Συνεντεύξεις

Αλεξάνδρα Κορωναίου: Η κυβερνητική “στήριξη” στους νέους είναι υποκριτική

Η στοχοποίηση –ενοχοποίηση όπως επισημαίνει η συνομιλήτριά μας– των νέων από την κυβέρνηση είναι πολυεπιπέδη, συντονισμένη και διακρίνεται από τη ρητορική με την οποία η κυβέρνηση, και οι συν αυτή, επένδυσαν τη διαχείριση της πανδημίας μέχρι συγκεκριμένα νομοθετήματα (παιδεία, εργασιακά) που αποσαφηνίζουν ότι οικοδομείται κάτι πιο μακροπρόθεσμο που αφορά τον έλεγχο της ζωής τους. Επιχειρώντας να ρίξει στάχτη στα μάτια, η κυβέρνηση σχεδιάζει ως αντίβαρο σε αυτή τη στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση, «πακέτο άμεσης στήριξης και μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης για την ενίσχυση της νέας γενιάς», με κατεύθυνση να μη θιχτεί κανένας από τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς που κάνει για τη νέα γενιά. Για αυτά και άλλα ενδιαφέροντα ερευνητικά ευρήματα συζητάμε με την καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αλεξάνδρα Κορωναίου.

 

Διαπιστώνουμε μια διαρκή, σε πολλά επίπεδα στοχοποίηση των νέων. Από τα μέτρα διαχείρισης της πανδημίας έως συνεχή νομοθετήματα και πολιτικές επιλογές μη στήριξης. Πώς αρθρώνεται αυτή η στοχοποίηση;

Το περασμένο εξάμηνο, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διερευνήσαμε μέσω μιας ποιοτικής έρευνας τα βιώματα της πανδημίας στους νέους σε τρεις διαστάσεις: πώς βίωσαν το πρώτο λοκντάουν, πώς βίωσαν την τηλεκπαίδευση στα πανεπιστήμια όσοι βρίσκονταν σε αυτήν τη διαδικασία και τη λεγόμενη «μάχη της πλατείας». Διαπιστώσαμε ότι από την αρχή της πανδημίας οι νέοι ένιωσαν να στοχοποιούνται και να ενοχοποιούνται με αφετηρία το κυβερνητικό αφήγημα: οι νέοι δεν κινδυνεύουν από τον ιό αλλά είναι φορείς του. Οι νέοι επωμίστηκαν ως καθήκον και χρέος να περιορίσουν τις μετακινήσεις, τις επαφές, τις σχέσεις, τις σπουδές τους αλλά και την εργασία τους. Μετά το πρώτο σοκ, οι νέοι άρχισαν να αναζητούν μια «αναπλαισίωση» για να αντιμετωπίσουν μια πρωτόγνωρη και τραυματική κατάσταση. Τότε άρχισαν να βιώνουν τις κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες της διαχείρισης αυτής. Στην έρευνά μας περιγράφουν μια σειρά από απώλειες: την ελευθερία, την εγγύτητα, το φλερτ, τον έρωτα, τη φιλία, κ.ά. Περιγράφουν επίσης μια σειρά από ψυχοσωματικά συμπτώματα, από πονοκεφάλους μέχρι κρίσεις πανικού και κατάθλιψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη αυτή την περίοδο καταγράφεται σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο αύξηση των αυτοκτονιών και της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών στους νέους. Η επόμενη φάση αφορούσε την προσπάθεια διαχείρισης του χρόνου και του χώρου τους, αφού είχαν απωλέσει τις χρονικές και χωρικές αναφορές τους, ιδιαίτερα ανάμεσα στον εργάσιμο-σχολικό χρόνο και τον ελεύθερο χρόνο. Παράλληλα, όλες οι δραστηριότητές είχαν συμπυκνωθεί στο χώρο του σπιτιού και μπροστά από μια οθόνη, είχαν δηλαδή απωλέσει την επαφή τους με το δημόσιο χώρο και την κοινωνικότητα.

 

Τα μέτρα σε μεγάλο βαθμό ήταν παράλογα και αξίωναν από τους νέους συμπεριφορές αδιανόητες. Για παράδειγμα, εδώ και έξι μήνες οι νέοι που δεν συμβιώνουν στο ίδιο σπίτι δεν επιτρέπεται να κάνουν σεξ.

Πράγματι. Εκεί δημιουργήθηκε θυμός και απογοήτευση. Αντέδρασαν με την πρώτη «έξοδο» στις πλατείες, βρέθηκαν εκεί αυθόρμητα για να συναντήσουν άλλους ανθρώπους της ηλικίας τους τηρώντας αρκετά τα μέτρα των αποστάσεων και της μάσκας. Όμως, η κυβέρνηση επέλεξε να παρέμβει με κατασταλτικό τρόπο και άρχισαν οι πρώτες επιθέσεις στις πλατείες. Την ίδια περίοδο, άλλωστε, κατεβάζει το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ με σημείο αιχμής την αστυνομοκρατία στα πανεπιστήμια. Τότε οι νέοι αντιλαμβάνονται ότι πέρα από τα περιοριστικά μέτρα υπάρχει και κάτι άλλο πιο μακροπρόθεσμο που αφορά τον έλεγχο της ζωής τους. Διαπιστώνουν το ολίσθημα προς έναν ολοκληρωτισμό. Βρίσκονται μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο η αστυνομία να είναι μέσα στα πανεπιστήμια, ενώ οι νόμιμοι «κάτοικοι» απωθούνται με απίστευτη βιαιότητα από το χώρο τους. Οι «μάχες» πολλαπλασιάζονται και διευρύνονται. Κερδίζονται εν μέρει, αφού η εγκατάσταση των ΟΠΠΙ αναβάλλεται. Είναι μια νίκη των κινητοποιήσεων φοιτητών και συλλογικοτήτων σε συνεργασία με μια μερίδα των πανεπιστημιακών δασκάλων και των διοικητικών υπαλλήλων που στάθηκαν δίπλα τους με πολλαπλούς τρόπους.

 

Όσα περιγράφουμε συνιστούν μια επίθεση στρατηγικού χαρακτήρα. Από την άλλη μεριά, δεν διαπιστώνουμε αντανακλαστικά από την αριστερά. Αντίθετα, συχνά φαίνεται να παγιδεύεται στην κυβερνητική ρητορική.

Στην αρχή πράγματι υπήρξε μια καθυστερημένη ή κάπως αμήχανη διαχείριση. Όμως ο ακραίος αυταρχισμός της κυβέρνησης άλλαξε τα δεδομένα. Η αντίδραση της αριστεράς δεν αποτελούσε ένα καλοδουλεμένο σχέδιο. Όμως στον τομέα της παιδείας και υπήρχαν θέσεις και νέες θέσεις διαμορφώθηκαν στην πορεία. Σήμερα, το ζητούμενο είναι κατά τη γνώμη μου να επεξεργαστούμε σε ευρύτερο πολιτικό επίπεδο τις συναρθρώσεις ανάμεσα στην παιδεία, τον πολιτισμό και τα προτεινόμενα αντεργατικά μέτρα. Οι απόψεις μας, όσο συγκεκριμένες κι αν είναι, πρέπει να πάψουν να είναι «αποσπασματικές» και να αποτελέσουν μια στέρεη βάση για την καταπολέμηση των ανισοτήτων που διευρύνονται τρομακτικά στην περίοδο της πανδημίας για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Χρειάζεται να αναδειχθεί η ταξικότητα των μέτρων του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου και η εμφανής ή αφανής σύνδεσή τους με την απόλυτη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου. Οι νέοι πλήττονται άμεσα, βάναυσα. Είναι άλλωστε κραυγαλέα απροστάτευτοι στις νέες αβέβαιες, επισφαλείς και αγχογενείς συνθήκες της αγοράς. Η αγορά δεν τους ζητά απλώς πτυχία, γνώσεις και δεξιότητες. Τους ζητά κάτι πολυτιμότερο: την απόλυτη και καθολική δέσμευση του ατομικού και κοινωνικού τους χρόνου. Απαιτεί από αυτούς, αν δεν θέλουν να είναι άνεργοι, να είναι διαθέσιμοι ολοκληρωτικά και δεσμευμένοι σε συμβάσεις χρόνου ή έργου. Δεσμευμένοι στο χρόνο, στο χώρο, στο μυαλό και στην ψυχή. Αυτή η απαίτηση του νεοφιλελευθερισμού πλήττει τον ελεύθερο χρόνο και όχι μόνο τον εργάσιμο. Η ριζοσπαστική αριστερά είναι η μόνη δύναμη που πολιτικά μπορεί να διαμορφώσει προτάσεις που να έχουν συνολική αντίληψη, αφού γνωρίζει καλά πως ιστορικά η εργασία ήταν, είναι και θα είναι προϋπόθεση για τον ελεύθερο χρόνο. Δεν είναι όμως πια ούτε ιερό καθήκον ούτε υπέρτατη αξία των ανθρώπων. Αντιθέτως, ο ελεύθερος χρόνος, ο χρόνος της ζωής, ήταν και παραμένει το ζητούμενο για τους εργαζόμενους. Γι’ αυτόν αγωνίστηκαν με όλες τις δυνάμεις τους στη μακρόχρονη πορεία της ιστορίας.

