Η καθηγήτρια στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου, Αλεξάνδρα Κορωναίου, μιλά για την μετά την πανδημία κοινωνία και τα αιτήματα που αναδεικνύονται. Όπως η ίδια τονίζει «είναι τόσο μεγάλο το σοκ που βιώνουν οι άνθρωποι, που για να αναδιαμορφωθούν και να ξαναφτιάξουν συλλογικότητες –οι οποίες θα έχουν νέες μορφές– θα χρειαστεί χρόνος.» Ωστόσο, «έχουμε ήδη πολλές και ποικίλες κινηματικές εκφράσεις διεκδίκησης και αμφισβήτησης», υπογραμμίζει, «και πρέπει να δούμε τι σημαίνουν για το μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε ακόμα σε μια εποχή επικυριαρχίας του εγωκεντρισμού και του ατομοκεντρισμού, θεμέλιες βάσεις του νεοφιλελευθερισμού.»
Εδώ και εβδομάδες επιχειρείται να χτιστεί η προσδοκία «επιστροφής στην κανονικότητα», η μετά την πανδημία εποχή να συνεχιστεί από εκεί όπου μείναμε πριν την πανδημία. Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;
Η πανδημία είναι ένα παγκόσμιο γεγονός, πολύ μεγάλης εμβέλειας και πολύ μεγάλου σοκ, ώστε να ελπίζει κανείς ότι στο τέλος αυτής της–όταν και όποτε υπάρξει– είναι δυνατόν να υπάρξει επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση. Οι αλλαγές που έγιναν και γίνονται είναι τόσο μεγάλες, τόσο βαθιές και τόσο ριζικές, που αλλάζουν όχι μόνο την κοινωνία αλλά και τον ψυχισμό των ανθρώπων. Πρόκειται για ένα τραυματικό γεγονός, το οποίο φέρνει τον άνθρωπο, τον καθένα ξεχωριστά, και τις κοινωνίες μαζί, σε αντιπαράθεση με ό,τι πιο οδυνηρό μπορούμε να σκεφτούμε: με την ασθένεια και το θάνατο, όπως και με το συνεχή φόβο αυτών.
Τα τελευταία δύο χρόνια βλέπουμε λίστες νεκρών να περνούν από μπροστά μας. Έχει αλλάξει το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας την αξία την ανθρώπινης ζωής; «Συνηθίσαμε», δηλαδή, το θάνατο;
Από την πρώτη καραντίνα μέχρι σήμερα παρατηρούνται αλλαγές στη στάση απέναντι στις ανθρώπινες απώλειες. Τον πρώτο καιρό, ο θάνατος των συνανθρώπων μας μάς συγκλόνιζε. Θυμίζω το σοκ όλης της ανθρωπότητας όταν έβγαιναν τα φορτηγά γεμάτα φέρετρα από το Μπέργκαμο. Τώρα πια δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο. Επειδή το συγκινησιακό φορτίο είναι πολύ βαρύ, αναπτύσσουμε μηχανισμούς άμυνας και άρνησης, προτιμάμε δηλαδή να μην «βλέπουμε». Από την άλλη, από το 2020 έως σήμερα υπάρχει ένα παρατεταμένο στρες, μια αγωνία, μια αβεβαιότητα. Από τη συναισθηματική εξουθένωση (burnout) έχει επηρεαστεί ο ύπνος πολλών ανθρώπων, έχουν αυξηθεί τα περιστατικά κατάθλιψης, η χρήση ψυχοφαρμάκων, οι βίαιες εκφράσεις, κ.ά.
Η κυβέρνηση επενδύει στο διάχυτο φόβο που παρατηρείται στην κοινωνία;
Δεν θα έλεγα ότι επενδύει στο φόβο, αλλά ότι τον χρησιμοποιεί ως εργαλείο διακυβέρνησης. Τώρα επιδιώκει την ψευδαίσθηση μιας «κανονικότητας». Στην πρώτη φάση της πανδημίας επένδυσε στο φόβο, όταν προσπάθησε να περάσει και τις μεταρρυθμίσεις στο εργασιακό ή την εκπαίδευση. Τώρα, στη δεύτερη φάση, επιθυμεί να «ωραιοποιήσει» την εικόνα. Η οργή, ο φόβος, η αγανάκτηση που επικρατούν αυτή τη στιγμή δεν είναι σίγουρο ότι είναι προς όφελός της, ούτε της ελληνικής κυβέρνησης ούτε καμίας, διεθνώς. Νομίζω πως τώρα θέλουν να ελέγξουν την κατάσταση και τα συναισθήματα.
