Ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης αναφορικά με την ακρίβεια στρέφεται ο βουλευτής και τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Αλέξης Χαρίτσης. Μιλώντας στην ΑΥΓΗ, αναφέρει ότι «η ακρίβεια δεν είναι μια φυσική καταστροφή», για να προσθέσει με νόημα ότι «είναι επιλογή της κυβέρνησης».
Παράλληλα, ο ίδιος σημειώνει αναλύοντας τις οικονομικές προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «υπάρχει διέξοδος και η διέξοδος περιλαμβάνει μέτρα σε τρεις κατευθύνσεις: στήριξη, ελάφρυνση, ρύθμιση».
Αναφορικά με την κατάσταση στην Ουκρανία, αναφέρει ότι «η μόνη απάντηση είναι η ενεργητική καταδίκη του πολέμου και η άσκηση πίεσης για την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», προσθέτοντας ότι «η κυβέρνηση της Ν.Δ. επιδεικνύει μια προβληματική νωθρότητα στις διεθνείς εξελίξεις».
Σχετικά με το ταμείο ανάκαμψης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετατρέπει μια ιστορική ευκαιρία για την κοινωνική και οικονομική ανασύνταξη της χώρας σε εργαλείο χρηματοδότησης ενός κλειστού κλαμπ λίγων και εκλεκτών», προσθέτοντας ότι αποκλείεται από αυτό η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τέλος, όσον αφορά το επικείμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. σημειώνει ότι στόχος είναι «ένα κόμμα δημοκρατικό, ανοιχτό και συμμετοχικό».
Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι θα επηρεάσουν την Ελλάδα οι εξελίξεις στην Ουκρανία; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση;
Ήδη επηρεάζουν και η πιο ορατή διάσταση είναι αυτή που αφορά τις τιμές στην ενέργεια. Δυστυχώς, ο πόλεμος στην Ουκρανία μας θυμίζει ότι σε μια εποχή παγκόσμιων διασυνδέσεων κάθε περιφερειακή σύγκρουση είναι ταυτόχρονα και δική μας. Πόσο μάλλον στην ουκρανική περίπτωση, που όντως, γεωγραφικά, βρίσκεται στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Απέναντι σ’ αυτές τις εξαιρετικά δυσάρεστες εξελίξεις, η μόνη απάντηση είναι η ενεργητική καταδίκη του πολέμου και η άσκηση πίεσης για την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία όμως υπογραμμίζει και την ανάγκη μιας εξωτερικής πολιτικής που προλαμβάνει -και δεν υποθάλπει- διαφορές που μπορεί να εξελιχθούν σε συγκρούσεις. Υπό αυτή την έννοια, επιστρέφουμε στην ανάγκη μιας εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. επιδεικνύει μια προβληματική νωθρότητα στις διεθνείς εξελίξεις. Ακόμα πιο επικίνδυνη είναι η εγχώρια διαχείριση των επιπτώσεών τους. Θα έπρεπε εδώ και καιρό να έχει έτοιμο ένα εναλλακτικό σχέδιο για την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια της χώρας. Έχει συμβεί όμως το ακριβώς αντίθετο: έχει αυξηθεί δραματικά η εξάρτηση του ενεργειακού μας συστήματος από το εισαγόμενο και εξωφρενικά ακριβό πλέον φυσικό αέριο, έχει απορρυθμιστεί πλήρως η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν αφεθεί στην τύχη τους νοικοκυριά και επιχειρήσεις απέναντι στο πρωτοφανές κύμα ακρίβειας.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως το φαινόμενο της ακρίβειας είναι διεθνές. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κάνει λόγο για συγκεκριμένες πολιτικές οι οποίες εντείνουν το φαινόμενο. Για ποιους λόγους υποστηρίζετε κάτι τέτοιο;
Η διεθνής διάσταση είναι προφανώς υπαρκτή. Αλλά αυτή δεν μπορεί να μετατρέπεται σε συγχωροχάρτι για την κυβέρνηση. Η ακρίβεια δεν είναι μια φυσική καταστροφή. Είναι επιλογή της κυβέρνησης.
Η επιλογή της είχε διαφανεί ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν έγινε αύξηση στα τιμολόγια της ΔΕΗ κατά 15%, ακυρώνοντας έτσι ουσιαστικά τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια στο 6% που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο του 2019. Η κίνηση αυτή της κυβέρνησης Μητσοτάκη δρομολόγησε αλυσιδωτές αυξήσεις σε ολόκληρη την αγορά ενέργειας.
Αυτή η ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης της Ν.Δ. κορυφώθηκε με την πεισματική άρνησή της να παρέμβει για τη στήριξη της κοινωνίας και τη ρύθμιση των αγορών όταν, από το καλοκαίρι του 2021, το φαινόμενο των ανατιμήσεων έγινε πλέον ορατό στο σύνολο της οικονομίας. Θυμίζω ότι στον προϋπολογισμό του 2022, πριν από μόλις δύο μήνες, δεν υπήρξε καμία δημοσιονομική πρόνοια για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, με την κυβέρνηση να επιμένει να μιλά για ένα παροδικό φαινόμενο.
Σήμερα πληρώνουμε τον λογαριασμό των επιλογών αυτών όπως αποτυπώθηκε και στο 6,2% του πληθωρισμού τον Ιανουάριο που συνιστά υψηλό εικοσιπενταετίας. Και όχι μόνο αυτό. Πληρώνουμε τον λογαριασμό κινήσεων που επιδείνωσαν την κρίση. Η ενέργεια είναι προφανώς το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: η κυβέρνηση ιδιωτικοποίησε τη ΔΕΗ, ξεπούλησε τα δίκτυα διανομής και έδωσε το σύνθημα για ένα γενικευμένο πάρτι κερδοσκοπίας.
Κατά συνέπεια, έχουμε δύο κρίσιμες παραμέτρους. Η πρώτη αφορά τον σκληρό πυρήνα ενός παρωχημένου νεοφιλελευθερισμού που, ακόμα κι όταν όλα γύρω του αλλάζουν, επιμένει ότι όπου να ’ναι θα φανεί το αόρατο χέρι της αγοράς. Η δεύτερη αφορά τη στρατηγική πρόσδεση της κυβέρνησης σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και την επιθυμία της μέσα στις πολλαπλές κρίσεις να κατεδαφίσει όχι μόνο τις δομές αλλά και την ίδια τη λογική του αναγκαίου δημόσιου σχεδιασμού και της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Πώς θα αντιδρούσατε εσείς για να αντιμετωπιστεί το ράλι των ανατιμήσεων αν ήσασταν κυβέρνηση;
Η ακρίβεια δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχει διέξοδος και η διέξοδος περιλαμβάνει μέτρα σε τρεις κατευθύνσεις: στήριξη, ελάφρυνση, ρύθμιση. Μια προοδευτική κυβέρνηση, όπως δείχνουν αντίστοιχα παραδείγματα στην Ευρώπη, θα έδινε το σύνθημα για μάχη κατά της ακρίβειας με συγκεκριμένα μέτρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ -όπως κάνουν χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία-, ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους της πανδημίας για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, επιδότηση του ενεργειακού κόστους με εισοδηματικά, γεωγραφικά και κοινωνικά κριτήρια τόσο για νοικοκυριά όσο και για επιχειρήσεις. Τα μέτρα αυτά συνδέονται με την εστιασμένη μείωση της έμμεσης φορολογίας του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στην ενέργεια. Πρόκειται για μέτρα που συνθέτουν τον νέο κανόνα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Αυτή τη στιγμή τα έχουν υιοθετήσει 19 από τις 27 χώρες της Ε.Ε.
Το πιο σημαντικό όμως είναι η αποφασιστική σύγκρουση με τις πρακτικές της κερδοσκοπίας. Δεν είναι δυνατό να επιδοτεί το κράτος τις υπέρογκες αυξήσεις στην ενέργεια αντί να επιδιώκει τον έλεγχο των τιμολογίων και την τιμωρία των αθέμιτων πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς.
Υπάρχει δημοσιονομικός κίνδυνος για την Ελλάδα εξαιτίας και του υψηλού χρέους;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να μην ξεχνάμε ποτέ ότι η μεγάλη δημοσιονομική ανάσα που πήρε η χώρα τα τελευταία χρόνια είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής επιτυχίας τής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να ρυθμίσει το δημόσιο χρέος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και να δημιουργήσει ταμειακά διαθέσιμα 37 δισ.
Και στη συνέχεια, όμως, μέσα στην πανδημία, αν η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε υιοθετήσει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για την ουσιαστική θωράκιση της οικονομίας, η κατάσταση θα ήταν καλύτερη και σε δημοσιονομικό επίπεδο. Διότι η στοχευμένη και αποτελεσματική επένδυση στην πραγματική οικονομία σε περίοδο κρίσης είναι μια επένδυση στην κοινωνική συνοχή αλλά και στα δημόσια οικονομικά της χώρας.
Δυστυχώς, η Ν.Δ. επιλέγει να σπαταλήσει τα δημοσιονομικά διαθέσιμα είτε σε φοροελαφρύνσεις για τους λίγους είτε σε απευθείας αναθέσεις για τους ακόμα λιγότερους -και ισχυρούς- φίλους της. Είναι μια επιλογή που οδηγεί στην κατάρρευση των νοικοκυριών και των υγιών επιχειρήσεων. Κι αυτή η κατάρρευση έχει συνέπειες στα κρατικά έσοδα. Εκεί έγκειται ο πραγματικός κίνδυνος για την πραγματική οικονομία, τις αναπτυξιακές προοπτικές και τελικά τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως έχουν αυξηθεί οι επενδύσεις κατά την τελευταία διετία. Πώς το σχολιάζετε;
Οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί για «επενδυτική έκρηξη» θυμίζουν εκείνο το περίφημο «τελευταίο μίλι» της πανδημίας. Είναι ισχυρισμοί που παραπέμπουν σε μια εικονική πραγματικότητα.
Τα δεδομένα μαρτυρούν μια άλλη πραγματικότητα. Η πρόσφατη ετήσια έκθεση του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, για παράδειγμα, δείχνει ότι τα αποθέματα Άμεσων Ξένων Επενδύσεων -ένας πολύ σημαντικός δείκτης, που αποτυπώνει τον πλούτο που τελικά μένει στη χώρα και όχι απλώς τη βραχυπρόθεσμη εισροή-εκροή κεφαλαίων- μειώθηκαν κατά 15,7% το 2020, μετά από μια πολύ σημαντική ανάκαμψη που είχε συντελεστεί κατά την περίοδο 2015-2019.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. με τις επιλογές που έχει κάνει για τις στρατηγικές επενδύσεις και τον νέο αναπτυξιακό νόμο δείχνει ότι το όραμά της είναι ένα μοντέλο ανάκαμψης που βασίζεται στη «φθηνή ανάπτυξη». Ένα αναπτυξιακό δηλαδή υπόδειγμα εσωτερικής υποτίμησης, με χαμηλό κόστος εργασίας, διευκολύνσεις και φοροελαφρύνσεις για τους ισχυρούς, αποκλεισμό των μικρομεσαίων, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, αποδυνάμωση της περιβαλλοντικής προστασίας. Πρόκειται για την επιστροφή σε ένα παρωχημένο, αναποτελεσματικό και εντέλει, όπως αποδείχθηκε, χρεοκοπημένο μοντέλο που οδήγησε στις πολλαπλές κρίσεις της περασμένης δεκαετίας.
Φαίνεται πως υπάρχει ανησυχία και από την Κομισιόν για τον τρόπο που θα διαχειριστεί η Ν.Δ. τα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης. Μάλιστα, υπάρχουν και σχετικές καταγγελίες του ευρωβουλευτή Γ. Κύρτσου για το θέμα. Πώς το σχολιάζετε; Ποια είναι η πρότασή σας για την αξιοποίηση των πόρων;
Το κύριο πρόβλημα, που είχε φανεί πολύ νωρίς, αφορά τον αποκλεισμό της συντριπτικής πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων από το ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Η κυβέρνηση έχει καταθέσει ένα σχέδιο που στην ουσία ορίζει ότι τα δάνεια θα περνούν μέσα από τις συστημικές τράπεζες, αποκλείοντας την Αναπτυξιακή Τράπεζα. Θα κατευθύνονται δηλαδή μόνο στις λίγες εκείνες επιχειρήσεις που θεωρούνται σήμερα αξιόχρεες. Ακολούθησε το φιάσκο της διαχείρισης. Από τα 2,6 δισ., που ήταν ο στόχος απορρόφησης του 2021, φτάσαμε -με τα χίλια ζόρια- στην εκτέλεση μόλις 250 εκατομμυρίων.