 

Η «Καθημερινή» την περασμένη Κυριακή προανήγγειλε ένα «διπλό κυβερνητικό πακέτο άμεσης στήριξης και μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης για την ενίσχυση της νέας γενιάς» με μέτρα, όπως επιδότηση ή έκπτωση αγοράς εισιτηρίων για την παρακολούθηση πολιτιστικών δράσεων και «πρόσβαση» στον τουρισμό, χορήγηση voucher για την αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών σε μαθητές και φοιτητές. Πώς κρίνεις αυτές τις γενικές κατευθύνσεις;

Πρόκειται για εμπαιγμό. Ο σχεδιασμός είναι επικοινωνιακός και εγγράφει τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις συγκινήσεις και τον φαντασιακό κόσμο των νέων σχεδόν αποκλειστικά εντός του καταναλωτικού προτύπου της αγοράς. Θα έλεγα μάλιστα ότι τους εκπαιδεύει σε αυτό. Επιδοτεί την πρόσβαση στον κόσμο του θεάματος με βάση το κέρδος των πολιτιστικών βιομηχανιών. Δεν εννοώ πως είναι κακό να πηγαίνουν οι νέοι με μειωμένα εισιτήρια κινηματογράφο ή να ταξιδεύουν. Μακριά από μένα τέτοιες απόψεις. Εννοώ πως πέρα από το «κόστος» υπάρχει η διάσταση της ευρύτερης καλλιέργειας, της κουλτούρας, ως δύναμης και δυναμικής ανάπτυξης της κοινωνικής ζωής και της δημιουργικότητας. Ο πολιτισμός είναι αυτό που μένει όταν έχουν όλα ξεχαστεί, είχε πει κάποιος σπουδαίος, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του. Και για να μην ξεχαστούν όλα χρειαζόμαστε νοητικά και συναισθηματικά εργαλεία, τη σύνδεση του ελεύθερου χρόνου με την κουλτούρα και τη διά βίου μάθηση. Πώς εξυπηρετείται αυτή η προοπτική όταν απαξιώνονται τα μαθήματα για την τέχνη ή κινδυνεύουν να σβηστούν από τον χάρτη των πανεπιστημίων σχολές και τμήματα πολιτιστικών σπουδών, ακόμη και μουσειολογίας; Είναι υποκριτικά τα μέτρα. Υποσκάπτουμε ό,τι σχετίζεται με τον πολιτισμό, απαξιώνουμε τους νέους καλλιτέχνες και προσφέρουμε μειωμένα εισιτήρια; Η κυβέρνηση, όσο κι αν προσπαθεί, βρίσκεται μακριά από την κατανόηση των ζητημάτων που αφορούν τη νεολαία.

 

Εδώ χρειάζονται τα αντανακλαστικά της Αριστεράς για μια κοινωνική ομάδα που περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό προνομιακούς ακροατές για αυτήν, αλλά όχι άκριτα.

Θα ήταν μάλλον λανθασμένη μια προσέγγιση της αριστεράς που θα θεωρούσε τους νέους δεδομένους. Είναι «προνομιακό» εκλογικό κοινό αλλά είναι και ευμετάβλητο. Δεν χρειάζεται μόνο να προσεγγίσουμε τη νεολαία εκλογικά αλλά να εφεύρουμε εργαλεία χειραφέτησης και συνειδητοποίησης ώστε να παραμείνουν ενεργοί και συνδιαμορφωτές του κοινωνικού γίγνεσθαι. Να είναι δύναμη, μοχλός των εξελίξεων. Όλοι λένε πως «το μέλλον ανήκει στη νεολαία», αλλά ποιος το εννοεί; Πάντως, είτε αφορά τον πολιτισμό είτε την παιδεία ή την εργασία αλλά και το νέο ψηφιακό σύμπαν και την κλιματική αλλαγή, αυτό που διαφαίνεται είναι η αναγκαιότητα συνδιαμόρφωσης των πραγμάτων μαζί με τους νέους. Η αριστερά, οι αριστεροί άνθρωποι αλλά και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, δεν επιθυμούν την ήττα. Επιθυμούν, νομίζω, τη δράση για τη νίκη όχι για την ήττα. Πολύ περισσότερο οι νέοι που μεγαλώνουν στην εποχή της πανδημίας, βιώνουν ματαιώσεις και απώλειες. Σε ολόκληρη την Ευρώπη βράζει ο κορονοϊός αλλά βράζει και η νεολαία. Από αυτήν μπορούμε να περιμένουμε τις αλλαγές. Ας ελπίζουμε λοιπόν. Άλλωστε ο μήνας που έρχεται είναι ο μήνας Μάης!

Πηγή: Η Εποχή