Διεθνείς έρευνες καταδεικνύουν πως η πανδημία επέφερε πλήγματα στη (φιλελεύθερη) δημοκρατία. Η Ελλάδα δε, σε ορισμένες από αυτές, έχει βρεθεί στον πάτο της κατάταξης. Ήταν μια ευκαιρία που άδραξε η κυβέρνηση όσον αφορά την περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών;
Στην αρχή της πανδημίας τέθηκε ένα μεγάλο δίλημμα από τις κυβερνήσεις: η ζωή σου ή οι ελευθερίες σου. Τότε, οι περισσότεροι άνθρωποι επέλεξαν τη ζωή, την υγεία, την επιβίωση. Και καλά έκαναν. Χάθηκαν, όμως, δημοκρατικές ελευθερίες και επλήγη η έννοια της συλλογικότητας. Δεχτήκαμε τον εγκλεισμό, τους αυξανόμενους ελέγχους, την αστυνόμευση, την επιτήρηση, την τιμωρία. Πάντα μπαίνει το ερώτημα, μέχρι που θα φτάσει αυτό και πόσες ελευθερίες είμαστε διατεθειμένοι να εκχωρήσουμε; Στην πρώτη φάση της πανδημίας, παράλληλα με τους περιορισμούς, αναπτύχθηκαν δεσμοί αλληλεγγύης, ενισχύθηκε το «όλοι μαζί μπορούμε». Σιγά σιγά, όμως, αυτό άρχισε να φθίνει. Κυριάρχησε το «εγώ», το ατομικό στοιχείο, το οποίο η κυβέρνηση καλλιέργησε πολύ έξυπνα. Θεωρήθηκε «ατομική ευθύνη» η επιβίωση. Και αυτό συνέβη σε μία ούτως ή άλλως ατομοκεντρική εποχή. Με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συγκροτηθούν εύκολα συλλογικότητες, αυτή τη στιγμή. Και η κυβέρνηση έπαιξε πολύ με τη διαίρεση: επαγγελματικών και ηλικιακών ομάδων, εμβολιασμένων και μη…
Εντείνοντας με τις πολιτικές της και τις ανισότητες…
Η πανδημία Covid 19 έχει ήδη καταγραφεί για τους μελλοντικούς ερευνητές και ως «ιός της ανισότητας». Έφερε στην επιφάνεια όλες τις ανισότητες (επαγγελματικές, οικονομικές, πολιτισμικές, φύλου, εκπαιδευτικές, φυλετικές, κ.λπ.) και πέτυχε συσσώρευση του πλούτου παγκοσμίως. Οι δισεκατομμυριούχοι επέστρεψαν μέσα σε εννέα μήνες σε προηγούμενα και ανώτερα επίπεδα πλούτου. Υπολογίζεται ότι χρειάζεται μία δεκαετία για να επανέλθουν οι φτωχοί σε προ πανδημίας βιοτικά επίπεδα. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, η πανδημία βρήκε ένα ανεπαρκές, γυμνό κοινωνικό κράτος, το οποίο δεν κατάφερε να στηρίξει την κοινωνία ούτε στα στοιχειώδη, όπως είναι η στήριξη των επαγγελματιών φροντίδας.
Κάποια στιγμή θα παρέλθει η πανδημία και οι ανισότητες θα είναι μπροστά μας. Όσα αναφέρεις μέχρι τώρα δεν αποτελούν υπόστρωμα για να αναπτυχθούν εναλλακτικά κινήματα;
Νομίζω πως ναι, αλλά ίσως πάρει περισσότερο χρόνο από όσο φανταζόμαστε. Πιστεύω ότι είναι τόσο μεγάλο το σοκ που βιώνουν οι άνθρωποι, που για να αναδιαμορφωθούν και να ξαναφτιάξουν συλλογικότητες –οι οποίες πιστεύω θα έχουν νέες μορφές– θα χρειαστεί χρόνος. Η Αριστερά καλείται να έρθει πιο κοντά στα κοινωνικά κινήματα και να εργαστεί πάνω σε πολλές Ιδέες. Θα βρεθούμε μπροστά σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, βαθιά τραυματισμένη. Και να μην ξεχνάμε ότι η κοινωνία μας βίωσε ήδη μια δεκαετία λιτότητας με ανεπούλωτες πληγές. Ωστόσο, εκτιμώ πως στις νέες συνθήκες θα δημιουργηθούν και νέα δεδομένα πάνω στα οποία θα πρέπει να «σκύψουμε» και να παρέμβουμε, ιδιαίτερα η Αριστερά, πιο αποτελεσματικά προς όφελος των πολλών.
