιτικής από ένα πρόσωπο. Δηλαδή, χωρίς την αποτίμηση της απόδοσής του και της απόδοσης της πολιτικής που εφάρμοσε ή του τρόπου με τον οποίο την εφάρμοσε. Μια διαδικασία που συνήθως πραγματοποιείται σε περίοδο συνεδρίου, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί προαιρετική, όταν για σοβαρούς λόγους δεν πραγματοποιείται συνέδριο, αλλά παρ’ όλα αυτά κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιηθούν τέτοιου τύπου αλλαγές. Η πολιτική αποτίμηση όχι της απόδοσης του προσώπου, αλλά και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής που το πρόσωπο αυτό υπηρέτησε από υπεύθυνη θέση, χρειάζεται όχι μόνο για μια δίκαιη και έντιμη αντιμετώπιση των προσώπων, αλλά κυρίως για τον εμπλουτισμό της συλλογικής πείρας και γνώσης του κόμματος. Δεν είναι περιττή πολυτέλεια, είναι αναγκαιότητα.
Αν αυτή η διαδικασία δεν τηρηθεί, και μάλιστα αν δεν γίνει συλλογική υπόθεση μελών και οργανώσεων, τουλάχιστον για πρόσωπα και θέσεις ευθύνης κρίσιμες, τότε αυτή υποκαθίσταται από μια λογική απόδοσης μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης αποτυχίας σ’ έναν τομέα δράσης ή στο σύνολο ης δράσης του κόμματος στο μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό προσωπικής αδυναμίας των στελεχών. Το πολιτικό υπόβαθρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας, στο βαθμό που έχει παίξει το ρόλο του, μένει στο απυρόβλητο. Η συλλογική πείρα και γνώση μένει φτωχότερη και καλλιεργείται η άτοπη εντύπωση ότι αρκεί η αλλαγή προσώπων, για να εξαλειφθούν τα προβλήματα που οδηγούν σε αστοχίες.
Υπαρξιακή ανάγκη η συλλογικότητα
Τέτοιες πρακτικές ευνοούν την καλλιέργεια του εδάφους για την ανάθεση στον ηγέτη, ή, ακόμα χειρότερα, σε περισσότερους ηγετίσκους, της ευθύνης για αποφάσεις που μόνο συλλογικές μπορεί να είναι, αν θέλουμε να είναι ορθές και αποτελεσματικές. Όχι γιατί δεν μπορεί ένας ηγέτης να παίρνει σωστές αποφάσεις, αλλά γιατί ακόμα και οι σωστότερες αποφάσεις του δεν θα μπορέσουν έτσι να ωφελήσουν το κόμμα σαν συλλογική πολιτική οντότητα, που έχει υπαρξιακή ανάγκη να εκπαιδεύεται για να μπορεί να εμπλουτίζει τις ικανότητες συλλογικής πολιτικής σκέψης και ανάλογης δράσης.
Η επικράτηση μιας τέτοιας λογικής θα είχε ως ακραία συνέπεια να οδηγήσει και τα κόμματα της αριστεράς στη γνωστή πρακτική των αρχηγικών κομμάτων του αστισμού να αλλάζουν τις ηγεσίες τους μετά από μια εκλογική αποτυχία, αντί να συζητούν για το πολιτικό υπόβαθρό της. Αντί να φιλοτεχνούν, στον ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα, απολογισμούς, κριτικές αποτιμήσεις και αυτοκριτικές, δηλαδή αντί να δρομολογούν αποτιμήσεις της ορθότητας των πολιτικών επιλογών του σε ένα δημοκρατικά οργανωμένο συνέδριο, ικανό να συζητήσει με επιχειρήματα και όχι με κραυγές, δεν θα είχαν παρά να ψάξουν την επομένη των βουλευτικών εκλογών του 2019 για άλλο πρόεδρο και γραμματέα. Αυτή, όμως, την πρακτική ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την έχει μόνο απορρίψει, την έχει καταγγείλει ως πρακτική των αρχηγικών κομμάτων.
Και δικαιολογημένα, γιατί αυτή η πρακτική, πέρα απ’ όλα τα άλλα, αποκαλύπτει έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος για τη λειτουργία του κόμματος ως συλλογικού πολιτικού οργανισμού, δηλαδή για την αποφασιστική θέση των μελών στη λειτουργία του. Ο προσανατολισμός και η ενδυνάμωση της δράσης του δεν επιδιώκεται μέσα από μια συλλογική λειτουργία, όπου κάθε αλλαγή, κάθε μεταβολή, κάθε ανατροπή ή επιβεβαίωση μιας πολιτικής επιλογής γίνεται με την ουσιαστική συμμετοχή των μελών. Τα μέλη και οι οπαδοί οπλίζονται έτσι με την πολιτική ικανότητα να εφαρμόζουν και να υπερασπίζονται πολιτικές επιλογές που κατανοούν σε βάθος και δεν τις ακολουθούν μηχανικά. Επιπλέον, τα μέλη και τα διαρκώς αναδεικνυόμενα και ανανεούμενα στελέχη έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούν τη συλλογική εμπειρία και γνώση, που προκύπτουν από την πρακτική της πολιτικής αποτίμησης κάθε επιλογής, κάθε δράσης, και συμβάλλουν έτσι αποφασιστικά στη συλλογική παραγωγή χρησιμότατης πολιτικής θεωρίας από τον συλλογικό πολιτικό φορέα τους, αντί να τον υποβαθμίζουν σε δοκιμαστήριο στελεχών, που εναλλάσσονται σε υπεύθυνες θέσεις με ατομική ευθύνη – ή και απαξίωση, που οδηγεί σε αχρησία συχνά.
Επιφάνεια και πολιτικό βάθος
Τι νόημα έχει, λοιπόν, η αντικατάσταση του γραμματέα της ΚΕ, με απόφαση ουσιαστικά ενός ολιγομελούς οργάνου και χωρίς αποτίμηση της προηγούμενης περιόδου; Ακόμη κι αν γίνεται με πνεύμα συναινετικό. Τι δεν έγινε καλά ως τώρα και τι και πώς θα γίνει στο μέλλον καλύτερα;
Τι νόημα έχει να ανατεθούν νέες υπευθυνότητες σε κρίσιμους τομείς, σε άξιους συντρόφους και συντρόφισσες, χωρίς να έχει προχωρήσει σ’ αυτούς (εξωτερική πολιτική, ενεργειακή πολιτική, τρόπος αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανασυγκρότησης κλπ. ) η επεξεργασία πολιτικής; Ποια πολιτική θα κληθούν να προωθήσουν, να επεξεργαστούν, να εκλαϊκεύσουν; Πώς θα βοηθηθούν από ένα κόμμα και πώς θα το βοηθήσουν, εάν αυτό δεν έχει συμμετάσχει παρά ελάχιστα στην επεξεργασία της, στη συζήτηση γι’ αυτή και την εξειδίκευσή της; Τέτοιες κινήσεις στην επιφάνεια των πραγμάτων δεν προοιωνίζονται αλλαγές σε βάθος, δεν διαμορφώνουν προϋποθέσεις για γόνιμη συζήτηση χωρίς αφορισμούς και προκαταλήψεις στο εσωτερικό ενός κόμματος που έχει πρώτιστο καθήκον να συνθέσει, και να συνθέσει απόψεις και ανθρώπους που έχουν εκκινήσει από διαφορετικές αφετηρίες. Βιασύνη και βραχυπρόθεσμη αντίληψη μάλλον υποδηλώνουν.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή