Συνεντεύξεις

Alice Zeniter: Ο οίκτος προς τους μετανάστες δεν είναι λύση

Τη συνέντευξη πήρε η Μικέλα Χαρτουλάρη

Είναι έτοιμη να αρπαχτεί η Αλίς Ζενιτέρ όταν της πουν με μια συγκίνηση στη φωνή ότι το πολυβραβευμένο μυθιστόρημά της «Η τέχνη της απώλειας» δίνει τη «μάχη της αξιοπρέπειας» στο όνομα των μεταναστών από τις πρώην γαλλικές αποικίες του Μαγκρέμπ.

Φύση ασυμβίβαστη, με αλλεργία στα κλισέ, κόρη ενός Αλγερινού και μιας Νορμανδής, κάνει εδώ και κάποιο καιρό μια δουλειά πάνω στη μυθιστορηματική φόρμα που δεν έχει την παραμικρή σχέση ούτε με την αποκατάσταση των οικογενειακών μαρτυριών ούτε με καμιά «μάχη της αξιοπρέπειας», «άλλωστε καθόλου δεν μου αρέσει αυτή η έκφραση».

Δεν είναι τυχαίο ότι έχει αποφοιτήσει από την ανώτατη σχολή των ελίτ, τη σπουδαία Εκόλ Νορμάλ, ωστόσο γύρισε την πλάτη της στην πανεπιστημιακή καριέρα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Εργάζεται ως σκηνοθέτις θεάτρου με την ομάδα της L’ Entente cordiale, και εμψυχώνει εργαστήρια συγγραφής και θεατρικού παιχνιδιού, αφού δίδαξε θέατρο στο Πανεπιστήμιο Paris III και γαλλικά στη Βουδαπέστη.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε στα 16 της και έχει πέντε λογοτεχνικά έργα στο ενεργητικό της. Η «Τέχνη της απώλειας» (εκδ. Πόλις, μτφρ. Εφη Κορομηλά), που κυκλοφόρησε στα 31 της, είναι το κορυφαίο μυθιστόρημά της, ένα συναρπαστικό έργο για το οποίο θα μιλήσει την ερχόμενη Τετάρτη στο αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (19.30).

Εδώ, η Ζενιτέρ παρακολουθεί τρεις γενιές: τον Καβύλιο Αλί, έναν «αρκί» (σ.σ. οι harki ήσαν Αλγερινοί που συντάχθηκαν με τον γαλλικό στρατό κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας, 1954-1962) που καταφεύγει στη Γαλλία με την οικογένειά του το 1962· τον γιο του, Χαμίντ, που παντρεύεται Γαλλίδα και εσωτερικεύει την ντροπή και τον πόνο των γονιών του όσο και την πίεση από τη χώρα υποδοχής τους· και, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, την εγγονή του, Ναϊμά, που δεν γνωρίζει τίποτα για τις ανεπούλωτες πληγές που άφησαν πίσω τους η γαλλική αποικιοκρατία από το 1830, ο αγώνας του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) για την Ανεξαρτησία της Αλγερίας, το γαλλικό παρακράτος και οι αρχές που ανέλαβαν την υποδοχή των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική.

«Ηθελα να αφηγηθώ τη μετανάστευση στη μακρά της διάρκεια» υπογραμμίζει η Αλίς Ζενιτέρ στην «Εφ.Συν.». «Ηθελα να γράψω ένα αφήγημα που να υπενθυμίζει ότι κάθε μετανάστευση είναι πριν απ’ όλα ένας ξεριζωμός. Ηθελα να αποτυπώσω την “πολιτισμική σύγκρουση” που εκδηλώνεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα σε οικογένειες μεταναστών. Ηθελα οπωσδήποτε να γίνεται αισθητός ο χρόνος που κυλά και οι γενιές που απομακρύνονται η μια από την άλλη».

• Με το μυθιστόρημά σας δίνετε φωνή στις σιωπές που περνούν από γενιά σε γενιά σχετικά με την επώδυνη σχέση Γαλλίας-Αλγερίας. Παρουσιάζετε τις πτυχές ενός τραύματος σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπου η Ευρωπαϊκή Ενωση περιχαρακώνεται απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες, όπου η δεύτερη και η τρίτη γενιά μεταναστών από τη Β. Αφρική είναι σε αναβρασμό, όπου πολλοί νεαροί μουσουλμάνοι ριζοσπαστικοποιούνται και όπου τα κύματα των προσφύγων, που αναζητούν άσυλο στη Δύση, πληθαίνουν. Γιατί γράψατε τώρα την «Τέχνη της απώλειας»;

Η σημερινή χρήση από τα ΜΜΕ του όρου «μετανάστες» και η χρήση του όρου «αρκί» κατά τη δεκαετία του ’60, καταγράφουν στα μάτια μου το ίδιο πρόβλημα. Είναι όροι που δεν λένε τίποτα για τους πληθυσμούς στους οποίους αναφέρονται, αντίθετα μάλιστα τους εκμηδενίζουν, τους πνίγουν, τους καθιστούν «ξένους». Μ’ αυτό λοιπόν το βιβλίο θέλησα να καταδείξω ότι το μεταναστευτικό ρεύμα (migration) είναι καταρχήν ένας ξεριζωμός (émigration) πριν να γίνει μετανάστευση (immigration).

Αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν από κάπου, εγκαταλείπουν κάτι – και δεν εννοώ μονάχα ένα σπίτι ή μια χώρα, αλλά μια κοινωνία που τους έχει διαμορφώσει και τους έχει σφυρηλατήσει, μια κοινωνία με αναφορές και κώδικες που τους είναι οικείοι. Οταν ο Αλί και η Γιεμά φτάνουν στη Γαλλία, ανακαλύπτουν λοιπόν πως είναι διπλά αναλφάβητοι. Οχι μόνο δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν το κλασικό αλφάβητο, αλλά δεν μπορούν καν να αποκρυπτογραφήσουν εκείνα τα σημάδια που υφαίνουν την κοινή ζωή μιας κάποιας γαλλικής κοινωνίας.

Οταν το καταλάβουμε αυτό, τότε μπορούμε και να συλλάβουμε τι σημαίνει για τους ξεριζωμένους προσαρμογή ή ενσωμάτωση. Σημαίνει μια διαρκή προσπάθεια που βάζει σε δοκιμασία όλες τις πτυχές της ζωής.

• Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθείτε τον Αλί, που φθάνει κυνηγημένος στη Γαλλία και βρίσκεται περιορισμένος με την οικογένειά του πρώτα σε καταυλισμό στα Ανατολικά Πυρηναία κι έπειτα σε εργατική πολυκατοικία στη Νορμανδία, οπότε αισθάνεται να χάνει την πατρίδα του. Είναι μια συνθήκη κοινή σε χιλιάδες μετανάστες που έχουν φτάσει τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη. Πώς να τους βοηθήσουμε;

Ενα από τα βιβλία, που τροφοδότησε ουσιαστικά τον αναστοχασμό μου όσο έγραφα, ήταν το «La double absence» («Η διπλή απουσία») του κοινωνιολόγου Αμπντελμαλέκ Σαγιάντ, με θέμα τους Αλγερινούς μετανάστες. Η διπλή απουσία είναι εκείνη της Αλγερίας που έχεις εγκαταλείψει και της Γαλλίας που δεν σου δίνεται.

Η διπλή απουσία είναι η συνέπεια ενός ρατσισμού πανταχού παρόντα στις καθημερινές συναλλαγές, που έχει ως αποτέλεσμα ότι από τη στιγμή που αδυνατείς να νιώσεις σαν στο σπίτι σου σε μια χώρα, τείνεις να ονειρεύεσαι την προηγούμενη, να την εξιδανικεύεις, να την ξαναχρωματίζεις με τις αποχρώσεις της νοσταλγίας.

Δεν γνωρίζω πώς μπορούμε να βοηθήσουμε όσους υποφέρουν από αυτόν τον ρατσισμό. Σκέφτομαι, αντίθετα, ότι δεν πρέπει να θεωρούμε πως κάθε άνθρωπος που έχει ακολουθήσει μια μεταναστευτική τροχιά έχει υποφέρει και χρειάζεται βοήθεια. Ο οίκτος, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ακρωτηριάζει τα αφηγήματα της ζωής των μεταναστών και δεν μπορεί να είναι η μοναδική λύση.

Οπως έλεγε το 2015 και η κοινωνική ανθρωπολόγος Νικόλ Λαπιέρ στη μαρτυρία της «Sauve qui peut la vie» («Ο σώζων την ζωήν σωθήτω»), αντί να τους λυπόμαστε, έχουμε επίσης τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες όπως τους επικούς ήρωες και το ταξίδι τους σαν οδύσσεια.

• Σκαλίζοντας το θέμα της ενσωμάτωσης των μεταναστών, επισημαίνετε ότι οι πληθυσμοί με αραβική καταγωγή εξακολουθούν στην Ευρώπη να πέφτουν θύματα δύο εξίσου αρνητικών στερεοτύπων: του «ακίνδυνου Αραβα» (που είναι λιγότερο «Αραβας» και δεν τον απασχολούν τα φτωχά κοινωνικά στρώματα) και του «βίαιου και τρομακτικού Αραβα» (που αδυνατεί να ενταχθεί στην κοινωνία). Πώς μπορούμε να καταπολεμήσουμε τέτοια στερεότυπα;

Υπάρχει ένας μύθος της ενσωμάτωσης που καλλιεργείται στις ευρωπαϊκές πολιτικές διακηρύξεις. Αν προχωρήσετε στην ανατομία τους θα δείτε ότι η ενσωμάτωση παρουσιάζεται πάντοτε 1) ως μια έμπρακτη επιλογή, 2) ως μια γρήγορη διαδικασία 3) ως το άθροισμα δύο-τριών δεδομένων, όπως η γλώσσα, η θρησκεία ή τα ρούχα.

Ομως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να προκαλέσουμε την ένταξη, καθώς πρόκειται για μια υπόθεση μακράς διαρκείας, που κάποιες φορές εκτείνεται σε πολλές γενιές, και δεν κατασκευάζεται παρά μόνο διαπιστώνεται. Μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι πράγματι κάτι συνέβη. Κατά τα άλλα, η ενσωμάτωση αφορά όλες τις εκδηλώσεις της ζωής: τον τρόπο με τον οποίο κινείσαι, τρως, μιλάς, την απόσταση που κρατάς από τον άλλον στην περίπτωση μιας συναλλαγής, την ένταση της φωνής σου, τον τρόπο με τον οποίο θα σταθείς στον δρόμο, στο εστιατόριο, στο τρένο.

Πρέπει όλα να τα μάθεις, και μάλιστα από εκείνους που έχουν ξεχάσει ότι χρειάστηκαν να τα μάθουν και που ενδεχομένως δεν ξέρουν πώς να τα εξηγήσουν και πώς να τα μεταδώσουν.

• Ο Αλί, ο πατριάρχης της οικογένειας, δυσκολεύεται να ενσωματωθεί κι όμως, στον πόλεμο για την Ανεξαρτησία της Αλγερίας, είχε επιλέξει το στρατόπεδο των Γάλλων αποικιοκρατών που πολεμούσαν τους συμπατριώτες του. Στην «Τέχνη της απώλειας» επιχειρείτε λοιπόν να εξηγήσετε πώς και γιατί αυτός ο ελαιοπαραγωγός από την Καβυλία δεν συντάχθηκε με τους Αλγερινούς αγωνιστές του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN). Αυτή η πολιτική απόφαση του κόστισε ακριβά, καθώς στιγματίστηκε ως «αρκί» και περιθωριοποιήθηκε στην Αλγερία όσο και στη Γαλλία. Εσείς, θα μπορούσατε σήμερα να τον συγχωρήσετε;

Ο Αλί δεν «επέλεξε» – αυτό είναι μια παρανόηση. Υπάρχει ένα απόσπασμα στο βιβλίο που το λέει καθαρά: η υλική επιβίωση, είτε είναι οικονομική είτε φυσική, προκαλεί συμπεριφορές που δεν μπορούν να εξομοιωθούν με μια επιλογή. Το να παραλληλίζει κάποιος τους «αρκί» με τους «συνεργάτες», ή να διατείνεται ότι ο Αλί έκανε μια «επιλογή», σημαίνει ότι αρνείται την ακραία βία που άσκησε η γαλλική αποικιοκρατία επάνω τους, σημαίνει ότι αρνείται την επισφάλειά τους (κι αυτή οικονομική όσο και φυσική), ότι αρνείται την έλλειψη παιδείας και ενημέρωσής τους.

Σημαίνει ότι προσποιείται πως πιστεύει ότι ένας αναλφάβητος χωρικός ψηλά σε ένα βουνό παίρνει αποφάσεις που μπορούν να συγκριθούν με εκείνες που εσείς ή εγώ θα μπορούσαμε να πάρουμε σήμερα, έχοντας διαβάσει μια εκατοστή βιβλία Ιστορίας. Σε μια τέτοια συνθήκη, λοιπόν, δεν τίθεται ζήτημα συγχώρεσης (αφήστε που πρόκειται για μια έννοια χριστιανική, η οποία με εκνευρίζει). Το ζητούμενο είναι να αναγνωρίσουμε τα κοινωνικο-οικονομικά, τα στρατιωτικά και τα ιστορικά δεδομένα, και να τους κρίνουμε με βάση αυτά και τίποτα άλλο.