Την προηγούμενη δεκαετία της λιτότητας αναπτύχθηκαν πολύμορφα κινήματα. Τώρα, παρότι λες ότι θα χρειαστεί χρόνος, βλέπεις να ανάβουν κινηματικές σπίθες;
Ναι. Μέσα στην πανδημία, έστω και καθυστερημένα, αναπτύχθηκε το κίνημα ΜeΤoo, το οποίο σήμερα παίζει σημαίνοντα ρόλο, σπάει τη σιωπή του βιασμού. Έρχονται στην επιφάνεια δύσοσμες καταστάσεις, όπως η περίπτωση Λιγνάδη, που πια δεν μπορούν να θαφτούν. Δεν ήταν όμως το μόνο κίνημα που αναπτύχθηκε στην πανδημία. Είδαμε την νεολαία να αντιδρά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τους αυστηρούς περιορισμούς που επέβαλλε το κράτος, στο όνομα της προστασίας. Χτυπήθηκαν αλύπητα οι νέοι. Φτάσαμε να βλέπουμε την αστυνομία μέσα στα πανεπιστήμια και τους φοιτητές απέξω. Και φυσικά ήταν και οι ντελιβεράδες, που κατάφεραν να ανατρέψουν απάνθρωπες εργοδοτικές αποφάσεις. Έχουμε, δηλαδή, πολλές και ποικίλες κινηματικές εκφράσεις διεκδίκησης και αμφισβήτησης. Και πρέπει να δούμε τι σημαίνουν για το μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε ακόμα σε μια εποχή επικυριαρχίας του εγωκεντρισμού και του ατομοκεντρισμού, θεμέλιες βάσεις του νεοφιλελευθερισμού.
Η νεολαία σε αυτό το ναρκοθετημένο πεδίο, με την έκρηξη των ανισοτήτων, της περιστολής δικαιωμάτων και της επικράτησης του «εγώ», πώς βαδίζει;
Από έρευνα που γίνεται τώρα στο Πάντειο διαπιστώνουμε ότι στην πρώτη φάση της πανδημίας οι νέοι ενοχοποιήθηκαν, φορτώθηκαν την «ευθύνη» διασποράς του «κακού». Απαξιώθηκαν βάναυσα. Στη φάση που διανύουμε τώρα, η νεολαία εμφανίζεται πιο αισιόδοξη και από το γεγονός ότι νιώθει λιγότερο απειλημένη από την πανδημία. Δηλώνουν ότι μπορεί να νοσήσουν -πολλοί νοσούν- αλλά θα επιβιώσουν. Τώρα έχει μετατεθεί το πρόβλημα προς την τρίτη ηλικία. Τα μέτρα περιορίζουν τους ηλικιωμένους, ενώ οι νέοι επέστρεψαν στα πανεπιστήμια και τα σχολεία. Νιώθουν πιο απελευθερωμένοι στο κομμάτι της υγείας, αλλά έχουν πολύ φόβο, ανασφάλεια και οργή για το εργασιακό τους μέλλον –το οποίο δεν είναι καν ορατό- και για τους περιορισμούς στον ελεύθερο χρόνο τους. Ο ελεύθερος χρόνος αναδεικνύεται ως σημαίνων χρόνος για τους νέους. Η στέρησή του προκαλεί μια καταθλιπτική διάθεση. Θα έλεγα πως μειώνεται ο φόβος αλλά παραμένει η παραίτηση, η έλλειψη διάθεσης. Ακόμα, διαπιστώνουν με έμφαση ότι σε αυτή την περίοδο οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Αφού το εντοπίζουν αυτό, τότε δεν είναι πιθανή η ένταξη στην Αριστερά; Είναι από τις βασικές της ιδέες η αναδιανομή του πλούτου.
Οι νέοι δεν βλέπουν απλά τις ανισότητες της πανδημίας, τις ζουν. Και είναι άλλο να ζεις την καραντίνα σε ένα διαμέρισμα 60 τετραγωνικών μαζί με άλλους τρεις και άλλο να τη ζεις σε μία βίλα με τον ιδιωτικό σου χώρο. Είναι μια ελπίδα για την αριστερά πως οι νέοι βλέπουν την κατάσταση κατάματα. Αλλά θα πρέπει και η αριστερά να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους.
Πιστεύεις ότι τα παρακολουθεί η Αριστερά όσα συμβαίνουν; Τα αντιλαμβάνεται;
Νομίζω πως ναι. Υπάρχει μια στροφή προς τη νεολαία. Το ίδιο άρχισε να κάνει κάποια στιγμή και η κυβέρνηση. Όμως, προσοχή. Η νεολαία δεν εμπιστεύεται εδώ και χρόνια τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς. Αρκετές φορές, μάλιστα, τείνει να «εξισώνει» την αριστερά με τη δεξιά. Ανησυχητικό φαινόμενο. Θα υπάρξει μια ριζοσπαστικοποίηση προς τα Αριστερά ή προς την πλευρά της άκρας Δεξιάς; Στην προηγούμενη περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν πρώτο κόμμα στη νεολαία. Δεύτερο, όμως, ήταν η Χρυσή Αυγή. Όπως έδειξαν και σχετικές έρευνες, το γεγονός ότι οι νέοι απογοητεύονται από την πολιτική δεν σημαίνει ότι είναι αδιάφοροι. Διαμορφώνουν μία άλλη αντίληψη για την πολιτική. Όταν, όμως, ατονούν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά; Αυτό νομίζω ότι πρέπει να το προσέξουμε πάρα πολύ στην Αριστερά.
Και να επηρεαστεί η Αριστερά από αυτό, μιας και η νεολαία ήταν πάντα κινητήριος δύναμή της. Προκύπτουν νέα αιτήματα από τη νέα γενιά;
Οι νέοι διαπιστώνουν με βίαιο τρόπο ότι με την πανδημία θα χάσουν μία δεκαετία από τη ζωή τους. Δεν θα τη ζήσουν όπως ονειρεύτηκαν. Ένα καθολικό αίτημα είναι να μη χαθεί το μέλλον τους. Από την άλλη, θέτουν έντονα το θέμα της αυτονομίας από την οικογένεια. Επομένως, καλούμαστε να λάβουμε υπόψη τη δυνατότητα στέγασης των νέων. Ένα τρίτο αίτημα έχει να κάνει με την εκπαίδευση. Τι θέλουν και τι προτείνουμε. Συχνά αντιπροτείνουμε μέτρα αποσπασματικά, απαντώντας σε κυβερνητικά μέτρα. Ωστόσο, από όσο καταλαβαίνω, η νεολαία, ιδιαίτερα το κομμάτι που βιώνει τη φτώχεια, προσδοκά μια συνολικότερη πολιτική για το ποια εκπαίδευση θέλουμε, ποια παιδεία, πώς θα ενισχύσουμε ευρύτερα το μορφωτικό και πολιτιστικό κεφάλαιο των μη προνομιούχων. Η Αριστερά καλείται να λάβει υπόψη όχι μόνο τα οικονομικά μεγέθη αλλά και τις ψυχοκοινωνιολογικές διαστάσεις, τα συναισθήματα, τα βιώματα των ανθρώπων αυτής της κρίσης, της φρίκης που βιώνει η κοινωνία, η ανθρωπότητα. Να ενδιαφερθεί πιο αποτελεσματικά και για το κομμάτι της ψυχικής και νοητικής υγείας του πληθυσμού. Ούτε η ανισότητα ούτε η απελπισία είναι «το πεπρωμένο» των ανθρώπων. Η Αριστερά καλείται να το επαναλαμβάνει αυτό. Και να πείσει τους ανθρώπους να πάρουν τα πράγματα, τη ζωή τους στα χέρια τους. Αυτό είναι το μόνο στέρεο έδαφος για να χτίσουμε κάτι καλύτερο για το μέλλον. Να επαναφέρουμε τα οράματα της ζωής απέναντι στα τραύματα που θα αφήσει χαραγμένα, ίσως για πολλά χρόνια, στο μυαλό και στην ψυχή αυτή η εποχή. Γι’ αυτό αξίζει να παλεύουμε, ακόμη και όσοι και όσες δεν θα υπάρχουμε στη νέα εποχή.
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός