Από το καλοκαίρι και ύστερα, σκάνε βόμβες στα χέρια της κυβέρνησης. Πώς καταφέρνει και βγαίνει –ή εμφανίζεται πως βγαίνει– αλώβητη από αυτό; Γιατί αντέχει δημοσκοπικά η κυβέρνηση;
Στη μεγάλη εικόνα, η κυβέρνηση φθείρεται και με συστηματικό τρόπο. Καταγράφεται πλέον μια διευρυμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, της οποίας ο όγκος αντιστοιχεί στο 60-65% του εκλογικού σώματος. Αυτή όμως είναι η μια πλευρά του νομίσματος, διότι αν κανείς χρησιμοποιήσει τα εργαλεία κατανόησης των συσχετισμών του κομματικού ανταγωνισμού θα διαπιστώσει ότι η κυβέρνηση πράγματι αντέχει την πίεση, απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη του υπολειπόμενου 30-35% των εκλογέων, την ίδια στιγμή που το 60-65% του αρνητισμού, είτε διαμοιράζεται μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων, είτε δεν πείθεται από αυτές. Τα εργαλεία μελέτης, λοιπόν, των συσχετισμών του εκλογικού ανταγωνισμού είναι αρκετά διαφορετικά από αυτά του γενικότερου κλίματος.
Η κυβέρνηση, παρά τη φθορά που έχει υποστεί, συνεχίζει και πείθει μια εκλογικά σημαντική μερίδα της κοινωνίας ότι είναι η συγκριτικά πιο αξιόπιστη πολιτική δύναμη. Έχει υφάνει πολύ μεθοδικά ένα αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο είναι ο πολιτικός παίχτης που μπορεί με καλύτερες πιθανότητες απ’ ότι οι υπόλοιπες εναλλακτικές να εγγυηθεί τη διατήρηση μιας υποτυπώδους σταθερότητας μέσα σ’ ένα κόσμο απόλυτα ασταθή. Παράλληλα, χρησιμοποιεί μια πολυσυλλεκτική ατζέντα όταν απευθύνεται στο εκλογικό σώμα. Υλοποιεί στοχευμένη επιδοματική πολιτική και αυξάνει τον κατώτατο μισθό, την ίδια στιγμή που ιδιωτικοποιεί, υπερασπίζεται με τρόπο απόλυτο το δόγμα «τάξη και ασφάλεια» και αγοράζει αμυντικό εξοπλισμό, πετυχαίνοντας έτσι να δίνει την αίσθηση ότι όταν χρειάζεται διαθέτει την πολιτική βούληση να υπερβεί τη διαίρεση «Αριστερά-Δεξιά», ευθυγραμμιζόμενη με την «κοινή λογική». Το αν αυτή η στρατηγική θα της εξασφαλίσει τη νίκη, μένει να φανεί. Προσώρας πάντως είναι το μόνο κόμμα που χρησιμοποιεί με συνέπεια μια συγκεκριμένη μεθοδολογία και γι’ αυτό – πράγματι – αντέχει.
Δεν φαίνεται να προκαλούν ίσες αντιδράσεις όλα τα συμβάντα. Για παράδειγμα, μπορεί το ζήτημα των υποκλοπών να γίνεται πιο εύκολα ανεκτό, από ότι το σκάνδαλο Πάτση, που αφορά τα κόκκινα δάνεια και τις εισπρακτικές. Είναι έτσι;
Πράγματι το ζήτημα των παρακολουθήσεων στη λίστα ιεράρχησης των ζητημάτων βρίσκεται σχετικά χαμηλά. Οι παρακολουθήσεις ιεραρχούνται υψηλότερα μόνο από εκλογείς που προέρχονται από τον κεντροαριστερό – αριστερό χώρο. Για όλους τους υπόλοιπους/ες, η υπόθεση των παρακολουθήσεων προσλαμβάνεται ως θέμα εξαιρετικά χαμηλής σημαντικότητας. Παρόμοια προσώρας είναι και η εικόνα που έχουμε για την «υπόθεση Πάτση», αν και ακόμα είναι νωρίς να καταγραφεί το σύνολο της επιδραστικότητας του. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ωστόσο, ότι αυτά τα ζητήματα δεν επηρεάζουν. Αντίθετα, αυτές οι υποθέσεις συνήθως λειτουργούν σωρευτικά επηρεάζοντας άλλους δείκτες, που αφορούν τα ζητήματα διαφάνειας, διαφθοράς και δημοκρατίας και συνυπολογίζονται αθροιστικά στις κάλπες.
