Macro

Αφηγητές, παλιοί και νέοι

Ο Χαν επιλέγει να αντιπαραθέσει στην περιρρέουσα κρίση, στη γενικευμένη κατανάλωση εικόνων που καταλήγει να «κερατινοποιεί» τον εγκεφαλικό φλοιό και στον επικοινωνιακό χυλό που αγκαλιάζει χαλαρωτικά, αφοπλιστικά και θανάσιμα τα πάντα (σελ. 88-89), τα δικά του «σοκ», τις άτεγκτες και επίμονα τονισμένες αξιολογήσεις του, με τις οποίες προτείνει ένα συνολικό ύφος κριτικής σκέψης για το σήμερα – μαζί με το παρόν, ενάντια στο παρόν.

Ο πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος και στα ελληνικά Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν είναι αναμφίβολα ένας συγγραφέας της επικαιρότητάς μας: ένας διεισδυτικός κριτικός της κυρίαρχης κουλτούρας που η γραφή του (κοφτή, αφοριστική χωρίς να γίνεται απλουστευτική, με διαρκείς εμφάσεις ώστε να κρατηθεί τεταμένη η αναγνωστική προσοχή) φαντάζει απόλυτα προσαρμοσμένη στις προσταγές τις οποίες αρνείται. Παραδοσιακά, θα το έλεγε κανείς μειονέκτημα αυτό – μια επιτελεστική αντίφαση του είδους εκείνου που συνήθιζε να εντοπίζει και να καταδικάζει ένας Αντόρνο. Αλίμονο, όμως, οι εποχές έχουν αλλάξει: δεν διακρίνεται πια κανένας τρόπος απελευθέρωσης των μορφών από τις προδιαγραφές της κυριαρχίας, που πλέον ασκείται κατά προτίμηση σε καθαρά τυπικό επίπεδο, σε μια ινφόσφαιρα όπου οι ανακολουθίες ή και οι απερίφραστες ασυναρτησίες ελάχιστα μετρούν μπροστά στην απαίτηση για συντομία, ταχύτητα και λογοθετική επιβολή.

Με εδραία φιλοσοφική συγκρότηση, ιδίως στη γερμανική παράδοση, ο Χαν βασίζεται σε μια κλασική «ανίερη» θεωρητική συνάντηση, του Μπένγιαμιν με τον Χάιντεγκερ, για να περιγράψει γλαφυρά την τρέχουσα κρίση της αφήγησης, η οποία βέβαια ήταν ήδη τέτοια για τον μοντερνισμό του μεσοπολέμου, όταν την πρωτοδιέγνωσαν οι δύο προαναφερθέντες, κοιτάζοντας ο πρώτος προς ένα αμνημόνευτο υπαρξιακό παρελθόν και ο δεύτερος προς ένα ανεξιχνίαστο μετα-ανθρώπινο («βάρβαρο») μέλλον. Μεταξύ τους, ο Χαν παρεμβάλλει τον κατεξοχήν νεωτερικό αφηγητή, τον Προυστ, του οποίου ο Ανακτημένος χρόνος εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ. Αυτό που ώθησε και τους τρεις μεγάλους μεσοπολεμικούς να πραγματευτούν, καθένας με τον τρόπο του, την κρίση της νεωτερικότητας ως εκφραστική κρίση ήταν το εμβληματικό φτώχεμα της εμπειρίας τον περασμένο αιώνα, ό,τι άλλοι έχουν περιγράψει ως βιοπολιτική (ακόμα και θανατοπολιτική) ισοπέδωση του νοήματος, μια αναγωγή της ανθρώπινης κατάστασης στο «μικροσκοπικό, εύθραυστο ανθρώπινο σώμα», σύμφωνα με την αλησμόνητη διατύπωση του Μπένγιαμιν, σε ένα «τοπίο όπου τίποτα δεν έχει μείνει αναλλοίωτο εκτός από τα σύννεφα, μέσα σ’ ένα φορτισμένο πεδίο καταστροφικών ρευμάτων και εκρήξεων».

Για τον Χαν, όλα έχουν γίνει χειρότερα στις μέρες μας. Στην «ψηφιακή ύστερη νεωτερικότητα» ή (πιο κοντά στον Μποντριγιάρ) στην «κοινωνία της πληροφορίας και της διαφάνειας», η «γυμνότητα», η «έλλειψη νοήματος της ζωής», αναπληρώνεται «με συνεχείς αναρτήσεις, likes και κοινοποιήσεις», με αποτέλεσμα να «παροξύνεται έως τη χυδαιότητα» και να γίνεται «πορνογραφική», δηλαδή «χωρίς περίβλημα», χωρίς το αφηγηματικό «πέπλο που υφαίνεται γύρω από τα πράγματα» (σελ. 60-61). Δύσκολα απαλλασσόμαστε από την αίσθηση ότι ο Χαν θα ήθελε κατά βάθος να θρηνήσει τη «φθορά της αύρας» που διαπίστωνε ο Μπένγιαμιν, συγκρατείται όμως την τελευταία στιγμή, ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού για να σκιαγραφήσει μια αντεπίθεση της αφήγησης. Ενας συντηρητικός θα εξιδανίκευε (οσοδήποτε περίτεχνα και υπαινικτικά) μια πρότερη ιδεώδη αφηγηματική συνθήκη. Ο Χαν επιλέγει να αντιπαραθέσει στην περιρρέουσα κρίση, στη γενικευμένη κατανάλωση εικόνων που καταλήγει να «κερατινοποιεί» τον εγκεφαλικό φλοιό και στον επικοινωνιακό χυλό που αγκαλιάζει χαλαρωτικά, αφοπλιστικά και θανάσιμα τα πάντα (σελ. 88-89), τα δικά του «σοκ», τις άτεγκτες και επίμονα τονισμένες αξιολογήσεις του, με τις οποίες προτείνει ένα συνολικό ύφος κριτικής σκέψης για το σήμερα – μαζί με το παρόν, ενάντια στο παρόν.

Σε αυτό το δίπολο έγκειται όλη η αμφισημία της αφήγησης, παλιάς και νέας. Ας τη δούμε με ένα απτό παράδειγμα. Στο Africa Museum των Βρυξελλών (επισήμως, Βασιλικό Μουσείο για την Κεντρική Αφρική, όπου εκτίθενται τεκμήρια και κλοπιμαία από την εποχή της βελγικής εξουσίας στο Κονγκό), περιμετρικά στη «Μεγάλη Ροτόντα» του, υπάρχουν τέσσερα νεοκλασικά συμπλέγματα που εικονίζουν τις προσωποποιημένες αξίες της πολιτισμένης Βελγικής Αυτοκρατορίας να καθυποτάσσουν τη βαρβαρότητα της απολίτιστης Αφρικής. Οι ευαισθητοποιημένοι επιμελητές του μουσείου δεν έμειναν άπραγοι: ανέθεσαν στον Κονγκολέζο καλλιτέχνη Eμέ Εμπανέ να αντισταθμίσει το όνειδος, κι εκείνος σκέπασε τα αγάλματα με ημιδιάφανα πέπλα που δείχνουν σκηνές απροκάλυπτης αποικιοκρατικής βίας σε βάρος Αφρικανών ιθαγενών. Υφανε έτσι μια αφήγηση «γύρω από τα πράγματα», όπως θα το έθετε ο Χαν, εκμεταλλεύτηκε το παιχνίδι της συγκάλυψης και της αποκάλυψης, για να εξιλεωθούν οι εκθέτες του μουσείου και να λυτρωθούν, έστω εικαστικά, τα από καιρό νεκρά αντικείμενά του. Το αφηγηματικό καθήκον εξετελέσθη με τα μέσα της κυριαρχίας, σε μια διδακτική επίδειξη της σύγχρονης μοίρας της κριτικής – μέχρι νεωτέρας.

Γιώργος Καράμπελας
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