Συνεντεύξεις

Αλέξης Χαρίτσης: «Η κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί, πρέπει να παραιτηθεί»

Αναδεικνύονται συνεχώς νέες πτυχές του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, με την κυβέρνηση να θέλει να βγάλει από το κάδρο ευθυνών τον πρωθυπουργό και να ανοίξει τη δαγκάνα σε διαχρονικές ευθύνες. Τι αποκαλύπτει αυτό το πολυπλόκαμο σκάνδαλο για την κυβέρνηση της ΝΔ;

Πρώτον, είναι πολύ σημαντικό ότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποκαλύφθηκε μετά από έρευνα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας. Δεύτερον, βρίσκουμε μπροστά μας ξανά την πυραμίδα της διαφθοράς. Έχουμε να κάνουμε με ένα ολόκληρο σύστημα που ξεκινά από το Μέγαρο Μαξίμου και φτάνει μέχρι το τελευταίο κομματικό γραφείο της ΝΔ. Το πόσο θα διευρυνθεί η δικογραφία είναι κάτι που θα το μάθουμε, αλλά είναι σαφές ότι έχουμε δει μόνο την κορυφή του παγόβουνου αυτής της υπόθεσης. Τρίτον, είναι τουλάχιστον αστεία τα επιχειρήματα περί διαχρονικότητας της διαφθοράς. Η δικογραφία που έχει διαβιβάσει στη βουλή η ευρωπαϊκή εισαγγελία ορίζει το πλαίσιο: 2019-2022. Όσο και αν προσπαθεί να πείσει ο κ. Μητσοτάκης ότι «όλοι φταίμε» δεν πείθει κανέναν. Έχουμε να κάνουμε με έναν μηχανισμό διασπάθισης δημόσιου χρήματος, ο οποίος δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Τέταρτον, μην ξεχνάμε ότι κάθε αποκάλυψη για την πλήρη καταβαράθρωση του κράτους δικαίου λειτουργεί σωρευτικά, η μία πάνω στην άλλη. Είχαμε τις υποκλοπές, τα Τέμπη, και τώρα έχουμε τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Πέμπτον, όσο και να επιχειρηματολογεί η κυβέρνηση ότι «θα τα αλλάξει όλα» είναι σαφές ότι πλέον δεν μπορεί να σταθεί. Πρέπει να παραιτηθεί.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να ενεργοποιήσει ξανά τον μηχανισμό συγκάλυψης. Τι εργαλεία έχουν μείνει στα χέρια της αντιπολίτευσης; Πώς μπορεί να αναδείξει το σκάνδαλο στην ολότητά του;

Υπάρχουν δύο επίπεδα: το πολιτικό και το ποινικό. Ως προς το πολιτικό, είναι πολύ σημαντικό να αναδεικνύουμε σε κάθε ευκαιρία το γεγονός ότι έχουμε μια κυβέρνηση βουτηγμένη στη διαφθορά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Και πλέον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος το 2019 επαίρετο ότι δημιούργησε το επιτελικό κράτος, έχει ακέραια την ευθύνη για το πάρτι της διαφθοράς που έχει στήσει η κυβέρνησή του. Την Πέμπτη στη βουλή η παρέμβασή μου αυτό απέδειξε: ότι ο κύριος Μητσοτάκης περηφανευόταν για κάτι που αποδείχθηκε παράνομο! Η διαχωριστική γραμμή είναι σαφής: Η Δεξιά βλέπει το κράτος ως λάφυρο και όχι με κοινωνικούς και αναπτυξιακούς όρους όπως εμείς. Ως προς το ποινικό σκέλος, υπάρχουν εργαλεία στα χέρια μας, που έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα συγκρότησης εξεταστικής επιτροπής και προανακριτικών επιτροπών για συγκεκριμένα πρόσωπα και πρέπει να τα εξαντλήσουμε. Επιμένω στην ανάγκη συντονισμού των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Εμείς μελετάμε προσεκτικά τη δικογραφία που έχει έρθει μέχρι τώρα στη Βουλή και θα διατυπώσουμε -όπως κάναμε και στα Τέμπη- μια τεκμηριωμένη θέση.

Στο πλαίσιο της επικοινωνιακής διαχείρισης του σκανδάλου, η κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει την ατζέντα. Και προτάσσει –τι άλλο;– το μεταναστευτικό-προσφυγικό. Πώς σχολιάζετε την υπουργοποίηση του Θ. Πλεύρη στη θέση του Μ. Βορίδη;

Στην αρχή λέγαμε περίπου ως αστείο ότι τη θέση του παραιτηθέντος κ. Βορίδη θα πάρει ο ακόμα πιο σκληρός κ. Πλεύρης. Αλλά δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Η πολιτική διαχείριση του προσφυγικού μετατρέπεται σε εργαλείο στα χέρια του Μητσοτάκη για να προσεταιριστεί το ακροδεξιό ακροατήριο. Όσο και να προσπαθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να εμφανίσει ένα φιλελεύθερο προσωπείο, αποδεικνύεται ξανά και ξανά ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση σκληρής δεξιάς που έχει υιοθετήσει και κανονικοποιήσει την ακροδεξιά ατζέντα.

Η Προανακριτική Επιτροπή για τον Κ. Καραμανλή έχει ξεκινήσει τις εργασίες της. Πώς εξελίσσεται;

Πολύ φοβάμαι ότι δικαιωνόμαστε. Φαίνεται ότι ο κ. Καραμανλής θα πέσει στα μαλακά και δεν θα έχουμε την απόδοση δικαιοσύνης που ζητούσε όλη η κοινωνία. Δυστυχώς, η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να συντονιστεί πίσω από την πρόταση της Νέας Αριστεράς που ήταν η μόνη ορθή και νομικά και πολιτικά.

Από την άλλη, η κυβέρνηση προσπαθεί να προτάξει ως ατού της την εξωτερική πολιτική. Το καταφέρνει; Η αμέριστη στήριξη του Ισραήλ δεν μένει χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις, ενώ είναι σαφές ότι ο Κ. Μητσοτάκης έκανε τον λαγό στο κυνήγι των εξοπλισμών.

Ήταν απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να προσδεθεί πλήρως στο άρμα των νατοϊκών και αμερικανικών επιδιώξεων στην περιοχή μας, όπως είδαμε στο ουκρανικό, στη Μέση Ανατολή και σε όλα τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα. Παράλληλα, επιχείρησε να ασκήσει διπλωματία δια των εξοπλισμών και δια της σύναψης πανάκριβων συμφωνιών, ερήμην πολλές φορές και της στρατιωτικής ηγεσίας και της Βουλής. Συμφωνίες οι οποίες δεσμεύουν τη χώρα για τα επόμενα πολλά χρόνια. Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ την προηγούμενη βδομάδα κατέδειξε πόσο μειονεκτική είναι η θέση της Ευρώπης και αυτό έρχεται να προστεθεί στο πακέτο του Rearm Europe. Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο αναδείχθηκαν κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως ο ισπανός πρωθυπουργός Σάντσεθ, ο οποίος αντιστάθηκε σθεναρά και πέτυχε την εξαίρεση της χώρας του από τον στόχο του 5%. Αυτό δείχνει πώς μια προοδευτική πολιτική μπορεί να πετυχαίνει κρίσιμους στόχους. Στον αντίποδα, είναι η πολιτική του κ. Μητσοτάκη, η οποία και γεωπολιτικά έχει εμπλέξει τη χώρα μας σε πάρα πολύ δύσκολες ατραπούς, από το παλαιστινιακό και τη γενοκτονία στη Γάζα μέχρι τα ελληνοτουρκικά και την εμπλοκή της Τουρκίας στο Rearm. Έχουμε πολλά να διδαχτούμε από αυτές τις διαφορετικές τάσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη, μιλώντας όχι μόνο με γεωπολιτικούς όρους, αλλά και με δημοσιονομικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς. Το δίλημμα είναι απλό: υπερεξοπλισμοί ή κοινωνικό κράτος; Και αυτό πιστεύω συγκροτεί τη νέα διαιρετική τομή Δεξιάς-Αριστεράς σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν τη φθορά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς όμως να ενισχύονται από αυτή κόμματα της αντιπολίτευσης. Δεν λειτουργεί πια το κομματικό σύστημα με τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων. Τι καμπανάκια χτυπά αυτή η συνθήκη;

