Συνεντεύξεις

Άγγελος Σεριάτος: «Πιεσμένη όσο ποτέ η κυβέρνηση, αδύναμη χωρίς στρατηγική φαντασία η αντιπολίτευση»

Έχοντας πια μπει στη νέα πολιτική σεζόν, μετά και τη ΔΕΘ, ποια είναι η εικόνα του κομματικού συστήματος;

Σε γενικές γραμμές το κομματικό μας σύστημα παραμένει βαθιά κατακερματισμένο και αυτή η τάση δεν φαίνεται να μεταβάλλεται. Έχουμε ένα μεγάλο και ανθεκτικό κόμμα, αλλά σημαντικά φθαρμένο που δείχνει να περιορίζεται στον πυρήνα των «εκσυγχρονιστικών» δυνάμεων, πλαισιωμένων από ορισμένες ακόμα συντηρητικές. Έχουμε, ακόμα, δύο κόμματα κυβερνητικής κλίσης, το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ στασιμότητας και οπισθοχώρησης, τρία αντισυμβατικά κόμματα, την Ελληνική Λύση, την Πλεύση Ελευθερίας και το ΚΚΕ, με σημαντική επιρροή και άλλα πέντε κόμματα, τη Φωνή Λογικής, τη Νίκη, το ΜέΡΑ25, και σε δεύτερο πλάνο το Κίνημα Δημοκρατίας και τη Νέα Αριστερά, να ανιχνεύονται λίγο πάνω -λίγο κάτω από το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Επομένως, αυτή η διασπορά των προτιμήσεων θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε μια βουλή με αριθμό κομμάτων ρεκόρ. Συνολικά, παρατηρώ μια πιεσμένη όσο ποτέ άλλοτε κυβέρνηση, μία αδύναμη, χωρίς ιδιαίτερη τόλμη και στρατηγική φαντασία αντιπολίτευση εντός ενός περιβάλλοντος που δεν θυμίζει καθόλου τα δικομματικά τοπία των προηγούμενων δεκαετιών.

Η φθορά της ΝΔ είναι η αναμενόμενη από μια κυβέρνηση που βρίσκεται σε δεύτερη θητεία ή είναι κάτι περισσότερο παγιωμένο; Τη φθορά αυτή την παρατηρούσαμε και στις προηγούμενες εκλογές και η κάλπη διέψευσε τις εκτιμήσεις.

Την τρέχουσα περίοδο, σε μια συνθήκη που απουσιάζουν τα ισχυρά προεκλογικά διλήμματα η ΝΔ απολαμβάνει την αποδοχή περίπου του ¼ του εκλογικού σώματος και φυσικά μικρότερου μεριδίου συνολικά της κοινωνίας, εφόσον λάβουμε υπόψη και τους απέχοντες εκλογείς. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αναμενόμενη φθορά που υφίστανται οι κυβερνήσεις με την πάροδο του χρόνου αλλά στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο εκεί. Σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ που οδήγησε την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στην κυβέρνηση δείχνει να έχει υποστεί σημαντικά ρήγματα. Δεν υφίστανται πλέον οι όροι της συναίνεσης του 41%. Θυμίζω ότι ο βασικότερος όγκος των δυνάμεων που συγκρότησαν το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα και τροφοδότησαν αποφασιστικά τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ εκτείνονταν ως προς την πολιτική τους αντίληψη από τα όρια της παραδοσιακής εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς έως τις παρυφές της Άκρας Δεξιάς και ως προς την κοινωνική τους σύνθεση από σημαντικότατες μερίδες της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων έως και το μεγαλύτερο κομμάτι της αστικής.

Ποιοι είναι, τέλος πάντων, οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας; Έχει εγκαταλείψει παραδοσιακούς συμμάχους της, όπως φάνηκε και από τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ που δεν τους περιέλαβε, είτε πρόκειται για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους που έχει αφήσει στο έλεος των σκανδάλων είτε για συνταξιούχους ή για δημόσιους υπαλλήλους που έχει θέσει στο στόχαστρο.

Είχαν καλλιεργηθεί υψηλές προσδοκίες από τα όσα θα εξαγγέλλονταν στη ΔΕΘ και σε μεγάλο βαθμό διαψεύστηκαν, όπως τεκμηριώνουν οι μετρήσεις στον βαθμό που οι δείκτες ικανοποίησης φέτος σημείωσαν πολύ χαμηλότερο σκορ συγκριτικά με τις τρεις προηγούμενες Εκθέσεις. Τα μέτρα έδωσαν την αίσθηση της αποσπασματικότητας και έτσι, δύσκολα μπορούν να πλαισιώσουν μια συγκροτημένη και αισιόδοξη αφήγηση για την επόμενη μέρα, για το μέλλον της χώρας, αποτελώντας καύσιμο για τη συνέχεια. Το κυβερνών κόμμα σημειώνει σταθερά σημαντικές εκροές κυρίως προς τα δεξιότερα κόμματα, παρά τις στοχευμένες, συμβολικές και μη, κινήσεις και επιλογές προσώπων του τελευταίου διαστήματος, όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση του Θάνου Πλεύρη στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Σε επίπεδο κοινωνικών ομάδων, η ΝΔ έχει απωλέσει τη στήριξη σημαντικής μερίδας του αγροτικού κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τους δημοσίους υπαλλήλους (των οποίων την εύνοια είχε ήδη σταδιακά αρχίσει να κερδίζει από τις εκλογές του 2019) αλλά και από μεσαία στρώματα αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και χαμηλόμισθων συνταξιούχων.

Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, τηρεί τη στρατηγική της σιωπής, της μη θέσης, ενώ η ΝΔ κάνει ανοίγματα προς αυτό, καθώς έχει χάσει τον στόχο της αυτοδυναμίας και ενώ η συζήτηση για το προοδευτικό μέτωπο έχει βαλτώσει. Πόσο μακριά θα φτάσει με αυτή τη στρατηγική;

Η στασιμότητα (ή σταθερότητα, ανάλογα με την εκάστοτε πλαισίωση) στις επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ αποτελεί μια συνθήκη εύθραυστων ισορροπιών. Από τη μια πλευρά διατηρείται η ελπίδα της επανάκαμψης και της προσδοκίας ότι έστω με αργούς ρυθμούς το κόμμα θα βρει το παράθυρο ευκαιρίας για να κάνει το άλμα, αλλά από την άλλη πλευρά η πιθανή διάψευση μιας τέτοιας προοπτικής, είτε λόγω παρατεταμένης στασιμότητας στην επιρροή του κόμματος, είτε λόγω καθίζησης θα δημιουργήσει εσωστρέφεια και αποευθυγράμμιση. Και αυτό διότι το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα με κυβερνητικό DNA και όσο οι επιδόσεις του δεν ανταποκρίνονται στην προσδοκία της κυβερνητικής προοπτικής, τόσο θα φυλλοροεί σε επίπεδο στελεχών αλλά και εκλογέων. Το κόμμα νομίζω πως αντιμετωπίζει τρεις βασικές προκλήσεις: Πρώτον, για προφανείς λόγους δεν μπορεί να συστηθεί στην κοινωνία ως κάτι νέο, συνθήκη που θα ευνοούσε την ανάπτυξη δυναμικής, δεύτερον ο ηγέτης του, δεν δείχνει δημοσκοπικά ότι πείθει πως είναι το πρόσωπο που μπορεί εν δυνάμει να αμφισβητήσει τον Κ. Μητσοτάκη, και τρίτον, ας μην ξεχνάμε ότι το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ άφησε σημαντικό αντιΝΔ-ΠΑΣΟΚ ιδεολογικό και πολιτικό αποτύπωμα που λειτουργεί ακόμα και σήμερα ως αντίσταση στην μετακίνηση σημαντικού όγκου πρώην εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ. Οι μεγάλες εκροές του πάλαι ποτέ ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζουν και κατευθύνονται κυρίως προς πιο αντισυμβατικές επιλογές (Πλεύση Ελευθερίας, ΜεΡΑ25, Κίνημα Δημοκρατίας κ.α.), και δευτερευόντως σε άλλες, όπως το ΠΑΣΟΚ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις και δεν φαίνεται να μπορεί να ανακάμψει. Είναι εγκλωβισμένος σε μια εσωστρέφεια και παράλληλα εμφανίζεται ο πρώην πρόεδρός του ως ένας εν δυνάμει αρχηγός κάποιου κόμματος. Μπορεί να τραβήξει ο Αλ. Τσίπρας ένα νέο κόμμα που θα αποτελέσει τον δεύτερο πόλο;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, πράγματι, έχει χαμηλή συσπείρωση, έχοντας απωλέσει περισσότερους από τους μισούς ψηφοφόρους του σε σχέση με τις τελευταίες κάλπες. Αυτή η συνθήκη είναι επικίνδυνη για το κόμμα της Αριστεράς γιατί το εμπεδώνει ως ένα σχηματισμό μικρού προς μεσαίου μεγέθους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφές έλλειμμα πολιτικής ταυτότητας, ζητήματα πολιτικής αφήγησης αλλά και διαχωρισμού από όμορες δυνάμεις. Τώρα, o Αλέξης Τσίπρας, ως πρώην πρωθυπουργός και μάλιστα νέος σε ηλικία, έχει σημαντικό απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου. Νομίζω, εν τούτοις πως μια –ιδίως αυτόνομη– επιστροφή του δεν θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Πρώτον, διότι μεταξύ των εκλογέων που σήμερα αυτοτοποθετούνται στα αριστερά και κεντροαριστερά του πολιτικού φάσματος και κατά κανόνα στηρίζουν κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Πλεύση Ελευθερίας, το ΚΚΕ κ.α. απολαμβάνει θετικές εντυπώσεις από αξιοσημείωτη μερίδα, σε καμία περίπτωση όμως πλειοψηφικές. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις –και για διάφορους λόγους– οι ισχυρές αντιπάθειες απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό δεν περιορίζονται στο δεξιό κοινωνικό ημισφαίριο αλλά και εντός του μη δεξιού χώρου. Δεύτερον, ας μην ξεχνάμε και την επιθετικότητα με την οποία η Ζωή Κωνσταντοπούλου αντιμετωπίζει τον Αλέξη Τσίπρα, επιχειρώντας να θωρακίσει το δικό της κοινό αλλά και τις φωνές σημαντικών πολιτικών παραγόντων του χώρου που δεδομένα θα αντιμετωπίσουν απολύτως ανταγωνιστικά έναν νέο παίκτη στο χώρο. Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο, ένα νέο κόμμα υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, το οποίο δεν θα έχει μάλιστα αναφορές στις υπάρχουσες δυνάμεις να μπορέσει να αποτελέσει δύναμη αμφισβήτησης της κυβέρνησης. Ενδεχομένως να μπορέσει, ωστόσο, να παίξει ένα ρυθμιστικό ή συμπληρωματικό ρόλο την επόμενη μέρα, και αυτό δεν είναι αμελητέο μέγεθος.

Έχω την εντύπωση ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει αφήγημα. Όλα κινούνται γύρω από την αφήγηση της ΝΔ. Στη ΔΕΘ, για παράδειγμα, δεν παρουσιάστηκε ένα πράγματι διαφορετικό πρόγραμμα, όλα απαντούσαν στο πρόγραμμα της ΝΔ.

Γενικώς διατυπώθηκαν προτάσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, ορισμένες εκ των οποίων, μάλιστα, θεωρώ πως διακρίθηκαν για την πολιτική τους ευφυία. Εν τούτοις, δεν υπήρξε μια συμπαγής και σαφής αφήγηση για το πως μπορούν να πάνε τα πράγματα για τη χώρα διαφορετικά τα επόμενα χρόνια. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εφόσον επιθυμούν να ανακτήσουν ή να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους θα πρέπει να διαφοροποιηθούν ευκρινώς από τη ΝΔ σε προγραμματικό, υφολογικό και ρητορικό επίπεδο. Έχω την άποψη πως όσο οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις συγκλίνουν με τη ΝΔ, ιδίως σε επίπεδο θέσεων για την οικονομία και την εργασία, τόσο θα εξανεμίζεται η οποιαδήποτε δυνατότητα για ανάπτυξη δικής τους δυναμικής. Μάλιστα, στον Σφυγμό Σεπτεμβρίου της Prorata, διαπιστώσαμε πως, ενώ οι θετικές αξιολογήσεις των επιδόσεων της κυβέρνησης στην οικονομία είναι εξαιρετικά περιορισμένες, κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν θεωρείται ότι θα τα κατάφερνε καλύτερα από τη ΝΔ στην οικονομία. Και αυτό εκτιμώ, πως είναι η βασική αιτία της ακινησίας του πολιτικού περιβάλλοντος.

Η περίπτωση ενός λαϊκού μετώπου έχει προοπτική;

Αν με αυτόν τον πολυνοηματοδοτημένο όρο εννοούμε ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο κινητοποίησης και ενότητας συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων με όρους βαθιάς πολιτικής ανασύνθεσης, με τακτική φαντασία και στρατηγικό ορίζοντα, ναι, θα μπορούσε να έχει. Υπάρχει, βέβαια, και το παράδειγμα του μετώπου της Γαλλίας, το οποίο αποτέλεσε μια αναγκαία μεν, συγκυριακή και εύθραυστη δε, συγκόλληση δυνάμεων για την αποτροπή του μεγάλου κακού, με συμμαχίες δεύτερου γύρου που αντιστοιχούσαν σε κάλεσμα για ψήφο υπέρ δεξιών υποψηφίων, υπό τον φόβο της επικράτησης της Άκρας Δεξιάς. Η περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι (ακόμη) η ίδια. Σε συνθήκες απουσίας μιας τέτοιας άμεσης απειλής, νομίζω πως θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην αρχιτεκτονική ενός τέτοιου εγχειρήματος πως η συγκρότηση μετώπου αποτελεί μια βαθιά και χρονοβόρα διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής συσσώρευσης και δέσμευσης δυνάμεων με στόχο την αλλαγή στη μακρά διάρκεια.

Η κοινωνία διεκδικεί. Είδαμε πώς εξελίχθηκε το καλοκαίρι με τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό και τώρα με το Global Sumud Flotilla, είδαμε επίσης πόσο άμεσα και μαζικά ανταποκρίθηκε ο κόσμος στο κάλεσμα της Καρυστιανού για μαζικές συγκεντρώσεις πανελλαδικά την ημέρα ομιλίας του Κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ.

Μέσα σε αυτό το κλίμα που συζητάμε, ο κοινωνικός συναισθηματικός καμβάς συγκροτείται κυρίως στη βάση συναισθημάτων, όπως η απογοήτευση, ο θυμός και η απελπισία, τα οποία ανιχνεύονται ως εξαιρετικά πιο διευρυμένα μεταξύ των νεότερων ηλικιών και των χαμηλότερων εισοδημάτων. Πλάι σε αυτό το κοκτέιλ προκλήσεων, υπάρχουν δύο γεγονότα-τομές, τα οποία κινητοποιούν μερίδες της κοινωνίας: το δυστύχημα των Τεμπών και η σφαγή στη Γάζα. Μπορεί αυτά τα ρεύματα, είτε πιο θορυβώδη, είτε πιο αθόρυβα να μην συγκροτούνται σε συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα αλλά δείχνουν πως η κοινωνία διαθέτει σήμερα αντανακλαστικά διεκδίκησης, τα οποία εν δυνάμει θα μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από νέα πολιτικά σχέδια.

Η Νέα Αριστερά, πάντως, προσπαθεί να εκπροσωπήσει αυτά τα ζητήματα που κινητοποιούν, έχει πάρει σαφή και ενεργή θέση στο παλαιστινιακό, στα Τέμπη ή τα σκάνδαλα, χωρίς να καταφέρνει να πείσει ως κινηματικό κόμμα.

Πράγματι, ενώ η Νέα Αριστερά παίρνει σαφή θέση στα ζητήματα που κινητοποιούν και στηρίζει απολύτως ενεργητικά αυτά τα κινήματα, δεν παρουσιάζει δημοσκοπικά οφέλη, εν αντίθεση για παράδειγμα με το ΜέΡΑ25, του οποίου η επιρροή δείχνει να σταθεροποιείται σε επίπεδα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Η Νέα Αριστερά κινείται πέριξ των επιδόσεων που είχε καταγράψει στις ευρωεκλογές και με αυτή την έννοια δεν παρουσιάζει δυναμική. Δείχνει πως επιχειρεί να συγκροτήσει μια αφήγηση που θα επιτρέπει σε πρώτη φάση να αποτελέσει ένα διακριτό πόλο αριστερής συσπείρωσης. Ο βαθμός δυσκολίας, όμως, μιας τέτοιας προσπάθειας –ακόμα και αν παίρνει σαφείς θέσεις, τις οποίες παλεύει με συνέπεια–- είναι πολύ υψηλός, δεδομένου ότι η Νέα Αριστερά δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της μεγάλης ήττας του ενιαίου εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, άρα εν μέσω απογοήτευσης και αποευθυγράμμισης ψηφοφόρων από τον συγκεκριμένο χώρο, αλλά και ότι ανταγωνίζεται από κοινού πλέον με μια πλειάδα κομμάτων του αριστερού ημισφαιρίου για την ψήφο συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας, ευρισκόμενη φανερά μεταξύ πολιτικών συμπληγάδων.

Ιωάννα Δρόσου
Η ΕΠΟΧΗ