Συνεντεύξεις

Αλέξης Χαρίτσης: Η κατεύθυνση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη σταδιακή αποκατάσταση των απωλειών

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Έχουμε ευρωεκλογές με έντονο το άρωμα εθνικών. Ο κ. Μητσοτάκης, μάλιστα ζήτησε νίκη για να κριθούν και οι εθνικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς τις προσεγγίζει;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, νομίζω, δεν μπορεί να στοχεύει σε τίποτε άλλο πέρα από τη νίκη, να επιβεβαιώσει ότι παραμένει η πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα. Τα προηγούμενα χρόνια και μετά την επώδυνη συμφωνία του 2015, χρειάστηκε να εφαρμόσουμε δύσκολες πολιτικές, προχωρήσαμε όμως και σε μια σειρά παρεμβάσεις υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας, όπως επίσης και για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Πρωτοβουλίες που πολλαπλασιάζονται μετά την έξοδο από τα μνημόνια και δείχνουν την κατεύθυνση που θέλουμε να ακολουθήσουμε. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ειδικά σ’ αυτές τις ευρωεκλογές θα διαμορφωθεί σε σημαντικό βαθμό και το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα διεξαχθούν και οι εθνικές, μετά από λίγους μήνες. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι σημαντικό να εκφραστεί ένα πλειοψηφικό αριστερό – προοδευτικό ρεύμα, ακριβώς λόγω του σημαντικού έργου που έχει γίνει το προηγούμενο διάστημα, αλλά και των κρίσιμων εξελίξεων στην Ευρώπη. Στις ευρωεκλογές πρέπει να δοθεί ένα σαφές μήνυμα ότι οι έλληνες πολίτες δεν πρόκειται να επιτρέψουν την επιστροφή της χώρας μας σε ένα αμαρτωλό παρελθόν, που οδήγησε στην κρίση με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.

Πώς διαψεύδεται το αφήγημα του «απομονωμένου» ΣΥΡΙΖΑ

Έχουμε, όμως, και τις δημοσκοπήσεις. Οι συγκεντρώσεις, ωστόσο, που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν αλλαγή κλίματος. Πώς ερμηνεύεις αυτή τη διάσταση;
Δεν έχετε δει τίποτα ακόμη. Ο προοδευτικός κόσμος της χώρας μπορεί να βρισκόταν μέχρι σήμερα σε μια στάση αναμονής και κριτικής απόστασης, αλλά όπως και στο παρελθόν, την κρίσιμη ώρα της κάλπης θα κινητοποιηθεί και θα δώσει την ηχηρή απάντησή του στις συντηρητικές φωνές και στην προσπάθεια παλινόρθωσης ενός αμαρτωλού κατεστημένου που μας οδήγησε στα βράχια των μνημονίων. Οι δημοσκοπήσεις τα τελευταία χρόνια αποτυγχάνουν να αποτυπώσουν ορθά τις πολιτικές τάσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, κυρίως λόγω της κατάρρευσης των παγιωμένων συσχετισμών του παρελθόντος και της μεγάλης πολιτικής ρευστότητας. Το είδαμε για παράδειγμα στο Brexit, στις εκλογές στις ΗΠΑ, αλλά και άλλων χωρών. Θα ήταν ωστόσο, λάθος να τις αγνοήσουμε εντελώς και αυτό γιατί δίνουν μια εικόνα, έστω και αν δεν είναι πλήρης.
Γνωρίζουμε για παράδειγμα, ότι υπάρχει πολύς κόσμος που πίστεψε και στήριξε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά έχει αποτραβηχτεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Κοιτάζει, πλέον, την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από απόσταση, χωρίς όμως, όπως καταγράφεται και στις έρευνες, να έχει μετακινηθεί κάπου αλλού και αυτό είναι κάτι σημαντικό. Από την άλλη, λόγω και της μιντιακής παντοκρατορίας του παλιού κατεστημένου, υπάρχει πολύς κόσμος που διστάζει να εμφανίσει δημοσίως την πολιτική του προτίμηση. Η δουλειά λοιπόν που πρέπει να κάνουμε, είναι αφενός, τον κόσμο που απομακρύνθηκε να τον φέρουμε πάλι κοντά μας, κι αυτό γίνεται με την υλοποίηση πολιτικών που ακουμπούν στις ανησυχίες και προσδοκίες του, για την ανάπτυξη, την εργασία, το κοινωνικό κράτος. Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το δεύτερο είναι να δώσουμε στον αριστερό κόσμο το θάρρος να βγει μπροστά και να δηλώσει με ευθύτητα την πολιτική ταυτότητα, όπως γίνεται το τελευταίο διάστημα στις μεγάλες και ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις που διαψεύδουν το αφήγημα του «απομονωμένου» ΣΥΡΙΖΑ και ενισχύουν τη συλλογική και ατομική μας αυτοπεποίθηση. Έχουν άλλωστε, γίνει πολύ σημαντικά βήματα, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, τα οποία πρέπει ως αριστερές και αριστερούς να μας κάνουν περήφανους. Χωρίς βέβαια αλαζονεία και έπαρση, γνωρίζοντας όλες τις δυσκολίες.

Να αντιπαραβάλλουμε τα δύο πολιτικά προγράμματα

Είναι αλήθεια ότι παρά το σαφές προβάδισμα που έχει η ΝΔ, όλο και περισσότερο στις ανακοινώσεις της και στον λόγο του προέδρου της διακρίνει κανείς ένα άγχος, μια αβεβαιότητα. Που το αποδίδεις;
Διακρίνω έναν εκνευρισμό, θα έλεγα, που διαψεύδει, την εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη δημοσκοπική παντοκρατορία. Αυτό που προσπάθησε, επί τρία χρόνια, να κάνει ο κ. Μητσοτάκης φτάνει στο τέλος του: να επιτεθεί στην κυβέρνηση με όλο το μιντιακό σύστημα πίσω του, είτε με παραπληροφόρηση και fake news, είτε με κριτική που δεν άντεχε στην πραγματικότητα, αποκρύπτοντας, ταυτόχρονα, το πραγματικό του πρόγραμμα. Τώρα, στην ευθεία για τις εκλογές, όπου εκ των πραγμάτων, κάθε πολιτική δύναμη, είναι υποχρεωμένη να παρουσιάσει το πρόγραμμά της, γίνεται, νομίζω, εμφανής η ουσία του προγραμματικού λόγου του κ. Μητσοτάκη. Δεν είναι ότι δεν έχει πρόγραμμα. Το αποκρύπτει. Τώρα σιγά – σιγά αποκαλύπτεται και οφείλουμε να αντιπαρατεθούμε, πλέον, προγραμματικά. Προσωπικά, δεν είμαι κατά της πόλωσης, αρκεί να έχει πολιτικά, προγραμματικά χαρακτηριστικά. Έχουμε τεράστιο πλεονέκτημα εδώ χάρη σε όλα όσα πετύχαμε τα προηγούμενα χρόνια, ότι καταφέραμε να βγάλουμε τη χώρα από το μνημόνιο, να επιλύσουμε ιστορικές εκκρεμότητες, να πάρουμε μέτρα στήριξης των ασθενέστερων και της κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά και όσων δρομολογούμε το επόμενο διάστημα για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, την αυτοδιοίκηση, τα δικαιώματα, το κοινωνικό κράτος, τον παραγωγικό και οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Σ’ αυτά πρέπει να επενδύσουμε, γι αυτά πρέπει να συζητήσουμε με τον κόσμο.
Το πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη είναι εξόφθαλμα νεοφιλελεύθερο, παραπέμπει σε έναν σκληρό νεοφιλελευθερισμό προηγούμενων περιόδων, που είδαμε στην Ευρώπη, τις δεκαετίες ’80 και ’90 και που πλέον και εκεί θεωρείται παρωχημένος, ακόμη και από συντηρητικές δυνάμεις. Σ’ αυτό θέλει να μας επαναφέρει ο κ. Μητσοτάκης, άρα δική μας δουλειά είναι να αποκαλύπτουμε διαρκώς αυτό το αντικοινωνικό πρόγραμμα και να το αντιπαραβάλλουμε με το δικό μας σχέδιο υπέρ των πολλών.

Σύμφωνοι, αλλά συχνά αυτό διακόπτεται από διάφορες αστοχίες, από το ίδιο το εσωτερικό της κυβέρνησης. Τελευταίο παράδειγμα τα όσα είπε ο Π. Πολάκης για υποψήφιο της ΝΔ. Αυτό, δεν μας εμποδίζει στο κύριο έργο μας;
Πράγματι. Όταν λέμε ότι η πολιτική αντιπαράθεση που έχουμε μπροστά μας είναι σφοδρή και όταν αναγνωρίζουμε ότι επικοινωνιακά ο αντίπαλος έχει πολλά περισσότερα όπλα από εμάς, πρέπει να το παίρνουμε υπόψη μας, να το εννοούμε. Γι’ αυτό μίλησα πριν για την ανάγκη να παραμένουμε αυστηρά προσηλωμένοι στον στόχο της προγραμματικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Οτιδήποτε άλλο ρίχνει νερό στον μύλο του αντίπαλου. Του δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγει από το κεντρικό, το μείζον που απασχολεί την κοινωνία και να μετατοπίζει τη συζήτηση σε δευτερεύοντα, επουσιώδη ζητήματα ύφους και επικοινωνίας.
Νομίζω ότι όλους μας, ειδικά τώρα που μπαίνουμε στην τελική ευθεία, πρέπει να μας διακρίνει μεγαλύτερη σοβαρότητα και υπευθυνότητα απέναντι στην ευθύνη που έχουμε αναλάβει στο συλλογικό εγχείρημα που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πολιτεύεται ο καθένας μόνος του. Άρα, να είμαστε πιο μετρημένοι, πολιτικοί και σοβαροί στις τοποθετήσεις μας.

Σταδιακή αποκατάσταση απωλειών η μόνη κατεύθυνση

Είπε ο πρωθυπουργός ότι μετά το Πάσχα θα κριθεί, μαζί με το οικονομικό επιτελείο, τι πρόσθετα μέτρα μπορεί να παρθούν. Η ΝΔ μιλά, ήδη, για προεκλογικές παροχές. Τι απαντάς;
Καταρχάς, τα περί παροχολογίας τα ακούμε από τον κ. Μητσοτάκη εδώ και τρία χρόνια. Όχι απλώς διότι θέλει να κάνει αντιπολίτευση, να αποδομήσει την πολιτική της κυβέρνησης, αλλά γιατί κάθε παρέμβαση που ωφελεί τις δυνάμεις εργασίας, το κοινωνικό κράτος κλπ, την αντιλαμβάνεται σαν επιδοματική πολιτική και παροχολογία. Δεν μπορεί να σκεφτεί διαφορετικά, είναι εκτός του ορίζοντά του. Οι προσλήψεις, για παράδειγμα, στην αυτοδιοίκηση, την παιδεία, την υγεία, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η στήριξη των δυνάμεων της εργασίας, η ελάφρυνση των βαρών των ασθενέστερων, όλα αυτά είναι τόσο ξένα για τον κ. Μητσοτάκη και τη ΝΔ που ο μόνος τρόπος να τα αντιπολιτευτούν είναι να τα παρουσιάσουν σαν παροχές. Εμείς όμως πρέπει να συνεχίσουμε, γνωρίζοντας φυσικά τα δημοσιονομικά περιθώρια, που, χωρίς να είναι άπειρα σιγά σιγά διευρύνονται – το πλεόνασμα πχ του 2018, παρά το κοινωνικό μέρισμα ήταν πολύ καλύτερο του αναμενόμενου. Το κρίσιμο βέβαια είναι, και εκεί συγκρούονται οι πολιτικές, πώς αξιοποιείς αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο. Εμείς αναγνωρίζουμε ότι η ελληνική κοινωνία υπέστη τρομακτική απώλεια εισοδήματος, ιδίως τα πρώτα χρόνια της κρίσης και γι αυτό ο κόσμος εξοργίζεται όταν ακούει την αντιπολίτευση να μιλά για παραχολογία. Άρα, η κατεύθυνση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη σταδιακή αποκατάσταση των απωλειών.
Οι ανάγκες, βεβαίως, θέλουν ιεράρχηση διότι είναι πολλές. Να εστιάσουμε εκεί όπου οι παρεμβάσεις θα έχουν το μεγαλύτερο αποτέλεσμα. Στοχευμένα, λοιπόν, με προτεραιότητα τις κοινωνικές ομάδες που υπέφεραν περισσότερο από την κρίση. Δεν θα πάμε σε φοροελαφρύνσεις για τους πλούσιους όταν τα ασθενέστερα στρώματα έχουν υποστεί τέτοια καταστροφή. Βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς στιβαρό κοινωνικό κράτος, που δυστυχώς δεν φτιάχτηκε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες της ευμάρειας, δεν γίνεται.

Σχετικά με την Προοδευτική Συμμαχία να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση; Εσύ πώς την αντιλαμβάνεσαι, πώς την εντάσεις στο συνολικό μας σχέδιο;
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε την ακροδεξιά να ενισχύεται επικίνδυνα σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Οι πολιτικές λιτότητας και το έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ, έδωσαν τη δυνατότητα σε δυνάμεις της συντηρητικής αναδίπλωσης, της αντιπολιτικής και του εθνικισμού, να σηκώσουν κεφάλι. Είναι απολύτως κρίσιμο, επιτακτικό θα έλεγα, να υπάρξει μια προοδευτική εναλλακτική που θα βάλει φρένο στην ακροδεξιά, αντιμετωπίζοντας τα δομικά προβλήματα που δημιουργούν το έδαφος για την ανάπτυξή της.
Αυτό έχει γίνει σαφές και σ’ άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ήταν επόμενο να μεταφερθεί και εδώ. Στη χώρα μας, ειδικά από τη στιγμή που διατρέχουμε το σοβαρότατο κίνδυνο παλινόρθωσης του παλιού πολιτικού συστήματος, πιο επιθετικού μάλιστα, αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Να δημιουργηθεί, δηλαδή, ένα ευρύτατο μέτωπο που θα αποτρέψει αυτό το πισωγύρισμα. Από εκεί και πέρα, είναι προφανές ότι συμμαχία δεν σημαίνει εξαφάνιση της διαφορετικότητας και των ιδιαιτεροτήτων που έχει ο κάθε χώρος. Ίσα – ίσα, αυτός ο πλούτος είναι και το μεγάλο όπλο της Προοδευτικής Συμμαχίας. Να διατηρήσουν, δηλαδή, όλες οι δυνάμεις, αριστερές, οικολογικές, σοσιαλδημοκρατικές, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Επειδή τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι σύνθετα και δεν επιδέχονται πάντα μονοσήμαντες απαντήσεις και λύσεις, είναι σημαντικό να διατηρηθεί αυτή η διαφορετικότητα.

Στο δρόμο της συνεργασίας

Σύμφωνοι, όμως υπάρχει μια διαφορά εδώ και με άλλες χώρες πχ Ισπανία, Πορτογαλία. Εκεί υπάρχουν δεκτικές σε συνεργασία όμορες δυνάμεις, εδώ όχι, παρά το θετικό θεσμικό βήμα της απλής αναλογικής. Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτό;
Σε κάθε χώρα υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Και ελπίζουμε σήμερα στην Ισπανία να νικήσουν οι αριστερές, προοδευτικές δυνάμεις. Για τη χώρα μας, προφανώς είναι σαφές ότι έχουμε μια μεγάλη δύναμη, τον ΣΥΡΙΖΑ και έναν αστερισμό συλλογικοτήτων οι οποίες συμμετέχουν και συμβάλλουν στο εγχείρημα. Από εκεί και πέρα το πώς θα μορφοποιηθούν αυτά και τι έκφραση θα πάρουν μετά, δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε από τώρα. Η άλλη σημαντική διαφορά με τις χώρες που αναφέραμε είναι ότι εκεί η μεγαλύτερη δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο εγχείρημα. Εδώ, βλέπουμε την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ να διεξάγει μονομέτωπο αγώνα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Έχει αποφασίσει, όπως όλα δείχνουν, να επαναλάβει το ιστορικό ατόπημα να συμπορευθεί με τη Δεξιά. Και αυτό είναι πιστεύω, αναντίστοιχο, όχι μόνο με τις ανάγκες της εποχής, αλλά και με τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των προοδευτικών πολιτών της χώρας. Πρόκειται για σφάλμα ιστορικών διαστάσεων που θα το πληρώσει. Σε κάθε περίπτωση όμως, εμείς πρέπει να επιμείνουμε στο δρόμο της συνεργασίας. Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την απλή αναλογική. Αλλοίμονο αν δεν στηρίζουμε λογικές συνεργασίας και σύνθεσης. Αυτό θα κάνουμε και το επόμενο διάστημα και ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. Τα βήματα που έχουν γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα είναι πολύ σημαντικά και όλοι οι συμμετέχοντες στο εγχείρημα έχουν επιδείξει ωριμότητα που επιτρέπει να προχωρήσει η συμμαχία στις ευρωεκλογές αλλά και στις εθνικές εκλογές.

Μια και αναφερθήκαμε σε Ισπανία, Πορτογαλία, αρνητικό εδώ είναι και το ΚΚΕ αντίθετα από ό,τι συμβαίνει εκεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται σ’ όλες τις αριστερές – προοδευτικές δυνάμεις, όχι θεωρητικά, αλλά στην πράξη. Αυτό αποδεικνύουν οι πρωτοβουλίες και τα μέτρα που πήραμε για την θέσπιση της απλής αναλογικής, για τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας, για τη διεύρυνση των ατομικών και εργασιακών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας μέσα και από τη συνταγματική αναθεώρηση. Οι αριστεροί και οι προοδευτικοί πολίτες βλέπουν και κρίνουν, σ’ αυτές τις συνθήκες σφοδρής ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης με τη δεξιά, κατά πόσο λογικές ιδεολογικής περιχαράκωσης και απουσίας, ουσιαστικά, από την κεντρική αντιπαράθεση, βοηθούν τον κόσμο της εργασίας ή αντιθέτως, προλειαίνουν το έδαφος για την παλινόρθωση της δεξιάς. Στις εκλογές, ο αριστερός κόσμος, στη μεγάλη του πλειοψηφία, θα δώσει, πιστεύω, την απάντησή του και θα στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και την προοδευτική συμμαχία.

Η πρόκληση των τετραπλών εκλογών

Η προετοιμασία για τέσσερις εκλογές, με τον φόβο για μια πέμπτη…, ήταν άθλος για τις υπηρεσίες του υπουργείου σας. Πώς πήγε, λοιπόν, αυτή η εργασία;
Ο κόσμος ίσως δεν αντιλαμβάνεται την τεράστια δυσκολία που έχει η πρόκληση των τετραπλών εκλογών. Είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη χώρα μας. Συνεπάγεται έναν πιο περίπλοκο σχεδιασμό και την ενεργοποίηση όλου του κρατικού διοικητικού μηχανισμού. Ευτυχώς η ανταπόκριση της Δημόσιας Διοίκησης ήταν εξαιρετική – για να λέμε και τα θετικά – υπάρχουν στελέχη της και εδώ στο Υπουργείο μας, που έχουν πάρει επάνω τους αυτή την υπόθεση, εργάζονται σκληρά και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Βρισκόμαστε, πλέον, στα τελικά στάδια. Την Τετάρτη εκδόθηκε και το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα για την επίσημη έναρξη της εκλογικής περιόδου. Έχουμε κάνει, νομίζω, το καλύτερο δυνατό και είμαι σίγουρος ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν χωρίς προβλήματα. Δεν εφησυχάζουμε, βέβαια.

Δεν ήταν, ασφαλώς, και το μόνο πεδίο όπου δουλεύατε το ίδιο διάστημα.
Ασφαλώς και όχι. Υπενθυμίζω ότι το τελευταίο διάστημα πήραμε σειρά από πολύ σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, ταυτοτικές, θα έλεγα, για την Αριστερά: για την απλοποίηση και την επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής της ιθαγένειας, για την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων σε όλα τα πεδία του δημόσιου και ιδιωτικού βίου και την καταπολέμηση της βίας σε βάρος των γυναικών. Πρωτοβουλίες, επίσης, για την ενίσχυση του πολύπαθου χώρου της Αυτοδιοίκησης που εδώ και δεκαετίες, δυστυχώς, είχε υποβιβαστεί σε κακέκτυπο της κεντρικής πολιτικής με παράγοντες που βλέπουν την αυτοδιοίκηση σαν βραχύβιο σκαλοπάτι για την κεντρική πολιτική σκηνή, όπου οι πελατειακές λογικές και η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος παραμένουν ενδημικές. Αυτά προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε, μαζί βεβαίως, με την τεράστια υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση που προκάλεσε η κρίση. Στο θεσμικό επίπεδο έχουν γίνει σημαντικά βήματα, όπως με την απλή αναλογική που αποτελεί μια μεγάλη δημοκρατική τομή για την Αυτοδιοίκηση. Και στο χρηματοδοτικό επίσης, με τον «Φιλόδημο», που έχει αγκαλιαστεί από όλον τον αυτοδιοικητικό κόσμο. Με πόρους άνω των 2 δισ. ευρώ που πηγαίνουν σε κρίσιμα έργα που η ίδια η Αυτοδιοίκηση ζητά. Καλύπτουμε ανάγκες σε τοπικές υποδομές που χρονίζουν για δεκαετίες, πολύ πριν την κρίση. Αξιολογούμε τις προτάσεις με αντικειμενικά κριτήρια και δεν έχουμε κανένα, απολύτως, παράπονο έως τώρα. Μεγάλη όμως ήταν και η σύγκρουση στη Βουλή με τη ΝΔ για την υποστελέχωση της Αυτοδιοίκησης. Εμείς προχωράμε σε χιλιάδες προσλήψεις για να καλυφθούν τα τεράστια κενά σε επιστημονικό προσωπικό και προσωπικό σε βασικές λειτουργίες, όπως η καθαριότητα. Η ΝΔ αντίθετα, ζητά την επαναφορά του μνημονιακού κανόνα 1/5 (μία πρόσληψη για κάθε πέντε αποχωρήσεις) και το πάγωμα, ουσιαστικά, των προσλήψεων. Αυτά είναι επιτεύγματα πάνω στα οποία θα πρέπει να κτίσουμε και για τις παρεμβάσεις μας στο μέλλον.

Μια, μερική, αντανάκλασή τους είναι πιθανό να δούμε και στις επικείμενες εκλογές;
Αυτό μένει να το δούμε στις 26 Μαΐου. Η αλήθεια είναι ότι ο χώρος μας είχε αναιμική παρουσία στην Αυτοδιοίκηση, αναντίστοιχη με την πολιτική του δυναμική. Νομίζω, όμως, ότι τώρα αυτό μπορεί να αλλάξει, ακριβώς λόγω της σημαντικής δουλειάς που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από την κυβέρνηση και στην Αυτοδιοίκηση.
Τα διλήμματα, όμως, είναι σκληρά και για τους πολίτες. Θέλουν αυτοδιοίκηση που θα σταθεί στα πόδια της και θα επιτελέσει τον κρίσιμο αναπτυξιακό και κοινωνικό ρόλο της ή θα την αφήσουμε να εξασθενίσει δίνοντας υπηρεσίες στους εργολάβους, όπως σχεδιάζει η ΝΔ; Θα έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες στο κοινωνικό κράτος, τα Κέντρα Κοινότητας, τους παιδικούς σταθμούς, τις τοπικές μονάδες υγείας ή θα λειτουργεί ως ατζέντης ιδιωτικών συμφερόντων, όπως γινόταν μέχρι τώρα; Θα υλοποιεί έργα τοπικών υποδομών ή θα παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις και θα αντιμετωπίζει το δημόσιο χρήμα ως μέσο δημιουργίας πελατειακών δικτύων;
Οι πολίτες πρέπει να πάρουν θέση. Η Αυτοδιοίκηση είναι η πρώτη επαφή του πολίτη με τη δημόσια διοίκηση, αφορά άμεσα την καθημερινότητά του. Μερικές φορές το υποτιμάμε αυτό, με την έννοια ότι ειδικά μέσα στην κρίση ο κόσμος έχει στραφεί πολύ περισσότερο στο τοπικό επίπεδο, σε σχέση με παλιότερα. Προφανώς τον ενδιαφέρει η κεντρική πολιτική, τα μεγάλα πολιτικά επίδικα. Νομίζω, όμως, ότι περισσότερο ενδιαφέρεται για το τι γίνεται στη γειτονιά του, αν υπάρχει ηλεκτροφωτισμός, πράσινοι ελεύθεροι χώροι, νοσοκομείο, παιδικές χαρές και σχολεία για τα παιδιά του. Με την κρίση ειδικά, αυτά τα θέματα απέκτησαν πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους πολίτες.

Πηγή: Η Εποχή