• Η περίπτωση του Χαμίντ, του πρωτότοκου γιου του Αλί, είναι διαφορετική αλλά εξίσου επώδυνη. Διότι κάνει τρομερό αγώνα προκειμένου να ενταχθεί στη νέα πατρίδα του και παραμερίζει τη μουσουλμανική ταυτότητά του. Τι είναι αυτό που γεννά σε ορισμένους απογόνους μεταναστών μια σχεδόν ρατσιστική στάση προς την ίδια τους την κοινότητα;

«Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην είναι ο τόπος μιας σύγκρουσης πολιτισμών», έγραψε ο Πιερ Μπουρντιέ. Αυτή η παρατήρηση δίνει την απάντηση. Μου φαίνεται τόσο σωστή και τόσο δυνατή (ακριβώς επειδή ξεπερνά την ατομική και την ψυχολογική κλίμακα), ώστε την επέλεξα και ως μότο για το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματός μου.

• Η «Τέχνη της απώλειας» αφηγείται την πληθυντική ιστορία της Αλγερίας όπως αυτή δεν διδάχθηκε ποτέ στα σχολεία της γαλλικής μητρόπολης. Τι γίνεται όμως σήμερα; Εχει καταφέρει η Γαλλική Δημοκρατία να συμφιλιωθεί με την αποικιοκρατική ιστορία της;

Ποιος είναι η «Γαλλική Δημοκρατία»; Είναι το σύνολο των κυβερνώντων; Είναι το άθροισμα των Γάλλων; Μπορούμε άραγε να πιστέψουμε πως υπάρχει μια μοναδική και ομόφωνη στάση απέναντι στην ιστορία της αποικιοκρατίας; Το μόνο για το οποίο μπορούμε πράγματι να μιλάμε είναι οι συγκεκριμένες πολιτικές ενέργειες. Και ακριβώς αυτό που εκπλήσσει είναι η διαπίστωση πως στη Γαλλία οι άνδρες και οι γυναίκες πολιτικοί βρίσκονται πενήντα χρόνια πίσω από τους ιστορικούς, αλλά και από την ίδια την κοινωνία των πολιτών.

Τι να πούμε όταν μόλις πέρσι, το 2018, ο πρόεδρος Μακρόν αναγνώρισε ότι ο Γάλλος μαθηματικός, μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και αγωνιστής της Ανεξαρτησίας Μορίς Οντέν (Maurice Audin), πράγματι δολοφονήθηκε στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας (σ.σ. κατά την ανάκρισή του από Γάλλους στρατιωτικούς το 1957), ένα γεγονός που ήταν γνωστό και αποδεδειγμένο εδώ και δεκαετίες. Μ’ άλλα λόγια, ο χρόνος της πολιτικής κυλάει τρομακτικά αργά. Κι αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι υπάρχει εδώ κάτι που δεν περνάει…

Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να ακουστεί και να διαβαστεί η μνήμη των μεταναστών. Υπάρχουν ευτυχώς ταινίες ντοκιμαντέρ, αρχεία μαρτυριών και μελέτες που έχουν διασώσει τα λόγια τους, όμως είναι μια πρώτη ύλη που έχει αξία αποκλειστικά ως πληροφορία. Εγώ απ’ την πλευρά μου, είχα την επιθυμία μ’ αυτή τη μνήμη να δημιουργήσω κάτι το ωραίο.

Η κουζίνα της Ζενιτέρ, η σκληρότητα του βιβλίου και το συγγραφικό «εγώ»

Το 2011 και το 2013 η Αλίς Ζενιτέρ πηγαίνει στην Αλγερία για να καταλάβει τον κόσμο του παππού της που καταγράφηκε ως «βοηθητικός των γαλλικών στρατευμάτων» («αρκί») και έφτασε στη Γαλλία με το στίγμα του «προδότη» των Αλγερινών. Κρατάει σημειώσεις, αλλά ο καρπός τους, η «Τέχνη της απώλειας», δεν είναι ένα ημερολόγιο ούτε μια καμουφλαρισμένη αυτοβιογραφία. Είναι ένα μυθιστόρημα όπου όμως εμφανίζεται και η ίδια στην πλοκή, στον ρόλο του συγγραφέα-δημιουργού.

Η πρωταγωνίστριά της, η Ναϊμά, που εργάζεται σε μια γκαλερί τέχνης στο Παρίσι, ανήκει κι εκείνη στην τρίτη γενιά μεταναστών αλλά δεν μιλά αραβικά ούτε γνωρίζει την ιστορία της Αλγερίας, όμως βλέπει να ανατέλλει γύρω της ένας ριζοσπαστικός ισλαμισμός. Με την προτροπή λοιπόν ενός αντισυμβατικού ζωγράφου, ο οποίος εκπροσωπεί στο μυθιστόρημα την τάξη των δυναμικών Αλγερινών διανοουμένων που δραστηριοποιούνται πλέον και στις δύο πλευρές της Μεσογείου, θα επισκεφθεί την Αλγερία. Και επιστρέφοντας στη Γαλλία θα ξέρει πια ότι έχασε την πατρίδα των προγόνων της αλλά βρήκε έναν δικό της δρόμο.

Αυτός ο κόσμος ήταν η αφετηρία για το μυθιστόρημα της Ζενιτέρ, που μας ανοίγει την πόρτα της συγγραφικής της κουζίνας.

«Αναρωτιόμουν για πολύ καιρό ποια μορφή να δώσω σε τούτο το βιβλίο. Στο αρχικό του στάδιο μου φαινόταν πιο σεμνό ή πιο έντιμο να προχωρήσω μέσα από το βλέμμα της τρίτης γενιάς, είτε της Ναϊμά είτε το δικό μου. Κι έτσι τα πρώτα κείμενα που έγραψα πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια είναι σε πρώτο ενικό. Είχα την εντύπωση ότι δεν υπήρχε άλλος χαρακτήρας που θα μου επέτρεπε να αναπλάσω έναν εσωτερικό κόσμο. Νομίζω ότι φοβόμουν πάρα πολύ να δοκιμαστώ στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του Αλί που ήταν αναλφάβητος, αφού για μένα τα κείμενα ήταν ανέκαθεν ο πιο εύκολος και ο πιο συστηματικός δίαυλός μου με τον κόσμο.

»Ομως το πρόβλημα έμπαινε κι αλλιώς. Εάν επέλεγα εκείνη τη μορφή, κάθε τι που θα ήθελα να αφηγηθώ σχετικά με τον παππού Αλί και τον πατέρα Χαμίντ θα στράβωνε, παραποιημένο και ακυρωμένο κάτω από το βάρος του υποκειμενικού πρίσματος της κόρης Ναϊμά.»

Η «Τέχνη της απώλειας» γράφηκε τελικά σε τρίτο πρόσωπο «επειδή ήθελα να πηγαινοέρχομαι ανάμεσα στην οπτική γωνία των χαρακτήρων και στη ματιά ενός παντεπόπτη αφηγητή. Οι χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι σε ένα παρόν-πανικό έχοντας γνωρίσει τα γεγονότα αλλά όχι το νόημα που αυτά παρήγαγαν, και η ρέουσα αφήγηση αγκαλιάζει ολόκληρο το υλικό που είχα συγκεντρώσει μέσα από τα διαβάσματά μου και τις ψηφίδες των εικόνων που μάζεψα».

Το βιβλίο της Ζενιτέρ είναι ένα σκληρό βιβλίο. «Αυτή η σκληρότητα», σχολιάζει η συγγραφέας, «προκύπτει από το ότι οι αναγνώστες/στριες είναι πολύ καλύτερα ενημερωμένοι/ες από τους πρωταγωνιστές/τριες. Διότι γνωρίζουν πώς θα λήξει ο Πόλεμος, πώς θα εξελιχθεί η Ανεξαρτησία, πώς εκδηλώνονται τα προβλήματα του ρατσισμού που αντιμετωπίζει ακόμα και σήμερα η Γαλλία. Επιπλέον, η αφήγηση τούς θυμίζει κρίσιμα ονόματα, τους τροφοδοτεί με αριθμητικά δεδομένα, κάνει άλματα στο παρελθόν για να ανακαλύψει τις πρωταρχικές αιτίες όσων έγιναν…».

Γιατί όλα αυτά; «Διότι ήθελα να εξερευνήσω ό,τι μπορούσε να δημιουργήσει το χάσμα που δημιουργήθηκε. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται και το συγγραφικό “εγώ”. Δεν γράφω ως εγγονή μεταναστών, ούτε ως κρυφό δίδυμο της Ναϊμά. Γράφω ως αρχιμαριονετίστας – maitre des marrionettes».

Η φράση δεν είναι τυχαία. Παραπέμπει στη βραβευμένη στις Κάνες (1993) ομότιτλη ταινία του Χου Χσιάο-χσιέν σχετικά με την 50χρονη ιαπωνική κατοχή στην Ταϊβάν. Οπως ο μαριονετίστας πρωταγωνιστής, έτσι και η Ζενιτέρ δεν είναι αφελής. Οταν κινεί τα νήματα των πρωταγωνιστών της, γνωρίζει ότι πίσω της υπάρχουν άλλοι που κινούν τα νήματα της μεγάλης Ιστορίας…

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών