Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, στη γερμανοκρατούμενη Αθήνα, ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο – ΕΑΜ. Την πρώτη του διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό υπέγραψαν το ΚΚΕ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας του Ηλία Τσιριμώκου και το Αγροτικό Κόμμα. Το ΚΚΕ είχε χτυπηθεί αλύπητα από τη δικτατορία Μεταξά. Χιλιάδες στελέχη του είχαν κρατηθεί σε φυλακές και ξερονήσια και με τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας παραδόθηκαν στις αρχές Κατοχής. Οι παράνομοι μηχανισμοί του είχαν διαβρωθεί από την Ασφάλεια του περίφημου Μανιαδάκη. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τις διώξεις. Τα υπόλοιπα κόμματα που συνυπέγραφαν τη διακήρυξη ήταν μικρά και με περιορισμένη κοινωνική επιρροή. Και όμως: κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες, η ιδρυτική πράξη του ΕΑΜ έβαζε τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός από τα μεγαλύτερα κινήματα εθνικής αντίστασης στην Ευρώπη και σίγουρα του μαζικότερου και δυναμικότερου κινήματος που εμφανίστηκε ποτέ στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Μαζικό κίνημα
Ξεκινούσε ο σκληρός χειμώνας 1941 -1942. Η οικονομία της χώρας είχε διαλυθεί και ο επισιτισμός της πρωτεύουσας είχε καταρρεύσει. Ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και το κρύο. Η κερδοσκοπία στα τρόφιμα οργίαζε. Το ΕΑΜ μπήκε δυναμικά στον αγώνα για τη σωτηρία του πληθυσμού της Αθήνας από τον εφιάλτη της πείνας. Οργάνωσε συσσίτια, κινητοποίησε τον κόσμο για τη διανομή τροφίμων, προστάτευσε τα παιδιά, έδωσε ξανά υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια σε χιλιάδες ανθρώπους, που περίμεναν στην ουρά με ένα ντενεκεδάκι στο χέρι για να θρέψουν την οικογένειά τους. Η δράση του αυτή αναγνωρίστηκε αμέσως και το συνέδεσε με την κοινωνία. Πολύ γρήγορα οι γραμμές του άρχισαν να πυκνώνουν και οι οργανώσεις του να διευρύνονται.
Ήταν θέμα ελάχιστου χρόνου η δράση αυτή να πάρει πιο άμεσο πολιτικό και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Στις 26 Ιανουαρίου 1942 οργανώθηκε στην Αθήνα μια μεγάλη διαδήλωση αναπήρων του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στις 17 Μαρτίου, μια δεύτερη διαδήλωση των αναπήρων χτυπήθηκε, για πρώτη φορά, από τους Ιταλούς. Η γιορτή της 25ης Μαρτίου 1942 πήρε παλλαϊκά χαρακτηριστικά, με φοιτητές, διανοούμενους, βετεράνους της Αλβανίας και εργατικό κόσμο να δονούν την Αθήνα και άλλες πόλεις της Ελλάδας με εθνικοαπελευθερωτικά συνθήματα. Στις 12 Απριλίου ξέσπασε μια πανελλαδική απεργία διαρκείας των δημοσίων υπαλλήλων, από τις πρώτες στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη: μέσα σε συνθήκες αφόρητης τρομοκρατίας και με κίνδυνο της ζωής τους, 50.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τα γραφεία τους για 9 μέρες, καταφέρνοντας τελικά να κερδίσουν αύξηση των ελεεινών και εξουθενωμένων από τον πληθωρισμό μισθών τους. Τον Αύγουστο κατέβηκαν σε απεργία 3.500 εργαζόμενοι στα λιπάσματα του Πειραιά, κερδίζοντας την καταβολή ενός μέρους του μισθού σε τρόφιμα. Όλος ο κόσμος ήξερε πια ότι πίσω από αυτές τις αποφασιστικές ενέργειες βρισκόταν το ΕΑΜ, με την άψογη οργάνωση, την πολιτική ωριμότητα, την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα και, κυρίως, το πνεύμα αυτοθυσίας των μελών του. Εδραιωμένο στην πρωτοπορία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο εξαπλωνόταν πλέον ραγδαία τις πόλεις και την ύπαιθρο. Στις 23 Φεβρουαρίου 1943 ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων – ΕΠΟΝ, που συσπείρωσε στις γραμμές της πάνω από 600.000 νέους και νέες, ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή δράση και συνεισέφερε βαρύ φόρο αίματος στον ενθικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ο ένοπλος αγώνας
Το ΕΑΜ δεν επρόκειτο να παραμείνει στο πλαίσιο των μαζικών κινητοποιήσεων. Θα εξαντλούσε κάθε δυνατότητα και κάθε μέσον στον αγώνα εναντίον των κατακτητών. Έτσι, τον Απρίλιο του 1942 ανακοίνωσε τη δημιουργία ένοπλων τμημάτων αντίστασης στην ύπαιθρο. Δύο μήνες αργότερα, ξεκίνησε τη δράση της στη Στερεά Ελλάδα η μικρή ανταρτοομάδα του Άρη Βελουχιώτη. Ήταν η αρχή της λαμπρής εποποιίας του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού – ΕΛΑΣ. Με τη στήριξη των οργανώσεων του ΕΑΜ στην ύπαιθρο, ο ΕΛΑΣ άρχισε να μεγαλώνει σε μέγεθος και να διευρύνει τις επιχειρησιακές του δυνατότητες. Η αντάρτικη δράση στο βουνό υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης και κινητοποίησης για τον αγώνα στις πόλεις.
Μια μεγάλη ποιοτική αλλαγή έγινε στον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1943 με την προσχώρηση σε αυτόν του βενιζελικού αξιωματικού Στέφανου Σαράφη. Ο Σαράφης, χαρισματικός στρατιωτικός και υποδειγματική προσωπικότητα, ανέλαβε αμέσως επικεφαλής του αντάρτικου και το μετέτρεψε σε κανονικό στρατό, με αρχηγεία, μάχιμες μονάδες και επιτελείο. Η συνθηκολόγηση των Ιταλών, τρεις μήνες αργότερα, έφερε στα χέρια των Ελλήνων ανταρτών ακόμα περισσότερα όπλα. Ο απολογισμός του ΕΛΑΣ είναι μεγαλειώδης, Στις τάξεις του στρατεύτηκαν 50.000 μαχητές και μαχήτριες. 4.500 από αυτούς θυσίασαν στον αγώνα τη ζωή τους και άλλοι 6.000 τραυματίστηκαν. Οι απώλειες των δυνάμεων Κατοχής από τη δράση του ανέρχονται σε 20.000 νεκρούς, 8.500 τραυματίες και 5.000 αιχμαλώτους. Ο ΕΛΑΣ καθήλωσε στην Ελλάδα 12 γερμανικές μεραρχίες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα μέγιστα στη μεγάλη συμμαχική νίκη εναντίον του Άξονα. Από όλη την Ευρώπη, μόνο στη Γιουγκοσλαβία υπήρξε αντάρτικος αγώνας τόσο μεγάλης κλίμακας.
Οι μεγάλες διαδηλώσεις του 1943
Την ίδια στιγμή, ο αγώνας στις πόλεις συνεχιζόταν. Στις 24 Φεβρουαρίου 1943, μια γιγάντια διαδήλωση συγκροτήθηκε στην Αθήνα εναντίον του σχεδίου της κατοχικής κυβέρνησης Λογοθετόπουλου για πολιτική επιστράτευση Ελλήνων εργατών, προκειμένου να δουλέψουν σε στρατιωτικά εργοστάσια της Γερμανίας. Αψηφώντας την απαγόρευση και τα πραγματικά πυρά των αρχών Κατοχής, η διαδήλωση εισέβαλε στο υπουργείο Εργασίας και κατέστρεψε τα αρχεία της επιστράτευσης, ματαιώνοντας το σχέδιο.
Το καλοκαίρι του 1943, οι Γερμανοί, προκειμένου να απελευθερώσουν δυνάμεις για το ανατολικό μέτωπο, αποφάσισαν να παραχωρήσουν τη Δυτική Μακεδονία στα συμμαχικά τους βουλγαρικά στρατεύματα, που κατείχαν ήδη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Το γεγονός αυτό προκάλεσε εξέγερση στην Αθήνα. Στις 23 Ιουλίου 1943 σχεδόν όλος ο πληθυσμός της πρωτεύουσας κατέβηκε στον δρόμο, σε μια κινητοποίηση άψογα οργανωμένη από τις δυνάμεις του ΕΑΜ, που έπιασε τους κατακτητές στον ύπνο. Η διαδήλωση αντιμετωπίστηκε με γερμανικά τεθωρακισμένα και έφιππα ιταλικά αποσπάσματα, οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι όμως που ήταν εκεί δεν έκαναν πίσω. Η κινητοποίηση πέτυχε τον στόχο της: η κάθοδος των Βουλγάρων προς δυσμάς ματαιώθηκε και το ΕΑΜ εδραιώθηκε ακόμα περισσότερο στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως πρωτοπόρα πατριωτική δύναμη.
Η λαϊκή εξουσία
Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ είχε περιορίσει τους Γερμανούς στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσε ένα νέο πρότυπο λαϊκής εξουσίας, βασισμένο στην ενεργό συμμετοχή των ανθρώπων. Τα καθυστερημένα αγροτικά στρώματα έβαιναν από την αδράνεια και την παθητικότητα για να πάρουν μέρος σε ένα αναγεννητικό ιστορικό εγχείρημα, που είχε στο επίκεντρό του τη μόρφωση των παιδιών, τα δικαιώματα των γυναικών, τη δημοκρατία και την αλληλεγγύη. Η ΕΑΜική εξουσία θέσπισε ένα νέο μοντέλο Αυτοδιοίκησης, βασισμένο στις λαϊκές συνελεύσεις και στη λαϊκή πρωτοβουλία – δηλαδή στο δικαίωμα ομάδων πολιτών να επεξεργάζονται θέματα και να τα φέρνουν προς έγκριση. Εδραιώθηκε επίσης ένα νέο πρότυπο λαϊκής Δικαιοσύνης, με εκλεγμένους δικαστές, διαδικασίες σε απλή δημοτική γλώσσα και ιδιαίτερο προσανατολισμό στον συμβιβασμό των αντιδίκων. Στα τέλη του 1943 οργανώθηκαν στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας αυτοδιοικητικές εκλογές. Στις 6 Μαρτίου 1944 συγκροτήθηκε από προσωπικότητες υψηλού κύρους η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης – ΠΕΕΑ, η περίφημη «κυβέρνηση του Βουνού», που ανέλαβε αμέσως δραστήρια πρωτοβουλία για την οργάνωση των υπηρεσιών, της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και της Παιδείας στην Ελεύθερη Ελλάδα. Υπό την αιγίδα της ΠΕΕΑ, έγιναν την άνοιξη του 1944 πανελλαδικές εκλογές για την ανάδειξη του Εθνικού Συμβουλίου, της Βουλής της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι εκλογές έγιναν ακόμα και στις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών, ενώ για πρώτη φορά στην Ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ψήφισαν και οι γυναίκες.
Το κυνήγι της ιστορικής μνήμης
Όσο πιο καθαρά διαφαινόταν στον ορίζοντα η ήττα της χιτλερικής Γερμανίας, τόσο η τεράστια ανάπτυξη και απήχηση του ΕΑΜ στον ελληνικό λαό ανησυχούσε τους Βρετανούς που αξίωναν κυριαρχία στη χώρα, το παλάτι που ήταν πιόνι τους και τις δυνάμεις της αντίδρασης. Η μετάβαση της απελευθερωμένης Ελλάδας σε ένα δημοκρατικό καθεστώς θα σήμαινε καθαρή πολιτική κυριαρχία του ΕΑΜ, που συσπείρωνε το 90% του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό ο εμφύλιος ήταν προτιμότερη λύση. Λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση, οι οργανώσεις που είχαν φτιαχτεί από τους κατακτητές και τους Έλληνες δωσίλογους για να χτυπήσουν στρατιωτικά την Εθνική Αντίσταση αναβαπτίστηκαν στην κολυμπήθρα της εθνικοφροσύνης και χαρακτηρίστηκαν «πατριωτικές». Οι συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα Ελλήνων αμάχων, μετατράπηκαν μέσα σε μια νύχτα σε υπερασπιστές της εθνικής υπόθεσης. Οι ταγματασφαλίτες φόρεσαν στολές της Χωροφυλακής για να πολεμήσουν στη σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Όλοι αυτοί ενσωματώθηκαν κανονικά στο μετεμφυλιακό κράτος, όπου η προϋπηρεσία στα Τάγματα Ασφαλείας ήταν κλειδί για μια λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία. Ελάχιστοι δωσίλογοι τιμωρήθηκαν και αυτοί έπεσαν στα μαλακά. Την ίδια στιγμή, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στελέχη του ΕΑΜ και μαχητές του ΕΛΑΣ σύρθηκαν μαζικά στα στρατοδικεία και τα πολιτικά δικαστήρια με κατασκευασμένες κατηγορίες. Χιλιάδες ήταν εκείνοι που εκτελέστηκαν. Άλλοι κλείστηκαν στις φυλακές, όπου παρέμειναν έως και 20 χρόνια.
Για δεκαετίες, το μετεμφυλιακό κράτος προσπαθούσε να εξαλείψει από τη συλλογική μνήμη την Εθνική Αντίσταση, τη λαμπρότερη σελίδα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Οι εκδηλώσεις μνήμης στα θύματα της Κατοχής απαγορεύτηκαν ή τέθηκαν υπό αυστηρούς περιορισμούς. Οι θετικές αναφορές στο ΕΑΜ ήταν αδίκημα στον νόμο περί Τύπου. Και οι αγωνιστές κυνηγήθηκαν μέχρι τρίτης γενιάς. Για πολλές δεκαετίες η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση ήταν στίγμα και αιτία να στερούνται δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βασικά δικαιώματα, όπως αυτό στην εργασία. Όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και τα παιδιά τους, ακόμα και οι μακρινοί τους συγγενείς.
Όμως η ιστορική αλήθεια είναι πεισματάρικη. Αν κάτι τελικά κατέρρευσε και οδηγήθηκε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, ήταν το μισαλλόδοξο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς και όχι η τίμια ιστορική μνήμη. Σήμερα, σε πείσμα των ακροδεξιών και κάθε είδους αναθεωρητών, η Εθνική Αντίσταση είναι καθολικά αναγνωρισμένη στη συνείδηση του ελληνικού λαού και οι νεότερες γενιές τής προσφέρουν την τιμή και την αναγνώριση που της αξίζει. Και τα αντάρτικα συνεχίζουν να τραγουδιούνται.
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Αυγή