Δριμύ «κατηγορώ» προς την κυβέρνηση για το θέμα της ακρίβειας απευθύνει ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων και βουλευτής Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Χαρίτσης καταθέτοντας παράλληλα τους τρεις άξονες της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αναφερόμενος στο θέμα της ΔΕΗ ο ίδιος κάνει λόγο για σκανδαλώδεις και λανθασμένες αποφάσεις, οι οποίες επιφέρουν δυσμενείς συνέπειες.
Σχετικά με την αντιμετώπιση των ανισοτήτων ο Αλέξης Χαρίτσης αναφέρει ότι «το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, η νέα αρχή που χρειάζεται η χώρα, έχει στον πυρήνα του όχι μόνο την ενίσχυση των οικονομικών πολιτικών στήριξης των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων και την αντίστροφη φορολόγηση του ‘ελληνικού 1%’».
* Η ακρίβεια λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα. Τι θα πρέπει να γίνει, κατά τη γνώμη σας, για να ενισχυθούν οι πολίτες;
Η αντιμετώπιση του κύματος των ανατιμήσεων από την κυβέρνηση παραπέμπει στον τρόπο που η Νέα Δημοκρατία το 2008 είχε αντιδράσει στην παγκόσμια οικονομική κρίση: αρχικά με καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις ότι αυτά συμβαίνουν μακριά και στη συνέχεια με σπασμωδικά ημίμετρα μηδενικής αποτελεσματικότητας. Κατά τον ίδιο τρόπο, η κυβέρνηση της Ν.Δ. το καλοκαίρι του 2021 έδειξε τα όριά της: αυτά μιας επαρχιώτικης αντίληψης για το διεθνές γίγνεσθαι και μιας ιδεοληπτικής εμμονής στην αυτορρύθμιση της αγοράς. Το αποτέλεσμα είναι μια κρίση που απειλεί άμεσα την κοινωνική συνοχή και την οικονομική βιωσιμότητα.
Το εξοργιστικό είναι ότι ακόμα και σήμερα -που ήδη είναι αργά- η κυβέρνηση δεν κάνει πίσω από την επιλογή της να μην παρέμβει ενεργητικά για την ανάσχεση του κύματος των ανατιμήσεων. Διότι πρέπει να καταλάβουμε ότι η ακρίβεια δεν είναι μονόδρομος. Οι δυσκολίες μπορούν να αντιμετωπιστούν εφόσον υπάρχει σχέδιο κοινωνικής και αναπτυξιακής αντίληψης.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος περιγράφει την αποφασιστική ρύθμιση της αγοράς και την πάταξη της αισχροκέρδειας με κύριο στόχο τη μείωση των τιμολογίων της ενέργειας, που με τη σειρά τους θα φέρουν μείωση των τιμών σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Ο δεύτερος αφορά τη λήψη έκτακτων μέτρων για φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα και προσδιορισμένα προγράμματα επιδότησης του ενεργειακού κόστους για ευάλωτα νοικοκυριά, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την ενεργοβόρο βιομηχανία. Ο τρίτος εστιάζει στην ενίσχυση του εισοδήματος των καταναλωτών με πρώτο βήμα τη γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού.
* Εκτιμάτε πως πρόκειται για παροδικό φαινόμενο;
Οι κρίσεις της εποχής μας δείχνουν ότι έχουν αντοχή, διάρκεια και συχνά μεταβολίζονται σε νέες κρίσεις με άλλα χαρακτηριστικά. Πρόσφατα άλλωστε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιβεβαίωσε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι παροδικό.
Η κατανόηση των διαστάσεων του φαινομένου υπαγορεύει και τις δράσεις μας. Ο κύριος κίνδυνος που έχουμε μπροστά μας είναι η παγίωση και εμπέδωση της ακρίβειας σε μόνιμη συνθήκη. Το παράδειγμα της ηλεκτρικής ενέργειας είναι το πιο χαρακτηριστικό. Οι κυβερνητικές επιλογές για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν είναι απλά λανθασμένες -ή και σκανδαλώδεις υπό μία έννοια. Είναι ταυτόχρονα μια απόφαση που υπονομεύει τη δυνατότητα χάραξης εθνικής ενεργειακής πολιτικής και ελέγχου των τιμολογίων του ρεύματος. Η εκποίηση της ΔΕΗ παγιώνει τη σημερινή κατάσταση. Κατά συνέπεια η αναστροφή της απαιτεί από τη δική μας πλευρά στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής.
* Πώς σχολιάζετε τη φράση του υπουργού Ανάπτυξης Άδ. Γεωργιάδη, ο οποίος, απευθυνόμενος προς τους επιχειρηματίες της εστίασης, τους κάλεσε να κλείσουν τα μαγαζιά τους;
Ο κυνισμός και η αλαζονεία είναι κακοί σύμβουλοι. Δυστυχώς η κυβέρνηση έχει επιλέξει να κινείται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους σε κάθε δύσκολη στιγμή. Οι επιχειρήσεις έχουν υποφέρει από δεκάδες αντιφατικές αποφάσεις, που οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στο να χαθεί κάθε εμπιστοσύνη των πολιτών στην Πολιτεία.
Τώρα η κυβέρνηση μεταθέτει στην εστίαση και στο λιανεμπόριο την ευθύνη για την ιχνηλάτηση της πανδημίας. Φορτώνει σε επαγγελματίες και εργαζόμενους μια δυσανάλογη ευθύνη, ενώ την ίδια στιγμή ο τζίρος πέφτει, οι υποχρεώσεις συσσωρεύονται και οι ανατιμήσεις γονατίζουν τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Είναι εξοργιστικό ότι η κυβέρνηση το μόνο που μπορεί να τους προτείνει είναι να “κλείσουν”. Από την άλλη είναι και αποκαλυπτικό της αντίληψης μίας κυβέρνησης που θεωρεί ότι απευθύνεται σε υπηκόους και όχι σε πολίτες.
* Μέσα στην πανδημία φαίνεται ότι αυξάνονται οι ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτι το οποίο αφορά και την Ελλάδα. Έχετε κάποια συγκροτημένη πρόταση για το πώς θα αντιστραφεί αυτό το φαινόμενο;
Η καταπολέμηση των ανισοτήτων είναι μία παγκόσμια πρόκληση, που καθορίζει σήμερα τη δημόσια αντιπαράθεση διεθνώς. Η συζήτηση αυτή ανοίγει νέους δρόμους σκέψης και δράσης στην Αριστερά, η οποία έχει στον καταστατικό της πυρήνα την άρση των πολλαπλών ανισοτήτων. Κατά συνέπεια πρέπει να αξιοποιήσουμε την ιστορική αυτή δυνατότητα να μιλήσουμε ξεκάθαρα και συγκεκριμένα για το όραμα μιας κοινωνίας δίχως ανισότητες.
Η Ελλάδα γνωρίζει μια νέα περίοδο όξυνσης των ανισοτήτων εξαιτίας των συνεπειών της δίδυμης κρίσης της πανδημίας και της ακρίβειας. Στην εξίσωση αυτή καταλυτικός είναι ο ρόλος της κυβέρνησης, που προωθεί πολιτικές στήριξης των εγχώριων ελίτ. Εκεί εγγράφονται η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η αποδιάρθρωση της Υγείας, η υποβάθμιση της δημόσιας Παιδείας.
Κατά συνέπεια το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, η νέα αρχή που χρειάζεται η χώρα, έχει στον πυρήνα του όχι μόνο την ενίσχυση των οικονομικών πολιτικών στήριξης των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων και την αντίστροφη φορολόγηση του “ελληνικού 1%”, αλλά και την θωράκιση, επέκταση και ανανέωση των δημόσιων πολιτικών στην Υγεία, στην Παιδεία και στην εργασία με στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων, την κοινωνική κινητικότητα και την οικονομική δικαιοσύνη.