Το δικό μας σχέδιο εκκινεί από τη θωράκιση της οικονομίας στο σήμερα, ώστε να είναι δυνατός ο συνολικός μετασχηματισμός του αναπτυξιακού μας μοντέλου. Με διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, διάρθρωση των χρηματοδοτήσεων στη βάση των περιφερειακών αναγκών, επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, στην καινοτομία, τη βιομηχανία και τη μεταποίηση που άντεξαν μέσα στην κρίση.
H κυβέρνηση Μητσοτάκη μετατρέπει μια ιστορική ευκαιρία για την κοινωνική και οικονομική ανασύνταξη της χώρας σε εργαλείο χρηματοδότησης ενός κλειστού κλαμπ λίγων και εκλεκτών. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να της το επιτρέψουμε.
Έχετε εκφράσει το αίτημα για εκλογές την ώρα που η Ν.Δ. διατηρεί προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Πιστεύετε ότι μπορεί να ανατραπεί αυτό; Πώς βλέπετε το γεγονός ότι το ΚΙΝ.ΑΛΛ. ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις;
Τις τελευταίες εβδομάδες έχω ταξιδέψει σε διάφορες περιοχές της χώρας. Υπάρχει οργή. Ο τοξικός συνδυασμός αλαζονείας, ιδεοληψίας και ανεπάρκειας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί πια να συγκαλυφθεί από επικοινωνιακά κόλπα. Όσο κι αν διάφορα κέντρα απεργάζονται μικροπολιτικά σενάρια, το κύριο είναι η κοινωνική απαξίωση της κυβέρνησης.
Η δική μας ευθύνη είναι να μετασχηματίσουμε τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια σε προωθητικό πολιτικό μήνυμα για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα μιας νέας αρχής για τη χώρα. Μια νέα αρχή με τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να πρωταγωνιστεί, εντός και εκτός Βουλής, στην προώθηση ριζοσπαστικών τομών και ρεαλιστικών, προοδευτικών πολιτικών.
Συνεχίζετε να υποστηρίζετε τις μετεκλογικές συνεργασίες; Με ποια κόμματα θα μπορούσατε να συνεργαστείτε και σε ποιο προγραμματικό πλαίσιο;
Στην Ελλάδα για χρόνια οι συνεργασίες αντιμετωπίζονταν ως ένδειξη αδυναμίας. Είναι ώρα να αλλάξει αυτό. Οι συνεργασίες πάνω σε προγραμματικές αρχές και ιδεολογικές συγκλίσεις είναι στοιχείο ενδυνάμωσης της δημοκρατίας. Αυτή τη στιγμή υπάρχει, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, μια μεγάλη και παραγωγική συζήτηση γύρω από την άρση των ανισοτήτων και τη θωράκιση των κοινωνιών. Είναι μια συζήτηση που αφορά την Αριστερά, την Οικολογία και τη Σοσιαλδημοκρατία.
Αυτή η συζήτηση μεταφράζεται στο αίτημα για προοδευτική κυβέρνηση. Δεν είναι προϊόν παρασκηνιακών συναλλαγών, είναι προϊόν της ανάγκης. Χρειαζόμαστε δημόσιες πολιτικές, αναγέννηση του κοινωνικού κράτους, παραγωγικές επενδύσεις.
Εκεί θα κριθούμε όλοι μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για μια πραγματική πολιτική αλλαγή και η πρόσκληση είναι ανοιχτή.
Ποια είναι τα επίδικα του επικείμενου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.;
Το πρώτο είναι η αποκρυστάλλωση του σχεδίου για τη νέα αρχή της χώρας. Δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Έχουμε την κυβερνητική εμπειρία της περιόδου 2015-2019 και τις προγραμματικές επεξεργασίες μέσα στα χρόνια των πρόσφατων κρίσεων με άξονες την άρση των ανισοτήτων, την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, τη διαμόρφωση του κοινωνικού συμβολαίου του 21ου αιώνα που θα σπάει τον φαύλο κύκλο της μετάβασης από κρίση σε κρίση.
Το επόμενο βήμα είναι, μέσα από τον διάλογο και τον συγχρονισμό με τους πολλούς και τις πολλές που αγωνιούν για την επόμενη μέρα, να συμβάλουμε στην ανάδυση ενός νέου τρόπου πολιτικής δράσης και συμμετοχής. Θέλουμε ένα κόμμα δημοκρατικό, ανοιχτό και συμμετοχικό. Όπως ακριβώς η κοινωνία την οποία οραματιζόμαστε και για την οποία παλεύουμε.