Συνεντεύξεις

Αλέξανδρος Κιουπκιολής: Ρητορική των κοινών και συλλογικές πλατφόρμες, μοχλοί εξέλιξης

Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία δεν συγκρίνεται με τη φάση που πέρασε η Ελλάδα πριν πέντε χρόνια

Τη συνέντευξη πήραν οι Παύλος Κλαυδιανός και Πέτρος Κοντές

 

Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών θυμίζει ό,τι έγινε στην Ελλάδα πριν πέντε χρόνια, ως προς τη μετακίνηση των μαζών. Βεβαίως, με τις διαφορές που υπάρχουν. Είναι έτσι;

Δεν θα συμφωνούσα ιδιαίτερα. Στην Ιταλία, δεν φάνηκε να αναπτύσσεται μια πειστική αριστερή εναλλακτική τα προηγούμενα χρόνια, που να συνδέεται με τα κινήματα, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί η κοινωνική δυσαρέσκεια στο πολιτικό σύστημα, με αυτούς τους όρους. Αντίθετα, είχαμε κατάρρευση της κεντροαριστεράς -αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου- και η άλλη αριστερά περνά τη γνωστή μακροχρόνια κρίση, οπότε βρίσκεται ακόμα σε αναζήτηση επαρκών σχημάτων. Επομένως, δεν θα έλεγα ότι το αποτέλεσμα συγκρίνεται με τη φάση που πέρασε η Ελλάδα πριν πέντε χρόνια. Γι’ αυτό, πρέπει να δούμε με πολλή προσοχή τα πολιτικά συμφραζόμενα, διότι έτσι θα βγάλουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το πόσο δεξιά είναι αυτή η στροφή ή για το τι εκπροσωπεί το Κίνημα των Πέντε Αστέρων.

Κατά τη γνώμη σου τι εκπροσωπεί το Κίνημα των Πέντε Αστέρων;

Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα. Πρόκειται για ένα αντιμεταναστευτικό κόμμα. Η ιδέα ότι το Κίνημα είναι ένα κόμμα οριζόντιο, με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για τη διαμόρφωση των πολιτικών από τη βάση, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όχι γιατί δεν εφαρμόζουν τέτοιες διαδικασίες, αντιθέτως έχουν διαμορφώσει ειδικά προγράμματα μέσω διαδικτύου, αλλά γιατί αυτές οι διαδικασίες χειραγωγούνται, ενώ δεν δεσμεύουν την ηγεσία, η οποία είναι πολύ ρευστή. Παρά ταύτα, πολλοί κοινωνικοί ακτιβιστές δείχνουν μια στάση ανοχής, αν όχι και υποστήριξης, προς το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ένα μέρος κοινωνικών ακτιβιστών, που ήταν ενεργά μέλη των κοινωνικών αντιστάσεων και κινημάτων που αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, εντάχθηκαν σε αυτό τον πολιτικό σχηματισμό και μάλιστα συμμετείχαν στα ψηφοδέλτια της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου και εκλέχθηκαν.

Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων πήρε ψήφους και από την Αριστερά, ενώ από το Δημοκρατικό Κόμμα πήρε το 14%. Αυτό ενδεχομένως σημαίνει ότι κόσμος της Αριστεράς στράφηκε προς αυτό, μη έχοντας εναλλακτική λύση;

Ακριβώς αυτό. Η κεντροαριστερά δεν μπόρεσε να αποτελέσει την εναλλακτική, αφού δεν μπόρεσε να πείσει καν τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους. Οπότε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ήταν πιο κοντά στις δικές τους απόψεις, παρά τις ακραίες θέσεις που έχουν εκφράσει για το μεταναστευτικό.

Σε αναζήτηση μιας καινούριας λαϊκότητας

Επειδή αναφέρθηκες στην ανοχή στις αντιμεταναστευτικές θέσεις, το οποίο φάνηκε και στη Γερμανία, η επικράτηση των Πέντε Αστέρων είναι ένα ακόμα επεισόδιο στην αναζήτηση μιας καινούριας λαϊκότητας, εκ μέρους της Αριστεράς;

Καλό είναι να ορίσουμε τη λαϊκιστική αριστερά. Και ένα απτό παράδειγμα τέτοιας αριστεράς είναι το Ποδέμος, ένας νέος σχηματισμός που φτιάχτηκε το 2014. Αυτός ο τύπος της Αριστεράς, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από την προσπάθειά της να έχει κοινωνική απεύθυνση, να μη μιλά με κλασικούς όρους αριστεράς-δεξιάς, και να αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες, σε μια λογική ανοικτότητας, συμμετοχής και πλουραλισμού. Βέβαια, αυτές οι προσπάθειες έρχονται σε δεύτερη μοίρα, από τη στιγμή που στα εν λόγω κόμματα λειτουργεί ένα κέντρο που χαράσσει πολιτική. Ωστόσο, όλα αυτά δημιουργούν μια άλλη αύρα, αλλά και ένα σχετικό διαχωρισμό στα μάτια των ψηφοφόρων από το παραδοσιακό, διεφθαρμένο, σε κρίση πολιτικό σύστημα. Νομίζω ότι αυτά είναι τα κυριότερα στοιχεία που δημιουργούν μια μεγαλύτερη απήχηση από ό,τι έχει η παραδοσιακή αριστερά.

Η κατηγορία του «λαϊκισμού» εύκολα αποδίδεται από πολιτικούς αναλυτές σε όποια σχήματα ξεφεύγουν από το παραδοσιακό πολιτικό σχηματισμό. Όμως, στην Αριστερά οφείλουμε να τα ερμηνεύσουμε και να αξιοποιήσουμε αυτή την εμπειρία.

Η διαφορετική ερμηνευτική αλλά και πολιτική προσέγγιση του λαϊκισμού είναι μια θεώρηση που την συναντάμε κυρίως στο έργο του Λακλάου, ο οποίος είχε ως πηγή έμπνευσης τον Γκράμσι. Σύμφωνα με αυτή, λαϊκισμός δεν σημαίνει μόνο ό,τι εννοείται στην καθομιλουμένη, δηλαδή δημαγωγία και οπορτουνιστικές πολιτικές, αλλά ένα διαφορετικό σχήμα πολιτικής οργάνωσης και στρατηγικής, το οποίο έχει ως κεντρική του αναφορά το υποκείμενο του λαού ή των πολιτών, συνδέεται με τη δημοκρατία και δεν έχει στενό εθνικό ή ταξικό προσδιορισμό. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι το συλλογικό υποκείμενο βρίσκεται σε μια συνθήκη είτε περιθωριοποίησης είτε ανέχειας, υφίσταται συνέπειες της κρίσης και συνειδητοποιεί ότι η σημερινή δημοκρατία έχει γίνει αντικείμενο οικειοποίησης και διαστρέβλωσης από πολιτικές και οικονομικές ελίτ, οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν γίνει ένα κατεστημένο που αγνοεί την κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό είναι το σχήμα του προοδευτικού ή αριστερού λαϊκισμού. Δεν προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου ισχυρού ηγέτη, αλλά τη μαζική κοινωνική απεύθυνση και μια πολιτική στη λογική κοινωνικού ανταγωνισμού, δηλαδή διαίρεσης του κοινωνικού συνόλου στα δύο και αντιπαράθεσης των πολλών με τους λίγους.

Συνέπειες στο ευρωπαϊκό περιβάλλον

Πώς θα επηρεάσει κατά τη γνώμη σου στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών;

Πολύ δύσκολα, πιστεύω, θα δούμε μετατόπιση του σκληρού πυρήνα των ευρωπαϊκών πολιτικών. Δεν θα έχει σημαντικές συνέπειες, εκτός αν -ανάλογα με την κυβέρνηση που θα σχηματιστεί- υπάρξουν σοβαρές συγκρούσεις ή κοινωνικές αναταραχές στο εσωτερικό της Ιταλίας. Όποια και αν είναι η κυβέρνηση, είτε είναι οι Πέντε Αστέρες, είτε είναι η Δεξιά, όπως είναι το πιθανότερο, δεν νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι ριζικά. Το πολύ-πολύ η Δεξιά να φέρει ενστάσεις στην ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, που δεν είναι και η πιο προχωρημένη. Η Ιταλία εδώ και πολλά χρόνια είναι σε αυτή την κατάσταση της ρευστότητας, χωρίς να έχει δημιουργήσει κάποιες σοβαρές μετατοπίσεις, ούτε στο πλαίσιο της ΕΕ, ούτε και στο εσωτερικό του κράτους.

Εάν όμως βγει το λιγότερο πιθανό σενάριο και σχηματιστεί μια κυβέρνηση με κορμό τους Πέντε Αστέρες, ένα κομμάτι του Δημοκρατικού Κόμματος, τους Ελεύθερους και Ίσους κ.λπ., μπορεί να αναδειχθούν νέα αιτήματα;

Δεν νομίζω ότι θα βάλουν με ισχυρό και επιτακτικό τρόπο καινούρια αιτήματα. Και αυτό το λέω όχι μόνο λόγω του ασαφούς πολιτικού τους λόγου και την έλλειψη ενός πειστικού και συγκροτημένου προγράμματος, πέρα από κάποιες ρητορικές εναντίον των κυρίαρχων πολιτικών στην ΕΕ, αλλά και από τις μαρτυρίες που έχουμε από τον τρόπο διακυβέρνησής τους στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκεί αυτό που βλέπουμε είναι μια συνέχιση των πολιτικών πρακτικών της διακυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος.

Καινούργιος δικομματισμός στην Ελλάδα;

Για να έρθουμε στην Ελλάδα… Διαμορφώνεται, κατά τη γνώμη σου, ένας καινούριος δικομματισμός;

Αυτή τη στιγμή εκ των πραγμάτων υπάρχει ένας δικομματισμός. Εξαρτάται από το τι θα συμβεί μέχρι να φτάσουμε στις εκλογές, αν θα υπάρξει η διαφαινόμενη σταθεροποίηση, πόσο μάλλον αν υπάρξει μια ελάχιστη βελτίωση οικονομικού κλίματος, όχι μόνο με νούμερα αλλά στην κοινωνική πραγματικότητα. Τότε το πιθανότερο είναι η εμπέδωση ενός νέου δικομματισμού.

Υπάρχει κίνδυνος να εκληφθεί, όπως βλέπουμε σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συστημική δύναμη και να απομακρυνθεί ο κόσμος που επηρέαζε ή οι δεσμοί που ανέπτυξε αντέχουν ακόμα;

Είναι σαφές ότι ένα μέρος των ψηφοφόρων, ακόμα και αυτών του Σεπτεμβρίου του 2015, έχει εκφράσει την απογοήτευσή του και έχει απομακρυνθεί. Όμως, αυτό δεν μπορούμε να το αποτιμήσουμε με απόλυτο τρόπο τώρα, αλλά πρέπει να το βάλουμε στο ζύγι, μαζί με τις υπαρκτές εναλλακτικές. Μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να υπάρχουν τέτοιες. Στην Ιταλία, όπου αναφερθήκαμε νωρίτερα, υπήρξε για καιρό ένα πολιτικό κενό, το οποίο ανέδειξε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύχθηκε το 2011-2015, όταν δεν διαφαινόταν κάποια άλλη επιλογή. Σε ό,τι αφορά τις έρευνες κοινής γνώμης, που σαφώς καταγράφουν την αποσύνδεση και την απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ, η γνώμη μου είναι ότι επειδή ήταν αρκετά υψηλός ο δείκτης προσδοκιών, δεν αρκεί αυτή η καταγραφή για να προδικαστεί το αποτέλεσμα των εκλογών ούτε η πιθανή διαμόρφωση ενός νέου δικομματισμού. Πάντα ακόμα και μικρές πολιτικές αλλαγές μπορεί να παίξουν ρόλο.

Μετά και την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στη θέση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, φάνηκε πως η Δεξιά ανακάμπτει. Τελευταία, όμως, φαίνεται ότι η Δεξιά δεν μπορεί να αποτελέσει ακόμα μια ισχυρή εναλλακτική λύση, και ίσως για αυτό επιλέγει να κάνει μια δεξιά στροφή. Είναι έτσι;

Νομίζω ότι υπάρχει μια ερμηνεία που δεν οφείλεται στην ικανότητα ή την ανικανότητα του κ. Μητσοτάκη. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν υπήρχε ο μηχανισμός για να διαμορφώσει ένα κοινωνικά φιλελεύθερο στίγμα στη Νέα Δημοκρατία, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω πολύ. Ο κ. Μητσοτάκης δεν είχε και δεν έχει μια επαρκή ομάδα στελεχών πίσω του για να οργανώσει μια τέτοια στροφή. Πέραν αυτού, νομίζω ότι είναι επιλογή του κ. Μητσοτάκη να χαράξει αυτή τη δεξιά και ακροδεξιά στροφή, αφού δεν φαίνεται να του μένει και κάτι άλλο να κάνει. Σε επίπεδο κύριων πολιτικών επιλογών, η Νέα Δημοκρατία δεν έχει να πει τίποτα ουσιαστικά διαφορετικό, από αυτά που έκανε ως κυβέρνηση ή από αυτά που κάνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πείθει απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ με ένα επιχείρημα του τύπου ότι πρέπει να ασκήσουμε πίεση στην ΕΕ. Θα μπορούσε ενδεχομένως να πείσει με ένα επιχείρημα καλύτερης διαχείρισης, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί αυτό να έχει απήχηση σε μεγάλη μερίδα κόσμου. Δεν βρισκόμαστε πια στο 2008 όταν μπορούσαμε να μιλάμε ακόμη για μια διευρυνόμενη μεσαία τάξη. Έχει συρρικνωθεί σημαντικά, δεν είναι μεγάλο εκλογικό ακροατήριο. Αντίθετα, το παιχνίδι της δεξιάς ρητορικής φέρνει ψήφους και στην Ελλάδα και διεθνώς. Και αυτό είδαμε και στην περίπτωση των ιταλικών εκλογών. Είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα σε πιθανές αριστερές εναλλακτικές, και πώς μπορούν αυτές να λειτουργήσουν και πόσο ανταγωνιστικές μπορούν να είναι απέναντι στις κυρίαρχες ελίτ, από τη μια. Από την άλλη, αν αυτές δεν επιτυγχάνουν, όπως και στην περίπτωση του Ρέντσι, παρατηρείται η στροφή στο κλείσιμο του έθνους και τη στοχοποίηση των μεταναστών. Παίζει, λοιπόν, η Νέα Δημοκρατία αυτό το χαρτί. Δεν είναι παράλογο ούτε καινοφανές. Είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής κατάστασης στο κόμμα, στο κενό που έχει σε επίπεδο στελεχών, αλλά και των πραγματικών δυνατοτήτων που έχει να πείσει ότι αποτελεί μια ουσιαστική εναλλακτική απέναντι στις κύριες ακολουθούμενες πολιτικές σήμερα.

Αυτή την ώρα προσπαθεί να εντάξει τον εθνικισμό στην ατζέντα. Το μεταναστευτικό, όμως, δεν το έχει εντάξει ακόμα στη φρασεολογία της. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα;

Δεν μπορώ να κάνω τέτοιου είδους προβλέψεις, αλλά τίποτε δεν αποκλείεται. Πάντως δεν συμφωνώ με την εκτίμησή σας περί μεταναστευτικού, αφού η Νέα Δημοκρατία εκφράζει τέτοιες θέσεις και σε ανώτατο επίπεδο. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η τοποθέτηση του κ. Σαμαρά για τη μεταναστευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, υπάρχουν φωνές μέσα στη Νέα Δημοκρατία που καλύπτουν αυτό το ζήτημα και δεν χρειάζεται -προς το παρόν- να το αναλάβει ο κ. Μητσοτάκης.

Η προσπάθεια που κάνει η Κεντροαριστερά φαίνεται να συναντά δυσκολίες. Πώς κρίνεις εσύ αυτή την εξέλιξη;

Θα απαντήσω όμοια με την προηγούμενη ερώτηση. Τι το καινούριο έχει να προσφέρει αυτή η προσπάθεια, σε σχέση με όλα όσα βίωσε η ελληνική κοινωνία; Είναι πάνω κάτω τα ίδια πρόσωπα, με περίπου τις ίδιες πολιτικές. Είναι ελάχιστες οι διαφοροποιήσεις. Γιατί να πείσει αυτός ο σχηματισμός, που κατέρρευσε στις προηγούμενες εκλογές; Δεν βλέπω το λόγο γιατί ένας ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ που έφυγε το 2012 ή το 2015, και ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι είναι η σημερινή κεντροαριστερά, να πειστεί να γυρίσει πίσω.

 

Ένας νέος «τρίτος δρόμος» αναδεικνύεται

Αναφέρθηκες στην έλλειψη μιας εναλλακτικής πρότασης, που θα μπορούσε να ασκήσει κριτική στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, υπάρχει μια κοινωνική κινητικότητα, η οποία συσπειρώνεται και σε προσπάθειες λιγότερες θεσμικές, όπως είναι το παράδειγμα της διαχείρισης κοινών ή της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Μπορούν να αποτελέσουν έναν κοινωνικό πόλο συσπείρωσης σε ένα αντιπαράδειγμα που θα αποκτήσει σταδιακά και ηγεμονικά χαρακτηριστικά;

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα απέχουμε πάρα πολύ από κάτι τέτοιο. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στις συνθήκες της κρίσης, όχι μόνο της οικονομικής αλλά και του πολιτικού συστήματος, και της κοινωνικής κρίσης, αναπτύχθηκαν τέτοιες πρωτοβουλίες. Ίσως από τις πιο σημαντικές στην Ελλάδα είναι τα ιατρεία αλληλεγγύης, αλλά και η όποια συνεταιριστική προσπάθεια γίνεται τα τελευταία χρόνια. Δεν αντιστοιχούν ακόμα σε μια ηγεμονική ή αντι-ηγεμονική δύναμη ούτε έχουν αποτελεσματική οργάνωση ή κάποιο κοινό πολιτικό σχέδιο. Είναι ενδιαφέρον όμως να δούμε τι γίνεται σχετικά στις δύο διπλανές νοτιοευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή την Ιταλία και την Ισπανία, όπου έχει παρατηρηθεί μια εντονότερη κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση, τα τελευταία χρόνια. Εκεί, ορισμένες αυτοοργανωμένες κινήσεις πολιτών απέκτησαν σαφή πολιτικό χαρακτήρα.

Είναι ενδιαφέρον ότι το μεγάλο μέρος των ανθρώπων που εντάσσονται σε αυτές τις κινήσεις προέρχεται από τα κοινωνικά στρώματα που έχουν αποσυνδεθεί από το συνηθισμένο αριστερό ριζοσπαστικό ακτιβισμό και αναζητούν νέες δυνατότητες μέσα από τη λογική των «κοινών». Αυτά συνδυάζουν συλλογική αυτοοργάνωση από τα κάτω, μια αμφισβήτηση θεσμικών ιεραρχιών κ.ο.κ., άρα άμεση πολιτική συμμετοχή. Αλλά έχουν και ένα πιο πραγματιστικό και ευέλικτο χαρακτήρα με την έννοια ότι μπορούν να διαμορφώσουν πλατφόρμες πολιτών που θα διεκδικήσουν την -πολιτική εξουσία, όπως συνέβη στην Ισπανία, ή μπορούν να διαμορφώσουν πλατφόρμες πολιτών που θα διεκδικήσουν τη συλλογική διαχείριση αγαθών, όπως είναι το νερό, ή χώρους-δίκτυα στις πόλεις. Είναι μια προσπάθεια που παρακολουθώ ερευνητικά το τελευταίο διάστημα. Έχει σαφή πολιτικό χαρακτήρα και είναι συνέχεια των μεγάλων κινητοποιήσεων που είχαμε κυρίως στην Ισπανία το 2011, οι οποίες οδήγησαν σε ριζική αλλαγή κατεστημένων μορφών του κομματικού πολιτικού συστήματος σε χώρες του Νότου.

Μέσα σε αυτό το κενό, μια ομάδα πολιτών είπε ότι είναι καιρός να κάνει πολιτική οργανωμένα σε συλλογικές πλατφόρμες και να έχει μια στάση συνεργατική αλλά και διεκδικητική προς τους κυρίαρχους θεσμούς, κυρίως στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας «τρίτος δρόμος» που αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια από τα κάτω και εκφράζει έναν κόσμο της Αριστεράς και των ευρύτερων προοδευτικών ανταγωνιστικών κινημάτων, ο οποίος δεν έχει αυτή τη στιγμή κάποια κομματική ένταξη ή έκφραση. Ακόμα είμαστε σε πρώιμο στάδιο, με πολλά προβλήματα, εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις. Αλλά υπάρχουν πόλεις όπως είναι η Μπολόνια, η Νάπολι ή το Τορίνο στην Ιταλία, όπου ο η ρητορική για τα κοινά είναι σχεδόν ηγεμονική αυτή τη στιγμή και αυτό δημιουργεί ένα πολύ ευνοϊκό πεδίο παρεμβάσεων.

Ο νόμος για την απλή αναλογική που θα υιοθετηθεί για τις δημοτικές εκλογές, θα μπορούσε να δώσει μια τέτοια ώθηση και στην Ελλάδα;

Οπωσδήποτε. Μακάρι να συμβεί κάτι τέτοιο και μακάρι να αξιοποιηθεί από τους πολίτες. Είναι πολύ σημαντικό να μεταφέρουμε γνώσεις και ιδέες από όμορες χώρες που έχουν βρεθεί σε παρόμοιες συνθήκες και έχουν μπει σε ένα δρόμο άλλων δημιουργικών αναζητήσεων. Μπορούμε πια να αντλήσουμε μαθήματα από εκεί, για να κάνουμε κάτι καλύτερο.

Ο νόμος για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία είναι ένα θεσμικό πλαίσιο που αρκεί να γίνουν κάποια πρώτα βήματα στον τομέα αυτό; Γιατί βλέπουμε ότι δεν αξιοποιείται όσο θα επιθυμούσαμε.

Σίγουρα δεν αξιοποιείται. Βέβαια, ο νόμος έχει προβλήματα, αλλά δεν νομίζω ότι λειτουργούν ως τροχοπέδη. Νομίζω ότι είναι κρίσιμο να δούμε τι θα συμβεί όταν θα αρχίσουν να λειτουργούν οι νέες πηγές χρηματοδότησης, όπου εκεί μπορεί να έχουμε θετικές εξελίξεις, αλλά και πολύ αρνητικές, όπως είναι μια νέας μορφής πελατειακή σχέση. Γενικά η κοινωνία είναι μουδιασμένη τα τελευταία χρόνια και δεν αναζητεί πώς θα χρησιμοποιήσει υπάρχοντα ή καινούρια θεσμικά εργαλεία για να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες ή να επεκτείνει υπαρκτές δυνατότητες. Αλλά βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης και γι’ αυτό πρέπει να περιμένουμε. Κατά τη γνώμη μου, ο νόμος δημιουργεί δυνατότητες, τις οποίες μπορούν να αυξήσουν οι συλλογικές διεκδικήσεις και επιδιώξεις.

 

Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής έχει διδάξει πολιτική θεωρία στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και της Κύπρου, ενώ από το 2010 είναι λέκτορας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ με αντικείμενο τις «Σύγχρονες Πολιτικές Θεωρίες».

Πηγή: Η Εποχή