Αυτές τις ημέρες, ιδιαίτερα ύστερα από τις εξελίξεις στην Ιταλία αλλά και άλλα φαινόμενα, που οδηγούν στην απίσχνανση της Δημοκρατίας, ακούσαμε το σύνθημα: Democracy matters! H δημοκρατία μετρά, λοιπόν. Πώς φθάσαμε εδώ;
Βεβαίως το αποτέλεσμα στην Ιταλία είναι σοκαριστικό, αν και αναμενόμενο, αλλά το πρόβλημα είναι ότι εγγράφεται σε μια γενικότερη τάση. Είχαμε τη Σουηδία, για παράδειγμα, χώρα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατική, είχαμε και τα πολύ υψηλά ποσοστά του Μπολσονάρου στη Βραζιλία. Έχουμε, λοιπόν, μια γενική τάση στροφής προς την ακροδεξιά που έπρεπε όχι απλώς να μας ανησυχεί αλλά να μας έχει κτυπήσει το καμπανάκι για τη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής απάντησης. Άρα το «democracy matters» είναι πολύ σημαντικό. Αρκεί, βεβαίως, να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο. Δεν αρκεί ούτε πείθει τις κοινωνίες, στις σημερινές εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, της αποπολιτικοποίησης και απαξίωσης της πολιτικής, απλώς και μόνο η επίκληση της δημοκρατίας. Χρειάζεται να δώσουμε θετικό περιεχόμενο στην έννοια της δημοκρατίας: προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, προστασία εκείνων που έχουν ανάγκη, προστασία των θεσμών. Νομίζω ότι και στα καθ’ ημάς η υπόθεση του σκανδάλου των υποκλοπών ακριβώς αυτό δείχνει. Είναι μια υπόθεση η οποία πλήττει τον πυρήνα της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και δική μας δουλειά είναι να δείξουμε ότι αφορά τους πολίτες.
Τελευταίως κυβέρνηση και ΝΔ διαπερνούν, θα λέγαμε, ρήγματα. Το σύστημα που εγκαταστάθηκε επί Μητσοτάκη, δεν έχει τη σταθερότητά της. Ποια η γνώμη σου;
Είναι, νομίζω, σαφές. Ένα σύστημα το οποίο, με το λεγόμενο επιτελικό κράτος, δομήθηκε το 2019, έως ένα βαθμό με αντιδημοκρατικό τρόπο, έφτασε και ξεπέρασε τα όριά του. Ήταν αναμενόμενο ότι θα συνέβαινε κάποια στιγμή αυτό. Βεβαίως δεν φανταζόμασταν ότι αυτή η αποσταθεροποίηση θα συμβεί λόγω των υποκλοπών. Όταν δημιουργείς, όμως, ένα μηχανισμό τόσο σκληρό, συγκεντρωτικό, αυταρχικό, κάποια στιγμή αυτό θα σε φέρει και σε σύγκρουση με την ομαλή δημοκρατική και κοινοβουλευτική λειτουργία. Και αυτό αφορά συνολικά το πολιτικό σύστημα. Όταν μιλούσαμε πριν για την αντιπολιτική και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, σε τέτοιες συμπεριφορές οφείλονται. Ενδεχομένως, για τη Δεξιά αυτό μπορεί να είναι και ευκταίο, όχι όμως για την Αριστερά.
Να επανέλθω στην αβεβαιότητα του κυβερνητικού λόγου. Στον προϋπολογισμό, στα εισαγωγικά λόγια των υπουργών ακόμη ήταν φανερή. Έχω δίκιο;
Να θυμηθούμε αρχικά ότι υπουργοί έως και λίγους μήνες πριν έλεγαν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και ότι η ακρίβεια είναι αποκύημα της φαντασίας της αντιπολίτευσης, που σαν Κασσάνδρες δεν αναγνωρίζουμε τις επιτυχίες της ανάπτυξης. Έχουμε μια κυβέρνηση η οποία αρνείται πεισματικά να δει την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα των ανισοτήτων –έχουμε όξυνση λέει η Eurostat– μετά το 2019. Την πραγματικότητα του πληθωρισμού που δεν είναι απλώς και μόνο ένα διεθνές φαινόμενο, καθώς στη χώρα μας τον τελευταίο μήνα είχε τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρωζώνη. Την πραγματικότητα της ακρίβειας, η οποία ναι μεν πλήττει σχεδόν τους πάντες, όχι όμως το ίδιο, όπως λένε οι μελέτες της ΓΣΕΒΕΕ, του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Πλήττει κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα, ακριβώς επειδή εντοπίζεται στις βασικές βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, στην ενέργεια, τα καύσιμα, τη στέγαση, τα τρόφιμα. Η απόσταση πλέον μεταξύ κυβερνητικού αφηγήματος περί ανάπτυξης και της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουν οι πολίτες είναι χαώδης.
Είναι πραγματικότητα τόσο πραγματική, ιδίως αναλογιζόμενοι το μέλλον της οικονομίας, που αρχίζει να εμφιλοχωρεί και στις τοποθετήσεις αξιωματούχων όπως του κ. Στουρνάρα, του κ. Βέττα του ΙΟΒΕ.
Είναι λογικό να υπάρχουν τέτοιες τοποθετήσεις, θα έπρεπε να υπάρξουν νωρίτερα. Η πρώτη ολοκληρωμένη κοινοβουλευτική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στη Βουλή για τον πληθωρισμό ήταν τον Ιούλη του 2021! Ήδη υπήρχαν τα πρόδρομα στοιχεία. Βεβαίως, οι διεθνείς εξελίξεις πολλαπλασιάζουν τις επιπτώσεις της κρίσης στη χώρα μας, ειδικά στην ενέργεια, που όμως και αυτή προϋπήρχε του πολέμου.
Ως προς το μέλλον, είναι σαφές ότι μια οικονομία τόσο ευάλωτη όπως η ελληνική, με τα δομικά προβλήματα που έχει –το τεράστιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, για παράδειγμα, δείχνει ότι ξαναγινόμαστε μια οικονομία εισαγωγών– όταν επικρατεί μια πολιτική όπου η κρίση αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για ιδιωτικοποιήσεις, για περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης μέσω της ενθάρρυνσης της συγκεντρωποίησης, έχει πρόβλημα. Δες τι γίνεται με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης: τα δάνεια δίνονται σ’ αυτούς που ήδη έχουν υψηλό τραπεζικό δανεισμό και αναχρηματοδοτούν έτσι τις δανειακές τους υποχρεώσεις με ευνοϊκότερους όρους.
Σε μια τέτοια οικονομία, λοιπόν, με τα δομικά της προβλήματα, εξασθενημένη και από τη δεκαετή κρίση, που έχει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και μια πολιτική σκληρά νεοφιλελεύθερη, είναι σαφές ότι το μέλλον προμηνύεται πάρα πολύ δύσκολο.
Όπως φαίνεται στις ιδιωτικοποιήσεις, σειρά παίρνει η Εθνική Τράπεζα. Ο ΣΥΡΙΖΑ τι σχεδιάζει ως βασικό πυλώνα στην πολιτική του. Πώς θ’ αντιδράσει για να το αποτρέψει;
Ούτε να το σκέφτεστε! Έτσι θα τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική μας κινείται στην εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση με στόχο την αύξηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα και ιδίως της Εθνικής ώστε να μπορέσει να παρέμβει στον τρόπο που χρηματοδοτείται η πραγματική οικονομία. Το ποσοστό του Δημοσίου, περίπου 40%, πρέπει να περάσει στο υπουργείο Οικονομικών. Αλίμονο αν πάμε πίσω.
Το βασικό στοιχείο της πρότασής μας στη ΔΕΘ είναι η διαφορετική της λογική, για το πώς αντιμετωπίζουμε την κρίση. Σήμερα χρειαζόμαστε εργαλεία άσκησης δημόσιων πολιτικών. Αυτό σημαίνει ότι σε κρίσιμους κλάδους, όπως η ενέργεια και το τραπεζικό σύστημα, χρειαζόμαστε ισχυρή δημόσια παρουσία. Παρέμβαση που θα οδηγεί στην προστασία της κοινωνίας, στη θωράκιση της οικονομίας σ’ αυτές τις συνθήκες, στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό προϋποθέτει να έχεις εργαλεία στα χέρια σου. Αυτό δεν είναι επιστροφή σε έναν παρωχημένο κρατισμό, αλλά αποφασιστικό βήμα προς το μέλλον, αν δούμε και τις ενδιαφέρουσες εξελίξεις σε μεγάλες χώρες της Ευρώπης. Αλίμονο αν εδώ, σε μια οικονομία με σκληρά ολιγοπωλιακούς όρους, δεν έχουμε μια σοβαρή κρατική παρέμβαση.
Ας ξαναρθούμε στον προϋπολογισμό για το 2023. Ποια βασικά αρνητικά του προσάπτεις;
Είναι προϋπολογισμός στον αέρα. Κυβέρνηση και οικονομικό επιτελείο δεν έχουν σχέδιο για το πώς θα αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές και ταυτόχρονες κρίσεις. Όπως πέρσι, ο προϋπολογισμός προεξοφλούσε ότι η πανδημία θα τελειώσει τους πρώτους μήνες του 2022, έτσι και ο φετινός είναι προϋπολογισμός ευχολογίων και εξωραΐσμού της πραγματικότητας. Προεξοφλεί ότι η κρίση της ακρίβειας και του πληθωρισμού θα ολοκληρωθεί στους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς, αντίθετα με όλες τις αναλύσεις διεθνώς. Η World Bank λέει ότι οι ενεργειακές τιμές στην Ευρώπη θα παραμείνουν υψηλές έως το 2025.
Για τα έσοδα ο προϋπολογισμός προβλέπει να είναι αυξημένα –και από εδώ προκύπτει ότι βλέπει την κρίση σαν ευκαιρία– ακριβώς λόγω των έμμεσων φόρων, κυρίως ΕΦΚ και ΦΠΑ, επιμένοντας να τους κρατά σε υψηλά επίπεδα παρότι πλήττουν κυρίως τα μεσαία και τα ασθενέστερα στρώματα. Είναι μια διπλή πηγή αφαίμαξης: οι πολίτες πληρώνουν και ως καταναλωτές και ως φορολογούμενοι, και προς την αγορά και προς το κράτος.
Βλέπεις για φέτος την επενδυτική βαθμίδα;
Η επενδυτική βαθμίδα πρέπει να αποτελεί στόχο της ελληνικής οικονομίας, όμως αυτή τη στιγμή αυτός παραμένει δύσκολος για το 2023. Πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις για να πετύχεις αυτό τον στόχο. Η κυβερνητική πολιτική όχι απλώς δεν τις πληροί, αλλά αφαιρεί και τις δυνατότητες που υπήρχαν. Το βλέπουμε και με τον νέο προϋπολογισμό. Αν δεν υπάρξει μια σοβαρή προσπάθεια βιώσιμης ανάπτυξης που θα διευρύνει την παραγωγική βάση της χώρας, θα προσελκύει παραγωγικές επενδύσεις και θα ενισχύει τη δημοσιονομική ισορροπία μέσω της ανάπτυξης και όχι μέσω της έμμεσης φορολόγησης, δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Και να μην ξεχνάμε ότι στο δικό μας σχέδιο ο στόχος αυτός δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για την προώθηση της στρατηγικής μας. Στρατηγικός στόχος είναι πώς να επιτύχουμε την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, τη στήριξη όσων πλήττονται από την κρίση, τη συμπεριληπτική ανάπτυξη. Και εδώ και διεθνώς, νομίζω, βρισκόμαστε πάλι όπως πριν από μια δεκαετία σε μια φάση όπου το ζητούμενο είναι ποιος θα πληρώσει τις συνέπειες της κρίσης.
Παρασκευή και Σάββατο, συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Υποθέτω θα κουβεντιάσει τον απολογισμό του τετραμήνου μετά το συνέδριο, ζητήματα της πολιτικής συγκυρίας και προοπτικής. Μερικοί αναλυτές σημειώνουν ότι αναμενόταν αισθητότερη άνοδος. Η δική σου προσέγγιση;
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε, νομίζω, μια σοβαρή προγραμματική προσπάθεια τα τελευταία δύο χρόνια και παρήγαγε ένα πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες των πολλαπλών κρίσεων. Επιστέγασμα όλης της προσπάθειας ήταν οι προγραμματικές θέσεις που εξαγγείλαμε στη ΔΕΘ.
Εκεί όπου χρειάζεται τώρα πολύ περισσότερη δουλειά, είναι στο πώς όλο αυτό συναντά, για να κριθεί, την κοινωνία. Υπερβαίνοντας τις μιντιακές δυσκολίες, οφείλουμε να ενημερώσουμε, να συζητήσουμε, να πείσουμε τον κόσμο ότι έχουμε σχέδιο εξόδου από την κρίση που είναι και ρεαλιστικό και ριζοσπαστικό. Εκεί ενδεχομένως πρέπει να δοθεί περισσότερο βάρος, εκεί θα κριθούν εν τέλει και οι εκλογές. Δεν θα κριθούν μόνο παρουσιάζοντας τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά από το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα εμπνεύσει γύρω από ένα αριστερό προοδευτικό πρόγραμμα της επόμενης μέρας. Χρειάζεται ο θετικός μας λόγος για να πείσουμε.
Και η αποχή σε φοβίζει; Το είδαμε κι αυτό στην Ιταλία, μετά τη Γαλλία.
Ναι, με φοβίζει. Ο κίνδυνος που διατρέχουμε δεν είναι ότι θα πάει ο κόσμος να ψηφίσει Μητσοτάκη, αλλά να μην πάει να ψηφίσει. Είναι ο μεγάλος κίνδυνος και αφορά κυρίως τους νέους ανθρώπους. Και αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Ο επόμενος σκόπελος αφορά την αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει». Εκεί χρειάζεται να πείσουμε ότι το ρεαλιστικό είναι τα πράγματα να αλλάξουν και να μην παραμείνουν όπως έχουν σήμερα. Εμείς δεν είμαστε Δεξιά να βαδίζουμε με βεβαιότητες. Στις σημερινές συνθήκες, ιδίως, όπου υπάρχουν τεκτονικές αλλαγές, στη βιοπολιτική, στη γεωπολιτική, την οικονομία, στα δικαιώματα, στο περιβάλλον, εμείς οφείλουμε συνεχώς να ανανεώνουμε τις δικές μας επεξεργασίες και να ακούμε τη φωνή της κοινωνίας. Οφείλουμε τον κόσμο που μας προσέγγισε στις εσωκομματικές διαδικασίες να τον αξιοποιήσουμε περισσότερο. Να συνδιαμορφώσουμε μαζί του και το προεκλογικό μας πρόγραμμα. Θα τον χρειαστούμε και μετά. Ήταν αυτό που μας έλειψε στη θητεία μας ως κυβέρνηση: δεν είχαμε την κοινωνία ενεργή, διεκδικητική και παρούσα. Και αυτό το έχουμε καταλάβει. Για ισχυρή προοδευτική κυβέρνηση χρειάζεται ζωντανή κοινωνία!
Ο Αλέξης Χαρίτσης είναι βουλευτής Μεσσηνίας και τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Παύλος Κλαυδιανός