Συνεντεύξεις

Άγγελος Σεριάτος: «Το ζήτημα της πολιτικής αλλαγής θα μπαίνει με ολοένα και πιο έντονο τρόπο»

Είμαστε σε μια φάση που αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να αυξήσει την αποτελεσματικότητά της σύντομα, θα μπαίνει το ζήτημα πολιτικής αλλαγής περίπου άνευ όρων, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Α. Σεριάτο, “με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό ως προοπτική για τον τόπο”, όπως επισημαίνει. Ο ίδιος αναφερόμενος στην Πλεύση Ελευθερίας κρίνει ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το συγκεκριμένο κόμμα “ήρθε για να μείνει” παρότι επισημαίνει σαφές έλλειμμα στελεχιακού δυναμικού και θέσεων. Ως προς τις πιθανές συμμαχίες κομμάτων της λεγόμενης προοδευτικής αντιπολίτευσης τονίζει ότι υπάρχει μια προσδοκία προοδευτικής λύσης, και εκ των πραγμάτων σύγκλισης, αλλά αυτό δεν διατυπώνεται από την κοινωνία χωρίς αστερίσκους και προϋποθέσεις.
 
Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης ήρθε ως απάντηση στα ερωτήματα και τα αιτήματα των κινητοποιήσεων για τα Τέμπη, ουσιαστικά ισχυρίστηκε ότι «λάβαμε το μήνυμα». Είναι έτσι;
 
Ένας από τους στόχους του ανασχηματισμού φαίνεται πως ήταν η απορρόφηση των κραδασμών που προκλήθηκαν από τις ιστορικές διαδηλώσεις της 28ης Φεβρουαρίου και τελικά η εκτόνωση της κοινωνικής κινητοποίησης. Ωστόσο, δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως ο στόχος επιτεύχθηκε. Τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία είναι πολλά και σωρεύονται εδώ και αρκετό καιρό. Η ακρίβεια, τα θέματα στην υγεία, τα εργασιακά και φυσικά το δυστύχημα των Τεμπών, είναι μόνο λίγα από αυτά. Ο ανασχηματισμός, ακόμα και ως διαδικασία με περιορισμένη επίδραση στην πολιτική σκέψη των πολιτών, δεν φαίνεται πως συνομίλησε επαρκώς με τις ανησυχίες και τα προβλήματα της κοινωνίας.
 
Οι κινητοποιήσεις, πάντως, δεν φαίνεται να εκτονώνονται, αντίθετα παίρνουν διάφορες μορφές, χωρίς να χάνουν τη μαζικότητά τους…
 
Εκτιμώ ότι το κυριότερο προϊόν των διαδηλώσεων ήταν ο τερματισμός της κοινωνικής σιωπής και το σπάσιμο της κοινωνικής συναίνεσης γύρω από το μη χείρον βέλτιστον. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, είτε σταδιακά έχουν αυξηθεί οι προσδοκίες της κοινωνίας από την πολιτική εξουσία, είτε ότι με τη διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών ξεπεράστηκε και αυτός ο εξαιρετικά χαμηλός πήχης ως όριο συναίνεσης. Εκτιμώ πως μάλλον συνέβη το δεύτερο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η περίοδος χάριτος της κυβέρνησης έχει παρέλθει. Έχω την άποψη πως αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να αυξήσει σύντομα και κατακόρυφα την αποτελεσματικότητά της, με ολοένα και πιο έντονο τρόπο θα μπαίνει το ζήτημα της πολιτικής αλλαγής και μάλιστα περίπου άνευ όρων. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό ως προοπτική για τον τόπο.
 
Ποια είναι τα αιτήματα; Ποιο δηλαδή είναι το μήνυμα που στέλνουν οι κινητοποιήσεις, εν τέλει;
 
Πρώτον, «να αποδοθεί δικαιοσύνη», άρα να τιμωρηθούν όσοι/ες ευθύνονται. Και ως προς αυτό η κοινωνία δεν φαίνεται διατεθειμένη να υποχωρήσει. Αυτός είναι και ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ενισχύονται δυνάμεις που θεωρείται ότι έχουν την πολιτική βούληση «να τιμωρήσουν όσους πρέπει να τιμωρηθούν». Συμπληρωματικά σε αυτό το αίτημα, εμφανίζονται δυο ακόμα: «να μάθουμε όλη την αλήθεια» και «να μην ξανασυμβεί ποτέ» κάτι αντίστοιχο. Στάλθηκε, ωστόσο, ένα ακόμα ηχηρό μήνυμα: «Είμαστε παρόντες και παρούσες, παρακολουθούμε τι συμβαίνει και εσείς, η πολιτική εξουσία, λογοδοτείτε στην κοινωνία», όχι μόνο ως προς το δυστύχημα το Τεμπών, αλλά ως προς όλες τις πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Και εκεί ακριβώς έγκειται το πλάτεμα των κινητοποιήσεων. Οι κινητοποιήσεις με τρόπο αθόρυβο, χωρίς να ονοματίζεται ως τέτοιος, διεκδίκησαν και σε άλλα πεδία.
 
Φαίνεται πως διαμορφώνεται ένα αίτημα για πρόωρες εκλογές. Ο ορίζοντας για το 2027 έχει πάψει να είναι ανοιχτός για την κυβέρνηση;
 
Ο τρόπος με τον οποίο κανείς ψηφίζει δεν σχετίζεται αποκλειστικά με έναν παράγοντα, όπως μπορεί να είναι η ιδεολογική ταυτότητα ενός ατόμου, η άποψη του πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να δημιουργήσει ένα οδυνηρό για τη χώρα συμβάν. Μια ποικιλία θεμάτων, όπως για παράδειγμα, αυτά που σχετίζονται με την ακρίβεια, με το κράτος δικαίου ή το δυστύχημα των Τεμπών συχνά λειτουργούν υπόγεια και σωρευτικά στη διαμόρφωση των εκλογικών προτιμήσεων. Πολλές φορές, μάλιστα, οι ψηφοφόροι θεωρούν ότι βρίσκεται εν εξελίξει μια μεγάλη πολιτική κίνηση, η οποία ελλείψει εναλλακτικού ορίζοντα αποτελεί μονόδρομο. Στη μηχανική της εκλογικής συμπεριφοράς, ωστόσο, υπάρχει πάντοτε ένα σημείο θραύσης που αν ξεπεραστεί αμφισβητούνται, ανοιχτά πλέον, αρκετές όψεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής μιας κυβέρνησης. Και σε αυτή την περίπτωση το σημείο θραύσης δεν ήταν το επιμένων κύμα ακρίβειας ή το ίδιο το δυστύχημα των Τεμπών και η σε πρώτη φάση διαχείριση του αλλά η αίσθηση που με τον καιρό καλλιεργήθηκε ότι εν τέλει «δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη» και ότι θα επιχειρηθεί «συγκάλυψη». Ως εκ τούτου, σε αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η κυβέρνηση διατηρεί πλέον έναν καθαρό διετή διάδρομο μέχρι τις εκλογές. Υπάρχει μια γενικευμένη αίσθηση ότι το πολιτικό κεφάλαιο της Νέας Δημοκρατίας είναι αρκετά περιορισμένο πλέον, αφήνοντας de facto ανοιχτό το ερώτημα των πρόωρων εκλογών.
 
Η ΝΔ μπορεί να σταθεί σε εκλογές με τη στρατηγική της αποτελεσματικότητας, όπως την εννοεί, δηλαδή ότι εκείνη μπορεί να σταθεί στην Ευρώπη, να φέρει επενδύσεις, να αυξήσει τους μισθούς, κλπ. και παράλληλα με τη στρατηγική της μόνης λύσης, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ισχυρός αντίπαλος;
 
Εκτιμώ πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει πολιτική και εκλογική στήριξη στη βάση του αιτήματος μερίδας της κοινωνίας για ασφάλεια, επιχειρώντας να πείσει ότι μετά από έναν ταραχώδη κύκλο επάλληλων κρίσεων, σε ένα τοπίο πολλαπλών συγκρούσεων και εξαιρετικής αστάθειας, η ευαλωτότητα της Ελλάδας απαιτεί την επιλογή εκείνης της κυβέρνησης που θα εξασφαλίσει με τις καλύτερες δυνατές πιθανότητες την ασφάλεια και τη σταθερότητα.
 
Το ότι καταγράφουν τόσο μεγάλη και συνεχή άνοδο η Πλεύση Ελευθερίας και η Ελληνική Λύση, τι μας δείχνει για την πολιτική συγκυρία; Σε τι φάση είμαστε;
 
Διανύουμε μια περίοδο, κατά την οποία σημαντική μερίδα της κοινωνίας πειραματίζεται με αντισυμβατικές επιλογές. Αρκετοί/ες εγκαταλείπουν ό,τι θεωρείται «παλιό» και στοιχίζονται με ό,τι εμπεριέχει στοιχεία «νέου». Ολοένα και περισσότεροι εκλογείς αποευθυγραμμίζονται από τη Νέα Δημοκρατία, τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς που κυβέρνησαν δέχονται πιέσεις, τεκμηριώνοντας ότι βρίσκονται σε μια άνευ προηγουμένου κρίση στρατηγικής, ενώ τα κόμματα που δικαίως ή αδίκως θεωρείται ότι εναντιώνονται στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, είτε εφαπτόμενα με τη διεθνή συνθήκη (Ακροδεξιά), είτε με την ιδιαίτερη ελληνική, ενισχύονται (Πλεύση Ελευθερίας) ή παρουσιάζουν ανθεκτικότητα (ΚΚΕ).
 
Γιατί αυξάνει δυνάμεις η Πλεύση Ελευθερίας και που την τοποθετεί πολιτικά η κοινωνία;
 
Σε γενικές γραμμές η Πλεύση Ελευθερίας προσλαμβάνεται ως ένα κόμμα με – σχετικά χαλαρές – αναφορές στην δημοκρατική, αριστερή παράδοση και σαφή στοιχεία πολυσυλλεκτικότητας. Το στοιχείο – κλειδί για την κατανόηση της δυναμικής που αναπτύσσει είναι πως για ορισμένους γίνεται αντιληπτή ως κάτι «νέο», ενώ για άλλους ως το πιο «έντιμο» κομμάτι του «παλιού». Με άλλα λόγια, δεν καταλογίζονται στην Ζωή Κωνσταντοπούλου ευθύνες σε σχέση με τον πολιτικό συμβιβασμό του 2015 ή με την μετέπειτα πορεία του κυβερνητικού εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019, την ίδια στιγμή που με εξαιρετική μεθοδικότητα πέτυχε όλο αυτό το διάστημα ένα – πραγματικό – «rebranding». Το γεγονός, δε, ότι δείχνει διατεθειμένη «να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα» στην υπόθεση των Τεμπών, σε συνδυασμό με την εμπεδωμένη άποψη ότι χαρακτηρίζεται από πείσμα και επιμονή και ότι λόγω επαγγέλματος διαθέτει και τεχνική επάρκεια να παλέψει αποτελεσματικά το ζήτημα, αρκούν για να ερμηνεύσουν την ενίσχυση της. Και κάτι ακόμα: η ηγέτιδα του κόμματος φαίνεται πως κατανοεί και συζητάει με τη διευρυμένη κοινωνικά θεσμική δυσπιστία, συμπυκνώνοντας πολιτικά και ένα συνολικότερο αίτημα περί «ανυποχώρητου αγώνα για τον έλεγχο των ελίτ». Προσώρας, πάντως δείχνει να έχει σαφές έλλειμμα ως προς το στελεχιακό της δυναμικό, την ίδια στιγμή που λείπει το στοιχείο ενός συνολικού εναλλακτικού πολιτικού ορίζοντα από τον λόγο της. Και αν αυτά τα δύο ζητήματα δεν αντιμετωπιστούν άμεσα, θεωρώ ότι θα στερηθεί δυναμικής στον δρόμο προς τις εκλογές γιατί εκ των πραγμάτων θα καλλιεργηθούν αντίστοιχες προσδοκίες. Εν τούτοις, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Διότι η άλλη αφορά τη συνολική υποχώρηση του κομματικού φαινομένου, στη βαθιά κρίση στρατηγικής των κομμάτων του μη δεξιού χώρου, αλλά και στην κοινωνικά αποδιδόμενη στην Πλεύση Ελευθερίας, θεματική αρμοδιότητα ως προς την υπόθεση των Τεμπών, στοιχεία που αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι το συγκεκριμένο κόμμα «ήρθε για να μείνει». Τουλάχιστον μέχρι να διεξαχθούν εκλογές εθνικής κλίμακας.
 
Το ΚΚΕ παρουσιάζει ανθεκτικότητα. Είναι αποτέλεσμα δικών του πολιτικών;
 
Εκτιμώ ότι η παραδοσιακά σημαντική παρουσία ΚΚΕ στους αγώνες επιβραβεύεται από μερίδα της κοινωνίας. Ωστόσο, νομίζω πως το κόμμα παρουσιάζει ανθεκτικότητα κυρίως διότι σε μια φάση συνολικής διάψευσης των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν από την κυβερνώσα Αριστερά, προσλαμβάνεται -δικαίως ή αδίκως, λίγο αφορά την εμπειρική έρευνα- ως μια επιλογή σιγουριάς και ένα περίπου ακλόνητο αποθετήριο διαφύλαξης αριστερών αξιών. Γιατί όταν κανείς προσφέρει κάτι πολύτιμο για τον ίδιο ή την ίδια, όπως το σύστημα αξιών του και αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο φροντίδας από τον αποδέκτη, τότε αντανακλαστικά, ως περίπου στάση αυτοπροστασίας, η αμέσως επόμενη κίνηση είναι να το εναποθέσει στον αποδέκτη εκείνο που θεωρείται ότι μπορεί να το διαφυλάξει καλύτερα.
 
Με αφορμή την πρόταση μομφής υπήρξε μια ad hoc συμμαχία μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέας Αριστεράς και Πλεύσης Ελευθερίας και στην έρευνα της Prorata φαίνεται να διαμορφώνονται προσδοκίες για μια εναλλακτική προοδευτική λύση. Τα κόμματα, από την άλλη, το αποφεύγουν.
 
Μία σημαντική μερίδα της κοινωνίας προσβλέπει σε έναν εναλλακτικό, αριστερού, προοδευτικού προσανατολισμού πολιτικό ορίζοντα, ο οποίος όμως θεωρείται ότι θα πρέπει να σχηματιστεί με τρόπο οραματικό και συγκεκριμένη – εναλλακτική της κυρίαρχης – προγραμματική ατζέντα. Σε μια τέτοια πιθανή προοπτική, επί της αρχής φαίνεται πως δεν αποκλείεται κάποιος κοινοβουλευτικός πολιτικός φορέας με αναφορές στην Αριστερά και την Κεντροαριστερά (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΠΑΣΟΚ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά). Υπό αυτή την έννοια, πράγματι, υπάρχει μια προσδοκία προοδευτικής λύσης, και εκ των πραγμάτων σύγκλισης, αλλά αυτό δεν διατυπώνεται από την κοινωνία χωρίς αστερίσκους και προϋποθέσεις.
 
Η Νέα Αριστερά και το ΜέΡΑ25 δείχνουν να μην μπορούν να υποδεχτούν το ρεύμα δυσαρέσκειας που καταγράφεται. Είναι έτσι;
 
Σε αυτή τη φάση, είναι σαφές πως η Νέα Αριστερά δεν παρουσιάζει δυναμική. Ενδεικτικό τούτου είναι και το γεγονός πως δεν κατάφερε να δεξιωθεί αντικυβερνητική δυσαρέσκεια κατά την τρέχουσα περίοδο, αλλά ούτε και να πείσει εκλογείς που απογοητεύτηκαν την αμέσως προηγούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκτιμώ πως αν ο σχηματισμός της Αριστεράς συνεχίσει να λειτουργεί ως να είναι ένα «υπεύθυνο» κόμμα κυβερνητικής κλίσης και όχι ως κόμμα που προσπαθεί να κατανοήσει και να συνομιλήσει με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων, παίρνοντας οριστικό διαζύγιο από την ελιτίστικη παράδοση του ρεύματος της ανανεωτικής Αριστεράς, τότε πιθανότατα θα παραμείνει στο περιθώριο του κομματικού ανταγωνισμού. Φυσικά, ο βαθμός δυσκολίας του εγχειρήματος ήταν εξ’ αρχής πολύ υψηλός, δεδομένου ότι η Νέα Αριστερά είναι ένα κόμμα που δημιουργήθηκε στη βάση διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ της μεγάλης ήττας του 2023. Ωστόσο, φαίνεται πως το συγκεκριμένο κόμμα δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει ότι είναι μονόδρομος η απελευθέρωση δυνάμεων και ο πειραματισμός, ώστε με αυτοπεποίθηση να ανθίσει ό,τι είναι να ανθίσει. Από την άλλη, και το ΜεΡΑ25 εκτιμώ πως ως ένα βαθμό επηρεάζεται από την συνολική ήττα της Αριστεράς αλλά και την εμπεδωμένη -δίκαιη ή άδικη- αντίληψη ότι το εγχείρημα «ΣΥΡΙΖΑ» απέτυχε. Είναι ένα κόμμα που παρότι έχει αναφορές στη νεολαία, αδυνατεί να συνομιλήσει με τα λαϊκά στρώματα. Δείχνει να μην διαθέτει τα εργαλεία να το πράξει. Και πλέον -παρότι δημοσκοπικά παρουσιάζει ανθεκτικότητα- δυσκολεύεται να ταυτιστεί με το «νέο», γεγονός που δυσκολεύει περαιτέρω τις προσπάθειες του για ανάπτυξη δυναμικής.
 
Ιωάννα Δρόσου