* Το ιδιωτικό χρέος αποτελεί ένα μεγάλο «αγκάθι» για την κοινωνία και την οικονομία. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, διότι αντίκειται στους ευρωπαϊκούς κανόνες. Τι ισχύει;
Τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα. Δίχως διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταθέσει ολοκληρωμένη πρόταση για τη ρύθμιση του χρέους της πανδημίας με κούρεμα της βασικής οφειλής. Αυτό είναι το πρώτο βήμα.
Το επόμενο είναι η κατάργηση του αντικοινωνικού Πτωχευτικού Κώδικα της Ν.Δ. με ένα σταθερό και ολιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους με επίκεντρο την προστασία των οφειλετών. Το τρίτο είναι η διασφάλιση της δυνατότητας των επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσα από την ενίσχυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας και την ορθολογική και δίκαιη κατανομή των κονδυλίων του ταμείου ανάκαμψης.
Η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας σε αυτές τις προτεραιότητες είναι ενδεικτικές μιας αντίληψης για τη μικρότερη δυνατή κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Πέραν των ορίων του διεθνούς πλαισίου, που σήμερα βεβαίως δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που ζήσαμε την περίοδο των Μνημονίων, το τι υλοποιεί τελικά μία κυβέρνηση είναι ζήτημα στρατηγικών στόχων και τακτικής ευελιξίας.
Θυμίζω ότι στις μέρες της μνημονιακής επιτροπείας η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε πετύχει ρύθμιση για τις ασφαλιστικές εισφορές. Αντιθέτως κάθε μέτρο ενίσχυσης της θέσης των πολλών βρίσκεται στον αντίποδα των προτεραιοτήτων της σημερινής κυβέρνησης.
* Όλες οι προβλέψεις συντείνουν στο ότι φέτος θα υπάρξει ισχυρή ανάκαμψη στην ελληνική οικονομία. Πώς το σχολιάζετε;
Προφανώς μετά από μια χρονιά ερημοποίησης της οικονομικής κίνησης θα υπάρξει ανάκαμψη. Αυτό είναι λογικό, θετικό και αναμενόμενο. Δεν συνεπάγεται όμως έξοδο από το πρόβλημα που μας περιμένει λίγα μέτρα πιο κάτω. Και γι’ αυτό θεωρώ εξαιρετικά προβληματική την κυβερνητική επιλογή των πανηγυρισμών και των ηχηρών διαβεβαιώσεων ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας.
Η πραγματική οικονομία είναι ιδιαίτερα εξασθενημένη μέσα από την εμπειρία των διαδοχικών κρίσεων: αντιμετωπίζει ζωτικό πρόβλημα ρευστότητας, συσσωρευμένα χρέη και αβέβαιες προοπτικές. Χωρίς ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ρύθμισης της αγοράς και στήριξης μικρομεσαίων και εργαζομένων, καμία ονομαστική ανάκαμψη δεν μπορεί να μετατραπεί σε συμπεριληπτική, βιώσιμη ανάπτυξη που θα αφορά το σύνολο της κοινωνίας.
* Το δημόσιο χρέος είναι στην περιοχή του 200% ενώ και το έλλειμμα σε πολύ μεγάλο ύψος. Ανησυχείτε μήπως κληθείτε ξανά να διαχειριστείτε ένα νέου τύπου Μνημόνιο, εφόσον σας επιλέξει ο ελληνικός λαός στις επόμενες εκλογές;
Αυτό που μας ανησυχεί είναι τι θα σημάνει μια τέτοια εξέλιξη για τον ελληνικό λαό. Ένα ιστορικό πισωγύρισμα θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες σε μία χώρα που μόχθησε τόσο σκληρά για να βγει από τη μνημονιακή επιτροπεία. Για τον λόγο αυτόν και μόνο, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει και πρέπει να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας πριν φτάσουμε εκεί. Τα καταφέραμε ήδη μία φορά σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
Είμαστε περήφανοι επειδή καταφέραμε να βγάλουμε τη χώρα από τα Μνημόνια, να ρυθμίσουμε το χρέος, να βάλουμε σε τάξη τα δημόσια οικονομικά, οδηγώντας ταυτόχρονα την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και προωθώντας πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Τώρα όμως το ζήτημα είναι να πατήσουμε στη θετική αυτή παρακαταθήκη και να χρησιμοποιήσουμε την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία για το επόμενο βήμα: για μια νέα αρχή για τη χώρα με προοδευτικές πολιτικές και ριζοσπαστικές τομές.
* Οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το «φως» της δημοσιότητας δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καρπώνεται τη φθορά της Ν.Δ. Πόσο σας ανησυχεί αυτό; Χρειάζονται αλλαγές στην πολιτική σας κατεύθυνση και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές;
Αυτό που βλέπω είναι ότι υπάρχει οργή και απογοήτευση για την κυβέρνηση. Το κύριο ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να μην μετατραπεί αυτή η απογοήτευση σε παραίτηση ή σε μια αντιπολιτική στάση που θα δυναμιτίσει τη δημοκρατία μας, αλλά σε δύναμη πολιτικής αλλαγής και κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Ο δικός μας λόγος οφείλει να υπογραμμίζει τη δυνατότητα η πολιτική να έχει νόημα για τους πολλούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αρκείται στη γενικόλογη καταγγελία ή στην υπόσχεση της επιστροφής σε χαμένους παραδείσους. Οφείλει να είναι συγκεκριμένος και ριζοσπαστικός ώστε να είναι πειστικός και ελκτικός.
* Πώς «βλέπετε» τη διαχείριση του ταμείου ανάκαμψης, αλλά και του ΕΣΠΑ από την κυβέρνηση;
Ως την απόδειξη ότι πίσω από τις επικοινωνιακές φιέστες κρύβονται μια ξεκάθαρα μεροληπτική υπέρ των λίγων αντίληψη για τη διαχείριση των δημόσιων πόρων, μια εξαιρετικά στενόμυαλη αντίληψη για τις δυνατότητες της χώρας και μια πολύ ανεπαρκής διαχείριση.
Η κυβέρνηση σπαταλά την ιστορική δυνατότητα ανασύνταξης και μετασχηματισμών που προσφέρει το ταμείο ανάκαμψης και το μετατρέπει σε μηχανισμό ανακύκλωσης ενός παρωχημένου και αποτυχημένου παραγωγικού μοντέλου. Χωρίς περιφερειακή διάρθρωση, χωρίς σχέδιο για την ενίσχυση και την αναβάθμιση της βιομηχανίας και της πρωτογενούς παραγωγής, χωρίς μέριμνα για τη στήριξη δυναμικών μικρομεσαίων εγχειρημάτων.
Από εκεί και πέρα, διαχειριστικό χάος: μέσα σε μόλις επτά μήνες η κυβέρνηση αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις για τις φετινές δαπάνες του ταμείου ανάκαμψης κατά περισσότερο από 1 δισ. ευρώ. Αν προσθέσουμε το διαφαινόμενο πάγωμα των πληρωμών του ΕΣΠΑ, η εικόνα αρχίζει να γίνεται εκρηκτική, καθώς η Τοπική Αυτοδιοίκηση και χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα βρεθούν μετέωρες και ακάλυπτες σε μια δύσκολη συγκυρία.
Πρόκειται για μια εξέλιξη εξαιρετικά ανησυχητική και για τον λόγο αυτόν έχω καταθέσει επίκαιρη ερώτηση προς τον αρμόδιο υπουργό ζητώντας εξηγήσεις για την υπονόμευση των βασικών χρηματοδοτικών εργαλείων από την υποτίθεται «φιλοαναπτυξιακή» κυβέρνηση της Ν.Δ.