Κυβερνητικά στελέχη είναι εξαιρετικά επιθετικά προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης που αναδεικνύουν αυτά τα σκάνδαλα, κατηγορώντας τους πως το κάνουν για λόγους μικροπολιτικής. Το είδαμε αυτό το συμπέρασμα ως και πρωτοσέλιδο τίτλο στα Νέα: «Υποκλοπές τέλος». Πώς το σχολιάζεις;
Αλίμονο αν τα αριστερά προοδευτικά κόμματα λειτουργούσαν με μόνο κριτήριο το τι μπορεί να τους εξασφαλίσει καλύτερες πιθανότητες αύξησης των ποσοστών τους στον περιορισμένο ορίζοντα των αμέσως επόμενων εκλογών. Αν συνέβαινε αυτό δεν θα μπορούσαν να διευρύνουν το χώρο του εφικτού. Θυμίζω ότι η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θεσμοθέτησε μια σειρά από νόμους της ευρύτερης δικαιωματικής ατζέντας, διευρύνοντας έτσι ποσοτικά και ποιοτικά τα όρια της «ανεκτικότητας» και του σεβασμού απέναντι στη διαφορετικότητα. Δηλαδή, αν έμπαινε για κάποιο λόγο στη δημόσια ατζέντα το ζήτημα της απαγόρευσης των αμβλώσεων και το θέμα ιεραρχούταν χαμηλά ως κριτήριο ψήφου στις έρευνες κοινής γνώμης, θα έπρεπε η δημοκρατική αντιπολίτευση να σιωπήσει;
Αυτή η ταύτιση των μίντια με την κυβέρνηση, η φούσκα προστασίας στην κυβέρνηση και η επιθετικότητα στην αντιπολίτευση, τι αποτελέσματα μπορεί να φέρει; Στο δημοψήφισμα, για παράδειγμα, είδαμε ότι γύρισε μπούμερανγκ.
Η έλλειψή πλουραλισμού στην Ελλάδα αποτελεί φαινόμενο, που επιβεβαιώνεται από πάρα πολλές ακαδημαϊκές έρευνες. Και είναι σαφές, ότι όταν τα ΜΜΕ δεν αντικατοπτρίζουν στη δουλειά τους τον πλουραλισμό που εκ των πραγμάτων υπάρχει στην κοινωνία, δημιουργείται μια ασφυκτική αναντιστοιχία που οδηγεί μερίδες της κοινωνίας να αισθάνονται ότι η φωνή τους δεν φτάνει σε αυτό που αποκαλούμε δημόσια ατζέντα, ενισχύοντας την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς συνολικά. Δημοκρατία, μέσα ενημέρωσης, κόμματα κ.λπ. Αν τώρα η παρούσα κατάσταση θα οδηγήσει στο ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος μένει να φανεί.
Υπάρχει παράθυρο δημιουργίας κόμματος στα άκρα δεξιά που θα αποδυναμώσει τη ΝΔ;
Αυτή τη στιγμή οι επιλογές που έχει κάποιος/α που αυτοτοποθετείται στα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος είναι λίγες και χωρίς ιδιαίτερη δυναμική. Η Ελληνική Λύση δείχνει να ικανοποιείται από μια περιθωριακή παρουσία στο κοινοβούλιο, χωρίς να την ενδιαφέρει να παρουσιάσει κάποιο συγκροτημένο σχέδιο για το μέλλον. Οι Έλληνες για την Πατρίδα είναι ένα κόμμα που έχει συνδεθεί με τη Χρυσή Αυγή και επομένως με τον νεοναζισμό, αποτελώντας έτσι μια εξαιρετικά δύσκολη ψήφο. Τέλος, το κόμμα Τζήμερου – Κρανιδιώτη έχει πολλές αντιφάσεις και φυσικά έλλειψη ηγετικών προσωπικοτήτων. Όσο οι επιλογές παραμένουν αυτές και οδεύουμε προς τις εκλογές, τα δύο μεγάλα κόμματα θα συσπειρώνουν τον δεξιό και αριστερό πόλο αντίστοιχα, και, ως εκ τούτου, νομίζω ότι ο χώρος που θα εκφραστεί δεξιότερα της ΝΔ δεν θα υπερβαίνει αθροιστικά το 6-7%.