Συμφωνώ, δεν λειτουργεί πλέον η θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων. Έχουμε ένα πολιτικό σύστημα σε πλήρη ρευστοποίηση, και αυτό αφορά και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει αφήσει πίσω του τις λογικές της εναλλαγής στη διακυβέρνηση. Αυτό που χρειάζεται από τις δυνάμεις της Αριστεράς είναι αφενός να αποκαλύπτουν τι σημαίνει η κυβέρνηση της Δεξιάς, η κυβέρνηση του εθνικισμού και της πατριδοκαπηλίας, η κυβέρνηση των ανισοτήτων, η κυβέρνηση των εξοπλισμών και του μιλιταρισμού, της εξυπηρέτησης των μεγάλων συμφερόντων. Την ίδια στιγμή όμως η καταγγελία δεν φτάνει. Απαιτείται και ένα ολοκληρωμένο, πειστικό, ριζοσπαστικό σχέδιο, το οποίο αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος. Και εδώ είναι οι ευθύνες της Αριστεράς να εντοπίσει και να θέσει δημοσίως τις βασικές αιχμές που έχουν να κάνουν με την υπεράσπιση των δυνάμεων της εργασίας, του δικαιώματος στην κατοικία, την μετάβαση σε ένα οικολογικό μοντέλο με όρους κοινωνίας και δημοκρατίας, με μια πολυδιάστατη, φιλειρηνική εξωτερική πολιτική. Με αυτές τις αιχμές θα πρέπει να γίνεται η συζήτηση για ένα Λαϊκό Μέτωπο. Αυτό λείπει. Η συζήτηση για το περιεχόμενο. Περιορίζεται η συζήτηση σε ένα επίπεδο ηγεσιών και προσωπικών, κομματικών στρατηγικών. Εμείς πρέπει να την ανοίξουμε, για να πειστεί η κοινωνία ότι μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος. Αυτή τη στιγμή υπάρχει και αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και έλλειψη ελπίδας ότι μπορεί να υπάρξει άλλος τρόπος. Ας πάρουμε παράδειγμα από το τι έκανε στη Νέα Υόρκη ο Ζοχράν Μαμντάνι.

Η συζήτηση περί λαϊκού μετώπου μήπως έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις στα κόμματα της Αριστεράς και του Κέντρου;

Μπορεί να φαίνεται ότι έχει ξεπεραστεί σε επίπεδο ηγεσιών, αλλά έχει γίνει ακόμα πιο ισχυρή σε επίπεδο κοινωνίας. Η κοινωνία νιώθει μεγάλη πίεση από το καθεστώς Μητσοτάκη και οι ηγεσίες των κομμάτων είναι πολύ πίσω από τις κοινωνικές ανάγκες. Σημειώνω το εξής: το αίτημα για ενότητα της Αριστεράς ποτέ δεν ήταν προβληματικό. Αντίθετα ήταν αυτό που δημιούργησε την Αριστερά η οποία σε μια προηγούμενη ιστορική φάση διεκδίκησε το φαινομενικά αδύνατο: τη βαριά ευθύνη να αναλάβει την τύχη της χώρας.

Στις δημοσκοπήσεις δεν σχηματοποιείται μια τέτοια ανάγκη, ούτε η Νέα Αριστερά που την υποστηρίζει παίρνει πόντους από αυτό.

Κάθε έρευνα κοινής γνώμης δείχνει ένα πράγμα: την πλειοψηφική άποψη της ενότητας απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και δουλειά της Αριστεράς είναι να πολιτικοποιεί και να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε αυτό το αίτημα. Ούτε να υποτάσσεται σε αυτό άνευ όρων, ούτε να το απαξιώνει.

Όσον αφορά εμάς, ναι μιλάμε για λαϊκό μέτωπο, αλλά πρέπει να γίνουμε πολύ πιο συγκεκριμένοι. Ποιες είναι οι βασικές αιχμές που θα βάλουμε μπροστά και με τις οποίες προσερχόμαστε στον διάλογο; Δεν μπορούμε να μένουμε μόνο σε ένα επίπεδο του «να τα βρουν» οι ηγεσίες των κομμάτων. Άλλωστε αυτό δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αλλά στη φάση που βρισκόμαστε, πιστεύω ότι αν η Νέα Αριστερά εμφανίσει μια ενωτική, ριζοσπαστική πρόταση -όχι διακηρυκτικά, αλλά βασισμένη σε συγκεκριμένες τομές- τότε θα συμβάλλουμε στο ξεμπλοκάρισμα του χώρου.

Τι μέτρα παίρνετε για να αντιστραφούν οι δημοσκοπήσεις και να αποκτήσει ορατότητα και ρεύμα η Νέα Αριστερά;

Δυστυχώς είμαστε κι εμείς μέρος της πορείας απαξίωσης της ευρύτερης Αριστεράς. Αυτό είναι κάτι που προφανώς δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε. Και από τη στιγμή που είμαστε μια νέα και μικρή δύναμη, δεχόμαστε ακόμα μεγαλύτερη δημοσκοπική πίεση. Τι κάνουμε; Καταρχήν αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες και νιώθουμε ότι η δουλειά μας αποδίδει –δείτε το παράδειγμα του ΟΠΕΚΕΠΕ που έχουμε πρωταγωνιστήσει στην αποκάλυψη του σκανδάλου με 8 κοινοβουλευτικές ερωτήσεις. Συμμετέχουμε σε πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες –δείτε το αντιπολεμικό κίνημα, τη συμμετοχή μας στο March to Gaza και την αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό. Εκπέμπουμε ένα σαφές μήνυμα: η Δεξιά απέτυχε, η Αριστερά μπορεί.

Πρέπει να έχουμε αυτή την αυτοπεποίθηση -του «μπορεί»- και όχι μια λογική που λέει «η Αριστερά του μεταξύ μας». Νομίζω ότι δεν θα μας πάει πουθενά. Η κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η Νέα Αριστερά είναι η ολοκλήρωση της προγραμματικής της δουλειάς. Όχι με όρους εργαστηρίου, δεν είναι ζητούμενο να έχουμε μόνο ένα πάρα πολύ καλό κείμενο, αλλά να μπορούμε με αυτό να απευθυνθούμε σε συνδικάτα, φορείς, στην κοινωνία των πολιτών, σε οικολογικές οργανώσεις και να συζητήσουμε και να διαμορφώσουμε μαζί τους. Βεβαίως, να μην φοβηθούμε τις πολιτικές πρωτοβουλίες, τη συνεννόηση και τη συνεργασία όπου αυτό είναι εφικτό και με όποιους είναι εφικτό. Αν ξέρεις τι έχεις να πεις, τότε δεν φοβάσαι τον διάλογο.

Το σαββατοκύριακο έχετε Κεντρική Επιτροπή, ενόψει και του προγραμματικού συνεδρίου. Φαίνεται να είναι ένα από τα επίδικα το λαϊκό μέτωπο ή η ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Μπορεί να προκύψει μια σύνθεση;

Δεν πρέπει να βλέπουμε τα πάντα ως δίλημμα. Είμαστε σε μια περίοδο εξαιρετικά ρευστή, που δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Πρέπει να έχουμε ανοιχτά αυτιά, ανοιχτά μυαλά και δράση παντού, για να μπορούμε να συμμετέχουμε σε όλα αυτά που πρέπει. Μπορεί επομένως να υπάρξει ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση, αλλά και ένας πρωταγωνιστικός ρόλος της Νέας Αριστεράς στις ευρύτερες διεργασίες που ήδη γίνονται και έχουν να κάνουν με τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας. Αλίμονο αν απέχουμε και αν δεν αφουγκραστούμε το αίτημα της κοινωνίας να υπάρξει ένας άλλος δρόμος για αυτή τη χώρα. Μόνο με ισχυρή Αριστερά μπορεί να υπάρξει Λαϊκό Μέτωπο. Σε αυτό νομίζω συμφωνούμε όλοι και όλες.

Πυκνώνουν οι πρωτοβουλίες του Αλέξη Τσίπρα, προς μια κατεύθυνση συγκρότησης ενός χώρου, ενδεχομένως με τον εαυτό του στο τιμόνι αυτού. Πώς τις κρίνετε;

Πράγματι πυκνώνουν, αλλά μένει να φανεί το πρόσημο που θα έχουν και οι σκοπιμότητες που θα εξυπηρετούν. Άρα θα έλεγα ότι δεν μπορώ να σχολιάσω κάτι που είναι στη σφαίρα των δημοσιογραφικών σεναρίων. Το κρίσιμο όμως είναι να γίνει κατανοητό ότι δεν χρειαζόμαστε να βρούμε τον έναν που θα λύσει τον άλυτο γρίφο του «ποιος θα νικήσει τον Μητσοτάκη», αλλά πώς θα πείσεις μια ολόκληρη κοινωνία ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη προοπτική σε πορεία εντελώς διαφορετική από το καθεστώς Μητσοτάκη. Και αυτό απαιτεί δουλειά, σχέδιο, πρόγραμμα και συλλογική δράση.

Ιωάννα ΔρόσουΗ ΕΠΟΧΗ