Οι αντιδράσεις της ΝΔ και των φερεφώνων της στο άκουσμα των λέξεων «λιτή αφθονία» από το στόμα του πρωθυπουργού δεν πρέπει με ευκολία να αποδοθούν σε άγνοια, ελαφρότητα ή αντιπολιτευτική στοχοπροσήλωση. Είναι αλήθεια πως, στη μακρά προεκλογική περίοδο που διανύουμε, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει επιλέξει να εκμεταλλεύεται και όσα δεν προσφέρονται για εκμετάλλευση. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει μάλλον να σκίρτησε και να αντέδρασε το νεοφιλελεύθερο υποσυνείδητό της. Η αντίδρασή της, παρά την επιπολαιότητα των «επιχειρημάτων», πρέπει να βγήκε από πολύ βαθιά.
Η σπάταλη ανισότητα
Μπορείτε να φανταστείτε κάποιον νεοφιλελεύθερο, που είναι βαθύτατα πεπεισμένος ότι είναι εφεύρημα των οπισθοδρομικών ο κίνδυνος εξάντλησης των πόρων του πλανήτη –ακόμα και του αέρα που αναπνέουμε– να ανησυχεί για τη σπατάλη κάθε είδους που χαρακτηρίζει το σύστημα της ασύδοτης οικονομίας και του άνευ ορίων ανταγωνισμού;
Μόλις προχθές ακούγαμε τον πρόεδρο της ΝΔ να επαναλαμβάνει τη γνωστή νεοφιλελεύθερη θεωρία ότι, αν θέλουν οι εργαζόμενοι –και γενικότερα οι αδικημένοι από την κατανομή του παραγόμενου πλούτου– να διεκδικήσουν και απολαύσουν μεγαλύτερο μερίδιο, τότε πρέπει να συμβάλλουν, αποδεχόμενοι ουσιαστικά την άδικη μοιρασιά, στην ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των ποσοτικών οικονομικών μεγεθών. Εκλαΐκευε μ΄ αυτό τον τρόπο δύο κλασικές ανακρίβειες των νεοφιλελευθερισμού.
Η πρώτη, ότι δεν είναι η άνιση κατανομή που αδικεί τους υποτελείς, αλλά το μικρό μέγεθος του παραγόμενου προϊόντος, το οποίο χρειάζεται να αυξηθεί με τις δικές τους, βέβαια, θυσίες. Ο ισχυρισμός τους αυτός εμπεριέχει εξ ορισμού την προτροπή για μια ασυγκράτηση και αλόγιστη εξάντληση των πόρων του πλανήτη, καθώς επιχειρείται να καθαγιαστεί αυτή ως μέσο από έναν ιερό σκοπό, την ευημερία των πολλών.
Άσκοπη μεγέθυνση
Η δεύτερη ανακρίβεια είναι ότι, εφόσον μεγεθυνθεί το παραγόμενο προϊόν, αναπόφευκτα θα μειωθούν και οι ανισότητες. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι στη διάρκεια της βασιλείας του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες, όσο κι αν μεγεθύνθηκε ο παραγόμενος πλούτος, όσο κι αν σπαταλήθηκαν πόροι για παντός είδους κερδοσκοπικά παιχνίδια, οι ανισότητες, αντί να μειώνονται, έφτασαν σε πρωτόγνωρο σημείο: απειλούν, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ακόμα και την ίδια τη μεγέθυνση της παραγωγής, γιατί ευνοούν την ύφεση. Στην πραγματικότητα, η εξάντληση των πόρων και η σπατάλη συνυπάρχουν με τη φτώχεια και την ανέχεια. Πόσες φορές δεν έχουμε δει να αυξάνεται το ΑΕΠ, αλλά οι αδικημένοι να παραμένουν στη θέση τους.
Όταν, λοιπόν, κατηγορούν όσους κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στη «λιτή αφθονία» ως προάγγελους ενός χειρότερου μέλλοντος, με λιγότερα αγαθά και φτωχότερους ανθρώπους, δεν κάνουν απλώς φθηνή αντιπολίτευση, υπερασπίζονται με σθένος τα ιδιοτελή συμφέροντα που εκπροσωπούν, παρότι η εξυπηρέτησή τους οδηγεί και σε ένταση των ανισοτήτων και σε υφεσιακές τάσεις, που πλήττουν πρώτα απ΄ όλα τους πιο αδύναμους ανάμεσα στους λαούς και ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.
Οποιαδήποτε αναφορά σε έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής των αγαθών και της κατανομής τους στους παραγωγούς θεωρείται ύβρις, η οποία, υποτίθεται, θα τιμωρηθεί από τους νόμους της αγοράς με πρόσθετη δυστυχία για τους ήδη αδικημένους. Όταν ακούν για τη «λιτή αφθονία», αντιδρούν όπως ο Τραμπ, όταν περιγελά την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και τους κινδύνους από την ορατή ήδη κλιματική αλλαγή.
Οι δισταγμοί της αριστεράς
Μα, θα πει κάποιος, είναι σωστό, είναι λογικό να μιλάμε για «λιτή αφθονία» για τους κινδύνους από τη σπατάλη πόρων σε μια κοινωνία και οικονομία, όπως η ελληνική, που προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ της απώλειας του 25% του ΑΕΠ της; Ίσως τότε είναι που χρειάζεται περισσότερο. Γιατί την ώρα της ανάταξης μιας μισοκατεστραμμένης παραγωγικής μηχανής χρειάζεται και είναι πρόσφορο να επιχειρηθούν χρήσιμες για τους πολλούς μεταβολές. Όμως, και η ίδια η αριστερά διστάζει να αναφερθεί σε μια νέα αντίληψη για την ανάπτυξη, που τη διακρίνει από το τυφλό κυνήγι τής ποσοτικής μεγέθυνσης. Μόλις και μετά βίας το σύνθημα της «δίκαιης ανάπτυξης» τείνει να διαφοροποιηθεί από την αγοραία αντίληψη της ποσοτικής μεγέθυνσης, που προκαλεί τη μεγέθυνση των ανισοτήτων και την αλόγιστη σπατάλη πόρων. Σπατάλη που ωφελεί όσους κερδοσκοπούν σε βάρος της ίδιας μας της ζωής.
Οι δύο λιτότητες
Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αυτή η απόπειρα διαφοροποίησης είναι ατελής. Είναι προφανείς οι συγκυριακοί πολιτικοί και επικοινωνιακοί λόγοι. Όμως, πρέπει να παραδεχθούμε, κι ας βρισκόμαστε σε φάση εξόδου από μια κρίση που προκάλεσε ύφεση και φτώχεια, ότι υπάρχουν και λόγοι ιδεολογικοί, λόγοι θεωρητικής υστέρησης, που κάνουν την αριστερά να υποτάσσεται, όχι μόνο εξ ανάγκης ή για λόγους προστασίας από κακόβουλες επιθέσεις, στην κυρίαρχη αντίληψη μιας «ανάπτυξης» που είναι ψευδώνυμο της απλής και καθαρής ποσοτικής μεγέθυνσης σε βάρος και της συλλογικής ευημερίας και των αντοχών του πλανήτη που μας φιλοξενεί.
Μιλάμε για θεωρητική υστέρηση, γιατί έχουν περάσει τέσσερις και πλέον δεκαετίες από τότε που ο Μπερλιγκουέρ τόλμησε να μιλήσει για λιτότητα. Για μια λιτότητα εχθρό της γιγάντωσης ενός καταναλωτισμού στη βάση των κατασκευασμένων αναγκών, εχθρό της προκλητής σπατάλης πόρων μέσω της μείωσης της διάρκειας ζωής των διαρκών αγαθών. Και έκτοτε η αριστερά, που διεκδικεί να λέγεται και ριζοσπαστική, ελάχιστα έχει κάνει, πάντως λιγότερα από τους οικολόγους, για να υπερασπιστεί αυτή τη φιλολαϊκή και ταξικά και οικολογικά προσανατολισμένη λιτότητα από τους εχθρούς της. Δηλαδή, από εκείνους που σχεδίασαν, οργάνωσαν και επέβαλαν όλα αυτά τα χρόνια τη δική τους λιτότητα, την αντιλαϊκή, αντεργατική και αντι-περιβαλλοντική λιτότητα, που περιορίζει τη δυνατότητα κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών των πολλών και όχι την υπερκαταναλωτική και κερδοσκοπική (π.χ. καταστροφή παραγωγής με στόχο την άνοδο της τιμής ενός προϊόντος) σπατάλη των λίγων.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή