Macro

Αλίκη Κοσυφολόγου: Πολιτικός γάμος για όλους, όλες και όλα

Διεκδίκηση μιας πιο κοινωνικής αντίληψης για τη φροντίδα των παιδιών και για την οικογένεια
 
 
Δεν χωρά αμφιβολία πως η θεσμοθέτηση της επέκτασης του δικαιώματος στον πολιτικό γάμο για όλους, όλες και όλα αν τελικά συμβεί, θα αποτελέσει μια τομή στο νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα, που υπερβαίνει τη διαδικασία εναρμόνισης με την επικρατούσα ευρωπαϊκή νομοθεσία –ακόμη κι αν μεταξύ άλλων συμβαίνει κι αυτό– και που θα έχει σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες. Το πολιτικό πλαίσιο θεσμοθέτησης του νόμου αυτού, ωστόσο, αναδεικνύει ορισμένες από τις κρίσιμες αντιφάσεις της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας, αλλά και τον βαθμό στον οποίο τα θέματα του φύλου και της ισότητας αποτελούν εκ νέου πεδία πολιτικής πόλωσης στο πολιτικό επίπεδο και στην κοινωνία.
 
O ομοφοβικός και τρανσφοβικός λόγος της Ακροδεξιάς και σημαντικής μερίδας εκπροσώπων της εκκλησίας δεν αποτελούν κάτι νέο στον δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για δυνάμεις που έχουν ιστορικά πρωτοστατήσει ενάντια σε κάθε διαδικασία προοδευτικής μεταρρύθμισης του εγχώριου θεσμικού πλαισίου και ειδικότερα ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών, του δικαιώματος τους στον αυτοπροσδιορισμό, στην αυτοδιάθεση του σώματος και στο δικαίωμα στην ασφαλή και δωρεάν άμβλωση. Ακόμη πιο δυσάρεστες και πολιτικά επιζήμιες είναι, ωστόσο, οι τοποθετήσεις που προέρχονται από τμήματα της Αριστεράς, οι οποίες αναπαράγουν στερεοτυπικές αναπαραστάσεις και ομοφοβική προπαγάνδα. Χαρακτηριστική είναι η επίκληση στο «συμφέρον» και στα δικαιώματα του παιδιού και στη σημασία της προστασίας του από το μπούλινγκ σε μια κυρίαρχα ομοφοβική κοινωνία. Σαν, δηλαδή, η διατήρηση της ανισότητας και της θεσμικής αορατότητας αυτών των οικογενειών να είναι πιθανό να λειτουργεί υπέρ του συμφέροντος του κάθε παιδιού που μεγαλώνει σε μια τέτοια οικογένεια.
 
 
Από τους γάμους στην Τήλο στο σήμερα
 
 
Αυτές οι τοποθετήσεις αφήνουν περισσότερα περιθώρια στην κυβέρνηση και ειδικότερα στον πρωθυπουργό να εργαλειοποιήσει τις διεκδικήσεις του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και να εμφανίζεται ως πολιτικά φιλελεύθερος εκφραστής τους, παρουσιάζοντας τη διαδικασία της θεσμοθέτησης ως μια διαδικασία παραχώρησης και όχι ως έκβαση ενός μακρόχρονου συλλογικού πολιτικού αγώνα. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει να εμφανιστεί ως εκπρόσωπος του ορθολογισμού και των αξιών του Διαφωτισμού, ακόμη κι αν παράλληλα εφαρμόζει μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που ενισχύει τις ανισότητες στην εργασία και συρρικνώνει τα κοινωνικά δικαιώματα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η παραγνώριση της ιστορικότητας των διεκδικήσεων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και ο υψηλός βαθμός πολιτικής συνείδησης και ΛΟΑΤΚΙ πολιτειότητας που καλλιέργησε και που συνέβαλε καθοριστικά στον μετασχηματισμό και βελτίωση των αντιλήψεων στην κοινωνία για τα ζητήματα του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού, αποτελεί μέρος της δημόσιας τακτικής της κυβέρνησης.
 
Η ταινία του Παναγιώτη Ευαγγελίδη «Οι γάμοι της Τήλου» (2022) αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο μιας πολύ κρίσιμης στιγμής στην ιστορία των διεκδικήσεων του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος στη χώρα μας, καθώς καταγράφει και ανασυνθέτει την ιστορία των πρώτων ΛΟΑΤΚΙ γάμων που τελέστηκαν στην Ελλάδα, από τον δήμαρχο Τήλου, Τάσο Αλιφέρη το 2004, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει σε αυτό τον θεσμικό ακτιβισμό, συμβάλλοντας από τη θέση του στον αγώνα για την ισότητα και την εξάλειψη της ομοφοβίας σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο.
 
Η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το φθινόπωρο του 2015 –11 χρόνια μετά τους γάμους της Τήλου–, αν και ήταν μια θετική θεσμική εξέλιξη, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στον πυρήνα των διεκδικήσεων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και της κοινωνίας. Αντίθετα, η μη αναγνώριση των οικογενειών με ΛΟΑΤΚΙ γονείς αναπαρήγαγε και διατήρησε τη θεσμική ανισότητα και τις συνακόλουθες κοινωνικές συνέπειες της διατήρησης αυτής της αορατότητας των ΛΟΑΤΚΙ οικογενειών. Ταυτόχρονα, υπήρξε η αφετηρία μιας σταδιακής αποξένωσης της Αριστεράς από το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα. Επιπλέον, αυτή η αδυναμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει στη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου για όλους, όλες και όλα το 2015, τροφοδοτεί σήμερα την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό με σημαντικά επιχειρήματα, και ειδικότερα με το σημαντικό επιχείρημα ότι προτίθεται να ρυθμίσει τα δικαιώματα των παιδιών που μεγαλώνουν σε ΛΟΑΤΚΙ οικογένειες. Κάτι που δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.
 
 
Χωρίς μέριμνα για τα τρανς άτομα
 
 
Οι αδυναμίες και οι ελλείψεις του νέου σχεδίου νόμου θα είναι εφικτό να κριθούν και να αξιολογηθούν όταν το ίδιο το κείμενο δοθεί επιτέλους στη διαβούλευση. Ακόμη μια καθιερωμένη πρακτική της κυβέρνησης –έτσι έγινε και στην περίπτωση του σχεδίου νόμου που αφορούσε τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας και τη συνεπιμέλεια– είναι να κάνει διαρροές ή παρεμβάσεις στον Τύπο αναφορικά με ένα νόμο που προτίθεται να καταθέσει και να καθυστερεί τη δημοσίευση καθαυτού του κειμένου του νομοσχεδίου. Οπωσδήποτε, η συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός αμέσως μετά τις γιορτές, έγινε στο πλαίσιο μιας πολύ καλά οργανωμένης καμπάνιας επικοινωνίας που απευθύνεται τόσο στην κοινωνία, όσο και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Αντίστοιχα, η σύνδεση της υπόθεσης του πολιτικού γάμου με τα θέματα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής –μεταξύ άλλων και της παρένθετης κύησης– ζητήματα τα οποία διοικητικά και θεσμικά δεν συνδέονται άμεσα με τον πολιτικό γάμο, επίσης ενισχύει τη σύγχυση και τροφοδοτεί νεοσυντηρητικά αντανακλαστικά και προκαταλήψεις στην κοινωνία.
 
Επιπλέον, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο πρωθυπουργός, το σχέδιο νόμου που πρόκειται να κατατεθεί αποκλείει πολλά μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και δεν έχει καμία μέριμνα για τα τρανς άτομα. Με άλλα λόγια, ο νέος νόμος δεν πρόκειται να εισφέρει κάποια ριζοσπαστική τομή στην καθιερωμένη θεσμική αντιμετώπιση και συνακόλουθα αναπαράσταση της γονεϊκότητας και της οικογένειας. Επιπλέον, η συζήτηση που ανοίγει για την παρένθετη κύηση είναι επίσης αποπροσανατολιστική, καθώς η παρένθετη κύηση είναι μια διαδικασία νομικά ρυθμισμένη, ήδη από το 2002 στην Ελλάδα, ενώ επίσης, υπάρχουν διάφορες σημαντικές οικονομικές και πολιτικές όψεις αναφορικά με τη λειτουργία κέντρων που παρέχουν αυτή την «υπηρεσία» στην Ελλάδα και που έχουν μετατρέψει τη χώρα σε δημοφιλή προορισμό αναπαραγωγικού τουρισμού και τις οποίες βέβαια η ΝΔ έχει ενθαρρύνει και έχει ενισχύσει με το ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία τους που έχει θεσμοθετήσει (βλ. σχετικά Ν4272/2014, Ν4272/2022). Αντίστοιχα, η συζήτηση που οργανώνει η κυβέρνηση και δυστυχώς πετυχαίνει να μονοπωλήσει, δεν προωθεί την καλλιέργεια της κουλτούρας της τεκνοθεσίας, ενώ επίσης αναπαράγει μια κυρίαρχη αντίληψη για την οικογένεια ως μια υπόθεση ιδιωτική και βέβαια δεν ενθαρρύνει συζήτηση και διάλογο για την αμφισβήτηση των στερεοτυπικών έμφυλων καταμερισμών στη φροντίδα στην οικογένεια, πόσο μάλλον για την προώθηση πιο κοινωνικών αντιλήψεων για την οικογένεια και τη ανατροφή των παιδιών.
 
Αντίστοιχα, ο διάλογος αυτός συγκαλύπτει και περιθωριοποιεί τις κρισιμότατες ευθύνες της κυβέρνησης για την αποδυνάμωση και προωθούμενη ιδιωτικοποίηση σημαντικών πυλώνων της κοινωνικής φροντίδας και την ανεπάρκεια της πολιτικής και συνακόλουθα των υποδομών για την αντιμετώπιση και εξάλειψη της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Το ίδιο ισχύει και για τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ενισχύει τις έμφυλες, ταξικές, φυλετικές και άλλες ανισότητες και που καθορίζει δομικά την πρόσβαση ενηλίκων και παιδιών σε δικαιώματα και σε μια αξιοπρεπή και ποιοτική ζωή.

Αλίκη Κοσυφολόγου