Απέναντι στη σταθερότητα και την αξιοπιστία της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει να χαράξει τη δική του στρατηγική; Φαίνεται να προτάσσει την δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Έχουν την απαιτούμενη δυναμική;
Σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα. Πρώτον, θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αν και κάνει την καλύτερη από την αρχή του εκλογικού κύκλου προσπάθεια δεν έχει επαρκή συνέπεια στη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί, γεγονός που μειώνει την επιδραστικότητα της. Δεύτερον, είναι το μόνο κόμμα για το οποίο η ικανοποίηση από το κοινοβουλευτικό του έργο περιορίζεται σε ένα ποσοστό χαμηλότερο της εκλογικής του επιρροής, εύρημα το οποίο έχει βαθύτερες ποιότητες εντός. Αυτές οι ποιότητες αποτελούν το σημερινό αποτύπωμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας και αντανακλούν τον πλουραλισμό και την συνθετότητα της προέλευσης των αντιΣΥΡΙΖΑ συναισθημάτων που κατά τη γνώμη μου ποτέ δεν κατανοήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν επαρκώς από το κόμμα της Αριστεράς. Τρίτον, με την επιλογή του να ανεβάζει τους τόνους στη μέγιστη ένταση για οποιοδήποτε θέμα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δίνει συχνά την αίσθηση του «χωρίς λόγο» φασαριόζου, για τον οποίο τα πάντα αποτελούν αιτία πολέμου. Το κόμμα θα έπρεπε να επιλέγει και να ιεραρχεί τις μάχες που δίνει έως εσχάτων, ώστε να μην δίνεται η αίσθηση ότι προσπαθεί εναγωνίως να ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα. Τέταρτον, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει πιαστεί σε μια παγίδα, της οποίας το περιεχόμενο δεν δείχνει να κατανοεί πλήρως. Ποια είναι η κύρια κριτική που του ασκείται; Ότι είτε δεν έχει προγραμματικές θέσεις, είτε ότι έχει αλλά δεν είναι κοστολογημένες. Δεν είναι τυχαίο ότι η εντυπωσιακή προσπάθεια που κάνει το τελευταίο διάστημα να παρουσιάσει κοστολογημένες προγραμματικές θέσεις προσκρούει ξανά στο ερώτημα «που θα βρείτε τα λεφτά;» χωρίς να υπάρχει από όσους ρωτάνε ειλικρινής αγωνία να μάθουν την απάντηση. Ακριβώς διότι η ερώτηση λειτουργεί αποκλειστικά ως ιδεολόγημα για να εντυπώνεται η αφήγηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ένα κόμμα δημαγωγικό. Όσο αριθμητικά τεκμηριωμένα και να απαντάει στο ερώτημα, αυτό θα επανέρχεται γιατί η εξ’ αρχής λειτουργία του ήταν ιδεολογική.
Υπό αυτή την έννοια, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει έγκαιρα να συνειδητοποιήσει ότι χρειάζεται να επιλέγει με σχέδιο τις μάχες που θα δίνει και να το κάνει με συνέπεια, αλλά και ότι είναι σαφώς πιο κρίσιμο ο λόγος και η πρακτική του να ακονίζονται γύρω από την ιδέα της κάλυψης των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, και λιγότερο – χωρίς φυσικά να το αμελεί – γύρω από μια στενά δημοσιονομικά πειθαρχημένη λογική, της οποίας τα όρια αυξομειώνονται έτσι κι αλλιώς από περίοδο σε περίοδο με αμιγώς πολιτικά κριτήρια.
Η δεξαμενή της αποχής, στην οποία ανήκουν κυρίως οι νέοι άνθρωποι, είναι ένα πεδίο για τις επερχόμενες εκλογές, που μπορεί ακόμα και να κρίνει το αποτέλεσμα;
Γνωρίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διατηρεί ένα πλεονέκτημα σε αυτές τις ηλικίες και υπό αυτή την έννοια όσο περισσότεροι/ες νέοι και νέες φτάσουν στις κάλπες, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το όφελος για το κόμμα της Αριστεράς. Ωστόσο, μου δίνετε την ευκαιρία να υπογραμμίσω τη μεθοδική δουλειά που γίνεται και σε αυτό το πεδίο από τη ΝΔ, η οποία προτάσσοντας κυρίως την υλοποίηση του οράματος της ψηφιοποίησης των κρατικών υπηρεσιών απευθύνεται από την ανάληψη κιόλας της κυβερνητικής εξουσίας σε αυτό το ακροατήριο. Η ΝΔ δεν μπορεί να προτάξει αντισυστημικό ριζοσπαστισμό, αλλά μπορεί σίγουρα να προτάξει τον ριζοσπαστισμό της ευθυγράμμισης με τον σύγχρονο τεχνολογικό κόσμο, που μειώνει ως ένα βαθμό το χάσμα της απόστασης μεταξύ των πολιτών και των υπηρεσιών του κράτους. Επομένως, απέναντι στο μοτίβο της παραγωγής και αναπαραγωγής έστω χλιαρών ταυτίσεων των νέων με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το κυβερνών κόμμα δεν μένει θεατής, αλλά υλοποιεί στοχευμένη στρατηγική.
Η συζήτηση για τις συμμαχίες και τις κυβερνήσεις συνεργασίας δίνει ώθηση;
Το δίλημμα αν είναι κανείς με τις συνεργασίες ή με τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι κενό γράμμα, αν δεν προσδιοριστεί το πιθανό περιεχόμενο της εκάστοτε συνεργασίας. Δηλαδή, ένας εκλογέας ο οποίος επιθυμεί τη συνεργασία των μη δεξιών κομμάτων, δεν δύναται παράλληλα να μη επιθυμεί συνεργασία της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Ή ένας εκλογέας που δεν επιθυμεί συγκλίσεις κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, είναι βέβαιο ότι θα εμείνει σε αυτή την τοποθέτηση οποιαδήποτε συνέπεια κι αν έχει αυτή του η θέση; Ακόμα και αν υπάρξει ενδεχόμενο διπλών και τριπλών διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων;
Στο πραγματικό λοιπόν σενάριο κατά το οποίο κανένα κόμμα δεν θα εξασφαλίσει αυτοδυναμία στην επερχόμενη εκλογική διαδικασία, οι ψηφοφόροι φαίνεται να προτιμούν τα διάφορα (λιγότερο ή περισσότερο πιθανά) σενάρια σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας, αλλά όχι χωρίς προϋποθέσεις. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ είναι διχασμένοι μεταξύ του σεναρίου να προκηρυχθούν νέες εκλογές όπου εκεί η αυτοδυναμία θα είναι ένα πραγματικό ενδεχόμενο και ενός σεναρίου συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προτιμούν τα διάφορα σενάρια προοδευτικής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ – ΠΑΣΟΚ με την ανοχή ή μη ενός μικρότερου αριστερού κόμματος και όχι την προκήρυξη νέων εκλογών, ενώ οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και οι αναποφάσιστοι διαμοιράζονται στα διάφορα σενάρια συνεργασίας ή προκήρυξης νέων εκλογών.
Ωστόσο, όσο θα πλησιάζουμε στις κάλπες, το αίτημα «να φύγει η κυβέρνηση της ΝΔ» θα μπαίνει πιο έντονα ακριβώς διότι το αντικυβερνητικό ρεύμα θυμίζω είναι πλειοψηφικό. Μια τέτοια συνθήκη θα οδηγήσει σε αύξηση της πίεσης προς τα μικρότερα κόμματα και γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, όσο περνάει ο καιρός θα ωριμάζει περισσότερο το αίτημα για κυβέρνηση συνεργασίας μη δεξιάς απόχρωσης. Με άλλα λόγια, εκτιμώ ως εξαιρετικά πιθανό δούμε σε λίγους μήνες μια πολύ διαφορετική στάση των μικρότερων κομμάτων από αυτή που εκ των πραγμάτων πρέπει για τους δικούς τους λόγους σήμερα να τηρούν.
Ο Άγγελος Σεριάτος είναι επικεφαλής πολιτικών ερευνών της Prorata.
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός