Macro

Άγγελος Διονύσης Γιαχολλάρη: Όταν το μίσος γίνεται επίσημη κρατική πολιτική

Η τοποθέτηση του Μάκη Βορίδη στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου δεν είναι απλώς μια ανησυχητική εξέλιξη, είναι μια κυνική, επικίνδυνη πολιτική επιλογή, με ξεκάθαρο ιδεολογικό φορτίο. Ο Βορίδης δεν είναι ένα ουδέτερο πρόσωπο. Το πολιτικό του παρελθόν είναι βαθιά ριζωμένο στον ακροδεξιό χώρο: από τη νεολαία της ΕΠΕΝ μέχρι την ηγεσία του ΛΑΟΣ και τη μετέπειτα θητεία του στη ΝΔ, διατηρεί σταθερά μια ρητορική μίσους, εθνικισμού και αποκλεισμού. Και τώρα, αυτή η ρητορική γίνεται επίσημη πολιτική γραμμή του κράτους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε τον Μάκη Βορίδη να μιλά για «εισβολές», «αλλοίωση πληθυσμού» και «ισλαμοποίηση». Αυτό που σοκάρει τώρα δεν είναι τι λέει, αλλά το ότι πλέον το λέει ως αρμόδιος υπουργός. Δηλαδή, είναι πια η δουλειά του. Με εντολή «μπλε φακέλου» ιεραρχούνται οι προτεραιότητες: καταστολή αντί για ένταξη, απελάσεις αντί για δικαιώματα, περιορισμός αντί για στήριξη.

Ο ίδιος δήλωσε πως «οι παράνομοι μετανάστες θα πρέπει να πιεστούν για να επιστρέψουν» και ότι θα επιβληθούν «περιοριστικά μέτρα για να καταλάβουν ότι εδώ δεν είναι ευπρόσδεκτοι». Αυτή είναι η λύση για το μεταναστευτικό; Ένα υπουργείο που λειτουργεί ως μηχανισμός πίεσης και αποκλεισμού; Και πόσο παράλογο είναι ένας υπουργός να αναφέρεται ανοιχτά σε «επιστροφές», τη στιγμή που οι επαναπροωθήσεις –που εμμέσως φωτογραφίζονται– είναι παράνομες και έχουν ήδη φέρει διεθνείς καταδίκες για τη χώρα;

Η επιλογή Βορίδη αποτελεί κεντρική κυβερνητική γραμμή. Είναι το ελληνικό «Trump effect»: επιχειρησιακές φαντασιώσεις με μαζικές απελάσεις, χειροπέδες, εθνικές σημαίες να ανεμίζουν και ένα μεταναστευτικό μοντέλο φτιαγμένο από σκληρές εικόνες καταστολής. Δεν είναι τυχαίο πως παράλληλα ασκείται πίεση και στις ΜΚΟ που ασχολούνται με την προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών – πρώτα οικονομική, έπειτα σχετικά με τη νομιμοποίησή τους. Η επίθεση δεν περιορίζεται στους μετανάστες, εξαπλώνεται σε κάθε δομή αλληλεγγύης που αποκαλύπτει τις κυβερνητικές πολιτικές.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, έρχεται και η απάλειψη του άρθρου που προέβλεπε τη δυνατότητα παράτασης των αδειών παραμονής, διατηρώντας όμως το ειδικό καθεστώς των διακρατικών συμφωνιών για αγροτικές εργασίες. Οι μετανάστες, δηλαδή, γίνονται αποδεκτοί μόνον όταν είναι χρήσιμοι στην παραγωγή, αλλά όχι όταν διεκδικούν αξιοπρέπεια, δικαιώματα, άδεια παραμονής. Είναι αποκαλυπτικό το πώς αντιλαμβάνονται τον μετανάστη: εργαλείο, όχι άνθρωπο.

Και αν κάποιος νομίζει πως όλα αυτά είναι υπερβολές, αρκεί να δει τις πρώτες του κινήσεις. Μια καθαρά περιοριστική πολιτική, που αγνοεί επιδεικτικά το διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, πως όλα αυτά ανακοινώνονται σχεδόν ταυτόχρονα με την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού και των Φυλετικών Διακρίσεων – η συγκυρία, όπως φαίνεται, δεν λειτούργησε αποτρεπτικά. Η ανησυχία δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι βαθιά ανθρώπινη. Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας νέας εποχής όπου το διεθνές δίκαιο εφαρμόζεται αλα καρτ – ή και δεν εφαρμόζεται καθόλου.

Το ακροδεξιό σινιάλο έχει δοθεί. Η υπουργοποίηση Βορίδη δεν είναι ατυχές περιστατικό, είναι πολιτική επιλογή με σαφή ιδεολογική στόχευση. Και, δυστυχώς, αυτή η επιλογή έχει πραγματικές, οδυνηρές συνέπειες για χιλιάδες ανθρώπους που βρίσκονται ήδη στο περιθώριο. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στην Ελλάδα δεν έχουν απλώς να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό ρατσισμό. Πλέον, έχουν απέναντί τους ένα ολόκληρο υπουργείο με επικεφαλής κάποιον που θεσμοθετεί ακριβώς αυτή τη ρητορική μίσους.

Αν αυτό δεν τρομάζει, τότε τι;

Η ΕΠΟΧΗ