Λέγατε ότι ο πρωθυπουργός ζει σε άλλη χώρα αλλά είναι εκείνος που τώρα είπε ότι περιμένει ένα δύσκολο χειμώνα. Λοιπόν;
Στην ομιλία του την προηγούμενη εβδομάδα στη Βουλή για την κοινωνική πολιτική ο πρωθυπουργός έπεισε και τον πιο δύσπιστο ότι ζει σε άλλη χώρα. Παρουσίασε, για μια ακόμα φορά, μια εικονική πραγματικότητα για την αγορά εργασίας, την ακρίβεια και βεβαίως το κοινωνικό κράτος. Είπε και το προφανές: ότι ο επόμενος χειμώνας θα είναι δύσκολος. Αλλά δεν μας είπε τι θα κάνει για αυτό.
Τότε, γιατί αναλαμβάνει το πολιτικό ρίσκο να διαβεί η κυβέρνησή του αυτό τον δύσκολο χειμώνα;
Αρχικά νομίζω ότι η απόφαση αυτή σχετίζεται με την εγγενή αλαζονεία του κ. Μητσοτάκη και την πεποίθησή του ότι η προκλητική προστασία που απολαμβάνει από τα ΜΜΕ τον καθιστά παντοδύναμο. Φοβάμαι όμως ότι ο βαθύτερος λόγος είναι άλλος: ο πρωθυπουργός θέλει ο ίδιος προσωπικά να διαχειριστεί τη σημαντική ενίσχυση της χώρας μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα άλλα χρηματοδοτικά προγράμματα. Και εκεί ξέρουμε από την προηγούμενη πολιτεία του το πώς θα πορευτεί: με την προκλητική ενίσχυση των λίγων και ισχυρών.
Τέλος, ο κύριος Μητσοτάκης ποντάρει στο απίθανο: να συνεχίσει την ίδια πολιτική και αυτή να οδηγήσει σε υπέρβαση ή παράκαμψη της κρίσης. Αυτό απλά δεν γίνεται. Όχι γιατί νομοτελειακά τα πράγματα θα πηγαίνουν συνεχώς χειρότερα. Αλλά γιατί, ανεξάρτητα από το τι λέει σε επίπεδο ρητορείας για δύσκολο χειμώνα, εφόσον θα ασκεί την ίδια πολιτική, είναι σαφές ότι τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο δύσκολα για την κοινωνία, άρα θα ενταθεί και η δυσαρέσκεια, άρα και η εκλογική και η πολιτική συμπεριφορά της κοινωνικής πλειοψηφίας το επόμενο διάστημα θα στραφεί εναντίον του.
Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι το κρίσιμο λάθος στην πολιτική της ΝΔ, ειδικά στο ζήτημα της ακρίβειας;
Στην αρχή η κυβέρνηση υποτίμησε το βάθος και την έκταση του προβλήματος. Υπενθυμίζω ότι πριν από έναν ακριβώς χρόνο είχαμε καταθέσει σχετική επίκαιρη επερώτηση στη Βουλή και η κυβέρνησή μας απάντησε ότι πρόκειται για τη συνήθη καταστροφολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά το ότι καταθέσαμε όλα τα στοιχεία που συνηγορούσαν σ’ αυτό το οποίο, τελικά, ήλθε. Υπενθυμίζω ότι ήδη τότε υπήρχαν ανησυχητικά στοιχεία: για παράδειγμα είχαμε την υψηλότερη χονδρική εμπορική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος σ’ όλη την Ευρώπη. Αυτό δεν ήλθε αργότερα, με τον πόλεμο. Είχε ήδη συμβεί τον Ιούλιο του 2021.
Στη συνέχεια η κυβέρνηση επένδυσε στην παροδικότητα της κρίσης. Υπενθυμίζω ότι κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού για το 2022, υπουργοί της κυβέρνησης υποστήριζαν ότι οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης θα εξαλειφθούν στους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς. Γι’ αυτό και δεν προέβλεψαν επαρκή κονδύλια για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης.
Το τρίτο, είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός ιδεολογικά είναι προσηλωμένος σε μια πολιτική που εξ ορισμού δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση. Άλλες δεξιές κυβερνήσεις στην Ευρώπη το κατάλαβαν, εν μέρει, αυτό και έκαναν τις αναγκαίες προσαρμογές στις επιλογές τους. Εδώ όχι.
Το έχουμε πει κατ’ επανάληψη και νομίζω είναι το πιο κρίσιμο. Δεν είναι μόνο ότι εφαρμόζουν μια ανεπαρκή επιδοματική πολιτική στήριξης των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση, δεν είναι ότι αρνούνται στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσει η κοινωνία αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες, π.χ. τον ειδικό φόρο στα καύσιμα, τον ΦΠΑ σε τρόφιμα κτλ. Το πιο σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση παραμένει ιδεοληπτικά, σε βαθμό θρησκοληψίας, προσηλωμένη σε μια λογική η οποία λέει ότι το κράτος δεν παρεμβαίνει στη λειτουργία της αγοράς. Αυτό το οποίο έχει καταρρεύσει ως επιχείρημα σ’ όλη την Ευρώπη παραμένει ο πυρήνας της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη! Ειδικά στον χώρο της ενέργειας είναι εμφανέστερο από οπουδήποτε αλλού.
Ο πληθωρισμός ήλθε για να μείνει στην Ευρώπη, και εδώ, για ένα ικανό διάστημα. Θα συνοδευθεί και από ύφεση;
Ναι, ο πληθωρισμός θα μείνει. Το πιο ανησυχητικό δεν είναι μόνο το ύψος του, αλλά ο ρυθμός αύξησής του. Μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας βρισκόταν σε αρνητικό πληθωρισμό, άρα η εκτίναξή του ήταν πολύ πιο απότομη από την υπόλοιπη Ευρώπη: από αρνητικό φθάσαμε στο 12,1% σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο. Οι εκτιμήσεις έγκυρων αναλυτών συγκλίνουν ότι αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τους ρυθμούς ανάπτυξης. Οι πρώτοι δείκτες με μειωμένη κατανάλωση εμφανίστηκαν ήδη. Αλλά και οι επενδύσεις κάμπτονται, και ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος το δείχνει. Και αν προσθέσουμε σε αυτά και την έκρηξη του εμπορικού ελλείμματος, το γεγονός ότι γινόμαστε και πάλι μια οικονομία εισαγωγών δηλαδή, η εικόνα παραπέμπει σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας.
Τον επερχόμενο δύσκολο χειμώνα με ποια πολιτική θα τον αντιμετώπιζε μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ;
Η αντιμετώπιση της κατάστασης θα ήταν δύσκολη. Θα ήταν, όμως, εξαιρετικά σημαντικό για την επιβίωση της κοινωνίας σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες να βρεθεί στην κυβέρνηση μια προοδευτική πολιτική δύναμη. Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θα αναγνώριζε τις δυσκολίες και την ίδια στιγμή θα εξαντλούσε τις υπαρκτές δυνατότητες για μια άλλη πορεία της χώρας. Ξεκινώντας από όσα δεν έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ: αποφασιστική στήριξη του εισοδήματος. Η κρίση, υπενθυμίζω, έχει δυο πτυχές: την έκρηξη των τιμών και την ταυτόχρονη καθήλωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Είμαστε η μόνη χώρα στις 27 που έχουμε κατώτατο μισθό του επιπέδου πριν την κρίση του 2010. Αυτό παρασύρει όλες τις μισθολογικές κλίμακες. Άρα, η κρίση μας χτυπά υπέρμετρα και μια παρέμβαση, επομένως, στη στήριξη του εισοδήματος είναι από τα πρώτα μέτρα που πρέπει να παρθούν.
Το δεύτερο, είναι η ελάφρυνση υποχρεώσεων όπως ΦΠΑ στα τρόφιμα και ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, χρησιμοποιώντας στην κατεύθυνση αυτή τον δημοσιονομικό χώρο που διαθέτουμε. Τρίτο, και πρόκειται για την πιο σημαντική παρέμβαση, η ρύθμιση των αγορών, ειδικά στην ενέργεια. Όσες χώρες έχουν χαμηλότερο πληθωρισμό είναι γιατί –το απαίτησαν βέβαια στα ευρωπαϊκά όργανα– έβαλαν πλαφόν στη χονδρεμπορική τιμή. Στο ίδιο πλαίσιο θα προχωρούσαμε και στη φορολόγηση των υπερκερδών των παραγωγών ενέργειας, την πλήρη αναπροσαρμογή τιμολογίων, αναθεώρηση της ρήτρας αναπροσαρμογής κτλ.
Το πιο σπουδαίο όλων, όμως, όχι μόνο για την τρέχουσα κρίση, είναι το ζήτημα της ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου στους βασικούς πυλώνες άσκησης ενεργειακής πολιτικής που είναι η ΔΕΗ και τα δίκτυα.
Ο ρόλος του κράτους, λοιπόν, ξανά στο τραπέζι. Το θέτεις και συ σε άρθρο σου στην Αυγή. Πώς το προσεγγίζεις;
Πλέον, νομίζω, αποτελεί τη «νέα διεθνή κανονικότητα» αυτής της κρίσης. Αν κάτι μας έχει δείξει η πρόσφατη κρίση ή οι πολλαπλές κρίσεις καλύτερα, είναι ότι η περίοδος της παντοκρατορίας του νεοφιλελευθερισμού, σε επίπεδο ιδεών αλλά και εφαρμοσμένης πολιτικής, έχει παρέλθει. Ακόμη και κυβερνήσεις που δεν είναι ούτε αριστερές ούτε ριζοσπαστικές προχώρησαν σε πολιτικές αποφασιστικής κρατικής παρέμβασης, όπως η πρόσφατη της γαλλικής για την EDF ή της γερμανικής με τη UNIPER. Αυτές οι κινήσεις έχουν στον πυρήνα τους τη λογική της τιθάσευσης της ανεξέλεγκτης λειτουργίας των αγορών. Διαφορετικά, δεν μπορεί να ασκηθεί, στοιχειωδώς, πολιτική προστασίας της κοινωνίας σε συνθήκες κρίσης. Στην ενέργεια, η κρίση είναι δίδυμη, αφορά την επάρκεια και τις τιμές. Άρα, επιστρέφει η λογική της κρατικής παρέμβασης για να μπορέσεις, στοιχειωδώς, να θωρακίσεις την κοινωνία και την οικονομία.
Να επιστρέψει το κράτος, αλλά σε ποια κατεύθυνση, με τι πολιτική; Αυτό αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ διατρέχουμε δυο κινδύνους. Ο πρώτος είναι το κράτος να πληρώνει το κόστος διάσωσης μεγάλων επιχειρήσεων –όπως οι τράπεζες στο παρελθόν– στη συνέχεια όμως αυτές να οδηγούνται ξανά σε ιδιωτικοποίηση. Κοινωνικοποίηση των ζημιών δηλαδή. Ο δεύτερος κίνδυνος, που πρέπει κι εμείς να δούμε ως Αριστερά, είναι ο κίνδυνος επιστροφής σε έναν κρατισμό παλαιότερων εποχών. Η δική μας λογική δεν είναι ενός κρατισμού που έδειξε τα όρια του και απέτυχε. Αφορά μια σύγχρονη λογική και λειτουργία του δημόσιου σχεδιασμού, της άσκησης δημόσιων πολιτικών και κοινωνικού ελέγχου σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως είναι η ενέργεια, το χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.ά. Με όρους συμμετοχικότητας, διαφάνειας και διοικητικής αποτελεσματικότητας. Αυτή πρέπει να είναι η νέα αριστερή, προοδευτική, ριζοσπαστική, σύγχρονη αντίληψη για την κρατική παρέμβαση.
Υπάρχει, ευρύτερα, η έννοια του δημόσιου συμφέροντος στην άσκηση πολλών τομέων πολιτικής. Εδώ είναι και η κρίσιμη διαφορά με τη ΝΔ, δηλαδή της Αριστεράς από τη Δεξιά.
Και στην οικονομία, αλλά και ευρύτερα, νομίζω, ότι αυτή τη στιγμή η μεγάλη διαχωριστική γραμμή, που γίνεται όλο και πιο ευκρινής, δεν εξαντλείται στο ποια παράταξη θα δώσει μεγαλύτερα επιδόματα ή θα ελαφρύνει λίγο τις υποχρεώσεις τους. Και αυτά είναι προφανώς σημαντικά, αλλά το κρίσιμο είναι το πώς αντιλαμβάνεσαι το δημόσιο συμφέρον και ποιες πολιτικές σχεδιάζεις για να το διευρύνεις και να το προστατεύσεις ώστε στην τελική να μην χρειάζεται η κοινωνία έκτακτα επιδόματα. Οι νεοφιλελεύθεροι και ο κ. Μητσοτάκης αντιμετωπίζουν την κρίση σαν ευκαιρία για λεηλασία του δημόσιου συμφέροντος είτε με τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως η ΔΕΗ και τα δίκτυα, είτε με το περιβάλλον όπου επιλέγει τη συνειδητή υποβάθμισή του, είτε με τις εργασιακές σχέσεις όπου επιλέγει τη διάλυσή τους! Όλα αυτά με πρόσχημα την κρίση και την πιεστική ανάγκη για ανάπτυξη, όπως την εννοεί ο νεοφιλελευθερισμός.
Αντίθετα, η υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος είναι προϋπόθεση της δίκαιης ανάπτυξης. Η δικιά μας αντίληψη επιμένει ότι χρειαζόμαστε ισχυρό κοινωνικό κράτος για την ανάπτυξη, αποφασιστική κρατική παρέμβαση για τη ρύθμιση των αγορών, ολοκληρωμένο πλαίσιο δημόσιων πολιτικών που να προστατεύει το περιβάλλον, να στηρίζει την εργασία ως βασικό συντελεστή της παραγωγικής διαδικασίας, με στόχο τη βιώσιμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτά νομίζω είναι που ορίζουν τα δύο διαφορετικά στρατόπεδα. Η κρίση υπογραμμίζει τις στρατηγικές και τακτικές διαφορές. Η «θολούρα» που υπήρχε τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με το αν υπάρχει εναλλακτική, αν όντως υπάρχουν δηλαδή δύο διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές, δεν υπάρχει πλέον. Η εικόνα είναι απολύτως ευκρινής.
Παύλος Κλαυδιανός