Η Αριστερά υποστηρίζει τη σύλληψη του Γκράμσι περί ηγεμονίας, ωστόσο το πρόβλημά της δεν είναι μόνο πως την έχει χάσει αλλά ότι δεν καταλαβαίνει καν σε τι συνίσταται, με πρώτο ζήτημα τη σχέση της με τον χρόνο. Αντιθέτως, όπως συχνά παραδέχονται στελέχη της σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, η σύγχρονη Ακροδεξιά την καταλαβαίνει τέλεια.
Ας θυμηθούμε, για αρχή, τα «αγόρια του Σικάγο». Το «πρότζεκτ Χιλή» εγκαινιάστηκε το 1950 από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ με χρηματοδότηση των ιδρυμάτων Φορντ και Ροκφέλερ. Το τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγο σε συνεργασία με το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής έδινε υποτροφίες για είκοσι χρόνια σε πάνω από εκατό φοιτητές, προκειμένου να εκπαιδευτούν στο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που σχεδιαζόταν για τη Χιλή. Χρειάστηκαν τριάντα χρόνια ώστε τα «αγόρια του Σικάγο» να υλοποιήσουν για πρώτη φορά τις οικονομικές πολιτικές που καλλιέργησε το «πρότζεκτ Χιλή», ύστερα μάλιστα από αποτυχημένες προσπάθειες. Φυσικά και γνωρίζουμε ότι το πρότζεκτ αυτό έγινε το πρότυπο για πολιτικές που εφαρμόστηκαν αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ.
Το αστέρι της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, η Μαρίν Λε Πεν, πάλευε την εκλογή της από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το 1993, 2002, 2007 ηττάται σε βουλευτικές εκλογές και κατορθώνει μόνο την εκλογή της στο Ευρωκοινοβούλιο. Το 2010 αναλαμβάνει την ηγεσία του τότε Εθνικού Μετώπου και μόλις το 2022 αποσύρεται από την ηγεσία για να δώσει τη θέση της στον Ζορντάν Μπαρντελά, αναγνωρίζοντας πως το κόμμα χρειαζόταν ανανέωση προκειμένου να συνεχίσει να χτίζει επιρροή και κυβερνησιμότητα. Eδώ και δεκατέσσερα χρόνια διαγκωνίζεται ακατάπαυστα για την Προεδρία της Γαλλίας φτάνοντας συνεχώς από το 2017 μέχρι σήμερα ένα βήμα πριν το Μέγαρο των Ηλυσίων. Ως προς τη διεθνή της Ακροδεξιάς, η οποία δεν χτίστηκε εν μία νυκτί σε κάποια στρογγυλή τράπεζα των ακροδεξιών ηγετών, ποικίλα δίκτυα και οργανισμοί εργάστηκαν μεθοδικά επί χρόνια στους τομείς της πληροφόρησης, της προπαγάνδας, της πολιτικής εκπαίδευσης και του ακτιφαρίσματος ακροδεξιών πυρήνων. Το δίκτυο «Breitbart news» ιδρύθηκε το 2007, για να φτάσει δέκα χρόνια μετά να θεωρείται ο απόλυτος επικοινωνιακός κόμβος της Alt-right υπό την ηγεσία του Στιβ Μπάνον. Το «Breitbart» έπαιξε το ρόλο του –πλέον κανείς δεν ασχολείται μαζί του–, αλλά η μαύρη διεθνής βρίσκεται στο Ευρωκοινοβούλιο, σε εθνικά κοινοβούλια και στον Λευκό Οίκο.
Ηγεμονία και ανυπομονησία
Αν η ηγεμονία είναι η διάχυση των ιδεών αυτών που συμβάλουν στην κατάκτηση εξουσίας σε μια κλίμακα τόσο ευρεία που αγγίζει τις καθημερινές μας πρακτικές, τον πολιτισμό, την ίδια την εμπειρία μας, από το νηπιαγωγείο μέχρι το γραφείο τελετών όπως γράφει ο Ίγκλετον,[1] τότε αυτή η διαδικασία απαιτεί χρονικούς πόρους που υπερβαίνουν όχι απλά το day-by-day κυνήγι των ανακοινώσεων, δηλώσεων, επερωτήσεων στη Βουλή, καλεσμάτων έξω από το Σύνταγμα κ.λπ., αλλά και τις τετραετίες, πενταετίες των εκλογικών κύκλων και αναμετρήσεων. Η Αριστερά κάνει πολιτική με ανυπομονησία και εμφανίζεται ανίκανη να σκεφτεί, προγραμματίσει, δράσει στη (και για) τη μακρά διάρκεια. Τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στις υπερεθνικές της δικτυώσεις, λειτουργεί αποσπασματικά τρέχοντας πίσω από την ατζέντα της Δεξιάς, πασχίζοντας να αντιπολιτευτεί με πολιτικές οι οποίες αφενός δεν εντάσσονται σε ένα μακρόπνοο σχέδιο αντι-ηγεμονίας, αφετέρου αλλάζουν συχνά ως προς τον τρόπο εκφοράς τους, την προτεραιοποίησή τους, τα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθύνονται, τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που απαιτούν. Τη μια εβδομάδα είμαστε με την ενδυνάμωση και την οικοδόμηση της ταυτότητας της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την άλλη με τη συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων, τον ένα χρόνο έχουμε «flagproject» το εθνικό σύστημα υγείας λόγω της πανδημίας, τον επόμενο το κράτος δικαίου λόγω των υποκλοπών, τον μεθεπόμενο την υπεράσπιση των δημόσιων μεταφορών ή τη μάχη ενάντια στη διαφθορά και τη διαπλοκή (ούτε εδώ είμαστε σίγουροι) λόγω των Τεμπών. Αυτό δεν είναι πολιτικός αγώνας για χτίσιμο αντι-ηγεμονίας. Η Ακροδεξιά μετέτρεψε τη μετανάστευση σε νούμερο ένα πρόβλημα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, συνδέοντάς τη με ένα μεγα-αφήγημα περί πολιτισμικών πολέμων, δουλεύοντας εμμονικά επί δύο δεκαετίες, επιβάλλοντάς τη η ίδια στο δημόσιο διάλογο, είτε αυτός αφορούσε την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και την αποβιομηχάνιση είτε τη μαντήλα στα σχολεία και τη σεξουαλική παρενόχληση γυναικών. Στην Αριστερά πιστεύουμε πως η μάχη στο πεδίο των ιδεών γίνεται με προγραμματισμό εβδομάδας ή –στην καλύτερη– τετραετίας.
Βραδύτητα και ορίζοντας
Συχνά λέγεται πως ο κυβερνητισμός είναι που κάνει την Αριστερά να ηττάται στο επίπεδο των ιδεών, ωστόσο αυτό που μας αφοπλίζει είναι ότι δίνουμε αυτή τη μάχη δίχως την αντίληψη του ορίζοντα. Τρέχουμε πίσω από κάθε εκλογική αναμέτρηση και αν σκεφτούμε τη χρονικότητα δημοτικών, περιφερειακών, εθνικών, ευρωπαϊκών εκλογών, σχεδόν κάθε χρόνο αναλωνόμαστε σε μικρόπνοες καμπάνιες χάνοντας τον στρατηγικό μας προσανατολισμό. Η πολιτική ηγεμονία θέλει βραδύτητα και ουτοπικό ορίζοντα. Είναι απολύτως θεμιτό να πασχίζεις για την κυβέρνηση, αλλά πρέπει να έχεις υπόψη σου πως δεν θα γίνει αυτή την τετραετία, ίσως ούτε την επόμενη. Ότι χτίζεις για τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Η έλλειψη ουτοπικού οράματος αντικατοπτρίζεται στην αντίληψή μας για τον πολιτικό χρόνο. Όπως γράφουν οι Ούγο και Ντανιέλα Φάσι: «Ο ορίζοντας προσδοκίας είναι εκείνο που μας παρακινεί να βαδίζουμε προς το μέλλον βασιζόμενοι σε παροντικές εμπειρίες, χωρίς όμως να κλεινόμαστε σε μια προκαθορισμένη τροχιά μετατρέποντας έτσι το μέλλον σε ένα συμπλήρωμα του παρόντος».[2]
Σημειώσεις:
1. Eagleton, Terry. 2018. Ιδεολογία. Μια εισαγωγή. Αθήνα: Πεδίο, 210.
2. Fazio, Hugo y Daniela Fazio. 2018. “El tiempo y el presente en la historia global y su época”. Revista de Estudios Sociales 65: 12-21.