Δέκα χρόνια μετά, κι ενώ έχουν αποκατασταθεί και οι παραμικρές ρωγμές στις συστημικές λειτουργίες, και με τη ΝΔ στη δεύτερη κυβερνητική θητεία της να παραμένει αρκετά ισχυρή, είναι παραπάνω από σαφές ότι ο συμβιβασμός αυτός δεν ήταν αναγκαίος και όπως υπονοείται –από τον απολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ– επωφελής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του 2015 και στη συνέχεια δημιούργησε κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να σχηματίσει κυβέρνηση, έτσι ώστε να διαπραγματευτεί τη δανειακή σύμβαση. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου στο οποίο οδηγήθηκε μετά από περίπου ένα εξάμηνο διαπραγματεύσεων, θα ήταν λογικό να εκληφθεί ως μια δημοκρατική εντολή του λαού για μια πορεία σύγκρουσης –ας μη ξεχνάμε ότι δύο στους τρεις πολίτες ψήφισαν «όχι», αναγνωρίζοντας το ρίσκο που συνεπαγόταν αυτή η επιλογή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, όφειλε να συνεχίσει να εργάζεται σε αυτή την κατεύθυνση, δημιουργώντας πολιτικές, οικονομικές και άλλες προϋποθέσεις για οριστικό απεγκλωβισμό από τη λιτότητα. Ο δρόμος αυτός δεν θα ήταν εύκολος, αλλά πώς είναι δυνατό σήμερα να τεκμηριωθεί πειστικά ότι αυτός που επιλέχθηκε ήταν ο βέλτιστος; Δεν χωρά αμφιβολία πως ο διεθνής συσχετισμός δεν ήταν ευνοϊκός, ωστόσο η επιλογή του μη συμβιβασμού είχε τη νομιμοποίηση της πλειοψηφίας των εργαζόμενων τάξεων. Ήταν μία μοναδική ευκαιρία –είναι άγνωστο πότε θα εμφανιστεί παρόμοια– ώστε ο σπόρος που είχε φυτευτεί κατά την περίοδο των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων, να καρποφορήσει μέσα από νέα παραδείγματα. Είναι, λοιπόν, ιστορικά λάθος να παρακάμπτουμε ή να ερμηνεύουμε διαφορετικά το αποτέλεσμα αυτό με μια αφήγηση τύπου «ΤΙΝΑ». Η υπόθεση για το αν μια πιο δημοκρατική κομματική γραφειοκρατία θα έδινε καλύτερες λύσεις στη συγκυρία παραμένει ανοιχτή, αλλά κατά τη γνώμη μου αδύναμη. Για όλους αυτούς τους λόγους, το ερώτημα όπως διατυπώνεται, αν και με καλόπιστο τρόπο, εγκαινιάζει έναν διάλογο που στον απόηχο της δεκαετίας είναι σημαντικό να γίνει, σε κάποιο βαθμό όμως σχετικοποιεί την ουσία του προβλήματος.
Αλίκη Κοσυφολόγου