Συνεντεύξεις

Έφη Αχτσιόγλου: Σε μόλις έξι μήνες, έχει επανεμφανιστεί το σκληρό κράτος της δεξιάς

Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός

Πριν λίγες μέρες, ο πρωθυπουργός ζήτησε «συγγνώμη» από τους αθηναίους, για την «ταλαιπωρία» από την απεργία στο μετρό, στρεφόμενος έτσι εναντίον των απεργών και προανήγγειλε νομοθετική ρύθμιση για προσωπικό ασφαλείας. Πώς σχολιάζεις αυτή την καθεστωτική παρέμβαση;
Πρόκειται για μια ευθεία επίθεση στο δικαίωμα της απεργίας, χρησιμοποιώντας αισχρά ψέματα. Ο νόμος για τις απεργίες ορίζει προσωπικό ασφαλείας στις δημόσιες υπηρεσίες, και αυτό το έκανε από πάντα. Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός δαιμονοποιεί τις αντιδράσεις των εργαζομένων και σκοπίμως λέει ψέματα για να τις παρουσιάσει ως μεμονωμένες συνδικαλιστικές συντεχνιακού τύπου αντιδράσεις. Θυμίζω πως πριν λίγο καιρό, κατά τη γενική απεργία ενάντια στον αναπτυξιακό νόμο, είχε κάνει λόγο για «λίγους» που ταλαιπωρούν τους «πολλούς», προκειμένου να προστατεύσουν τα «συνδικαλιστικά τους συμφέροντα». Να θυμίσω δε πως ο νόμος εκείνος δεν είχε καμία αναφορά στο συνδικαλισμό. Προσπαθεί από καιρό ο κ. Μητσοτάκης να δημιουργήσει έναν κοινωνικό αυτοματισμό, μια εντύπωση ότι αυτή δεν είναι μια αντίδραση εργαζομένων για την αντεργατική πολιτική που εφαρμόζει, αλλά μια μεμονωμένη αντίδραση «βολεμένων» συνδικαλιστών απέναντι στην κοινή λογική. Ο κ. Μητσοτάκης έδωσε από πολύ νωρίς αυτό το στίγμα, ότι θα προσπαθεί να παλέψει όλη του την πολιτική με όρους κοινής λογικής. Θυμίζω πως όταν βγήκε πρωθυπουργός είπε ότι όσα κάνει δεν είναι νεοφιλελευθερισμός, δεν έχουν πρόσημο, έχουν κοινή λογική. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο επικίνδυνη στρατηγική. Γιατί ζυμώνεται στην κοινωνία αυτή η προσέγγιση –η καταστολή, η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, κ.λπ.- ως κάτι φυσιολογικό, που θα το σκεφτόταν ένας μέσος άνθρωπος. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή και αυξημένα αντανακλαστικά για να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την πολιτική. Δεν πρέπει να την απαξιώσουμε, ούτε να την υποβαθμίσουμε.

Μήνυμα προς την αγορά εργασίας

Σε κινητοποιήσεις βρίσκονται και οι τραπεζοϋπάλληλοι, αντιδρώντας σε μια νέα ομηρία «ενοικιαζόμενων εργαζόμενων», οι οποίοι επίσης λοιδορούνται από την κυβέρνηση. Η απεργία αυτή γίνεται ενώ έχει καταργηθεί η αιτιολόγηση της απόλυσης, η προστασία από τις εργολαβίες και υποβαθμίστηκε η Επιθεώρηση Εργασίας. Παράλληλα, καταργήθηκε το πρόγραμμα απασχόλησης 4.000 ερευνητών, ενώ ένα από τα βασικά προεκλογικά σημεία της ΝΔ ήταν η αποτροπή της φυγής των νέων στο εξωτερικό. Πώς κρίνεις την εφαρμοζόμενη πολιτική και στρατηγική;
Από την αρχή, η Νέα Δημοκρατία κινείται με στρατηγική ακραίου επικοινωνιακού εντυπωσιασμού, χωρίς περιεχόμενο. Η κυβέρνηση που εξελέγη με το σύνθημα της καταπολέμησης του brain drain, επιλέγει συνειδητά να σταματήσει ένα πρόγραμμα που απευθυνόταν σε 4.000 νέους επιστήμονες, που εργάζονταν σε επωφελή έργα του δημοσίου, και να τους οδηγήσει στην ανεργία ή να τους διώξει στο εξωτερικό. Είναι προφανής η αναντιστοιχία λόγων και πράξεων. Ταυτόχρονα, από την ημέρα που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, στέλνει τα μηνύματά της στους εργοδότες. Η αγορά εργασίας είναι εν πολλοίς εξαρτώμενη και από το κλίμα που δημιουργείται. Όταν δημιουργείς ένα κλίμα ότι δεν θα επικεντρωθείς σε ελέγχους του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, ότι τα κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα συνιστούν εμπόδια, που πρέπει να αρθούν, όταν καταργείς το αιτιολογημένο των απολύσεων, δίνεις ένα σήμα στην αγορά ότι αφήνεις ελεύθερη την εργοδοτική αυθαιρεσία. Και το παράδειγμα της Πειραιώς είναι ο ορισμός της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Οι εργαζόμενοι είχαν κάνει ρητή συμφωνία με την επιχείρηση όταν υπήρξε απόσχιση ενός κλάδου για τα “κόκκινα δάνεια” σε άλλη εταιρεία, ότι θα πάνε στη νέα επιχείρηση όσοι θέλουν. Κατέληξε από τον Ιούλιο η εταιρεία να απολύει τον κόσμο που επέλεξε να μην πάει. Αυτή η κατάφωρη παραβίαση των συμφωνιών γίνεται γιατί ξέρει η εταιρεία ότι δεν θα τιμωρηθεί ούτε θα δεχθεί πιέσεις. Η κυβέρνηση έχει επιλέξει, δια της σιωπής, να στείλει το ακριβώς αντίθετο μήνυμα, από αυτό της προστασίας των εργαζομένων.

Δομική η αλλαγή στο ασφαλιστικό

Προς το παρόν, έχουμε μια θολή εικόνα για το τι θα κάνει η κυβέρνηση με το ασφαλιστικό. Κατά τη γνώμη σου, τι σχεδιάζει;
Βάσει όσων έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, αλλάζει το σύστημα εισφορών και κάνει ένα σύστημα κατάφωρα άδικο. Ένας άνθρωπος που βγάζει 7.000 ευρώ το χρόνο θα πληρώνει ακριβώς τα ίδια με έναν που βγάζει 100.000 ευρώ. Αυτό είναι ο ορισμός της αδικίας. Την ίδια στιγμή, κάνει μια αλλαγή στο σύστημα, με αποτέλεσμα το 85% των ελεύθερων επαγγελματιών να πληρώσουν 20% παραπάνω από όσα πληρώνουν σήμερα. Μιλάμε για δύο πολύ συνειδητές επιλογές, κατάφωρα άδικες, που επιβαρύνουν τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα. Πρόκειται για μια δομική αλλαγή του συστήματος, καθώς καταργεί τη βασική αρχή δικαιοσύνης του συστήματος, να πληρώνει ο καθένας τις εισφορές του ανάλογα με το εισόδημά του. Φτιάχνει, έτσι, ένα αυθαίρετο σύστημα κλάσεων, που υποχρεώνει όλους να πληρώνουν το ελάχιστο, το οποίο για τη μεγάλη πλειονότητα σημαίνει επιβάρυνση και για κάποιους λίγους ανώτερων εισοδημάτων σημαίνει μεγάλη ελάφρυνση. Πρόκειται, λοιπόν, για μια πολύ ελιτίστικη προσέγγιση για το ασφαλιστικό.
Σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό, η 13η σύνταξη, όπως την είχαμε νομοθετήσει ως μόνιμο μέτρο η ΝΔ την καταργεί, αφαιρώντας έτσι εισόδημα από τους συνταξιούχους, όπως συνέβαινε σε μνημονιακές εποχές. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρω αν θα προχωρήσει τα σενάρια ιδιωτικοποίησης της ασφάλισης, αν θα ιδιωτικοποιήσει δηλαδή το δημόσιο αγαθό και κοινωνικό δικαίωμα της ασφάλισης. Αν πάντως γίνει θα αφαιρεθούν πολλά έσοδα από το δημόσιο, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό, χάριν πολύ συγκεκριμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες αμφιβάλλω και αν θα μπορούσαν να υλοποιήσουν ένα τέτοιο εγχείρημα.

Οι διαψεύσεις

Η κυβέρνηση χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό ως αναπτυξιακό και κοινωνικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, τονίζει ότι αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες. Θα μας δώσεις μία εικόνα;
Ο προϋπολογισμός υιοθετεί μια πολύ συγκεκριμένη στρατηγική: αν διευρυνθούν τα κέρδη μιας πολύ μικρής οικονομικής βάσης, θα παραχθούν γενικευμένα οφέλη και θα δοθεί ώθηση στην οικονομία. Δεν πρόκειται για μια νέα προσέγγιση και τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά, διότι οδηγούν τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας σε υποβάθμιση της ζωής τους και του εισοδήματός τους. Και έτσι διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες.
Οι μισθοί ανεβαίνουν με δύο πολιτικές: με ισχυρές συλλογικές συμβάσεις και ισχυρό κατώτατο μισθό. Όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποίησε τις δύο αυτές αλλαγές, τις οποίες αργήσαμε να θεσμοθετήσουμε, επαναφέροντας το καλοκαίρι του 2018 τις συλλογικές συμβάσεις και αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό στις αρχές του 2019, καταγράφηκε -έως την άνοιξη του 2019- 4% αύξηση στο μέσο μισθό. Η Νέα Δημοκρατία χτυπώντας αυτά τα δύο θεμέλια, από τη μία, εξαπατά, διότι το σύνθημα, με το οποίο εξελέγη ήταν “πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές” και, από την άλλη, οδηγεί σε γενικευμένη μείωση μισθών. Και μέσα στον προϋπολογισμό δεν υπάρχει καμία αναφορά στο μισθό. Προβλέπει μονάχα μια απειροελάχιστη παρέμβαση στις εισφορές των μισθωτών, μειώνοντας αυτές κατά 0,3%, που πρακτικά σημαίνει ότι κάποιος που παίρνει τον κατώτατο μισθό, θα έχει μια ελάφρυνση δύο ευρώ τον μήνα.
Μια άλλη διάψευση που έρχεται μέσα από τον προϋπολογισμό είναι η προεκλογική δέσμευση για «ίσες ευκαιρίες για όλους». Πώς θα δοθούν αυτές, όταν δεν έχεις κοινωνικό κράτος, το οποίο είναι προϋπόθεση της ισότητας; Στον προϋπολογισμό μειώνουν πολύ τα κλασικού τύπου επιδόματα (οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα για τα ΑμεΑ, επίδομα στέγης), ακολουθώντας έτσι τη συνταγή του ΔΝΤ, το οποίο υποστήριζε ένα ισχυρό ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (ΚΕΑ) και τίποτε άλλο ενδιάμεσα. Βλέπουν τον πολίτη ως φορολογούμενο μόνο, όχι ως άνθρωπο που χρειάζεται πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς κλπ.

Σχηματικά, ποιος είναι ο δρόμος που ακολουθεί η νέα κυβέρνηση τους έξι πρώτους μήνες της;
Σε μόλις έξι μήνες διακυβέρνησης έχει επανεμφανιστεί το σκληρό κράτος της δεξιάς, όσο και αν προσπαθούν τα κυρίαρχα μέσα να το παρουσιάσουν ως μοντέρνο, σύγχρονο και φιλελεύθερο. Έχουμε τον απόλυτο έλεγχο στους θεσμούς, από την πλευρά της κυβέρνησης και τον απόλυτο αυταρχικό έλεγχο κάθε πλευράς της δημόσιας ζωής, συμπεριλαμβανομένων των μίντια. Αυτή η κατάσταση έχει ξεφύγει πια και καταλαμβάνει και ανεξάρτητες αρχές ή οργανισμούς (όπως η Αρχή Ανταγωνισμού ή το ΚΕΘΕΑ). Είναι ένα μείγμα πολιτικής που μόνο φιλελεύθερο δεν είναι.

Η κινητικότητα και η κατεύθυνση

Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να μην έχει βρει το βηματισμό του, από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Αναδεικνύει κυρίως δευτερεύοντα θέματα, όπως για παράδειγμα τα πλαστά πτυχία κυβερνητικών στελεχών, δεν προτάσσει το πρόγραμμά του και κυρίως το όραμά του. Είναι έτσι;
Δεν συμφωνώ ότι είναι δευτερεύον θέμα το παράδειγμά σας, διότι αποκαλύπτεται η υποκρισία της κυβέρνησης, η οποία εκλέχθηκε μέσω της ακραίας χειραγώγησης του λαού. Δεν μπορεί η αντιπολίτευση να μην αποκαλύψει τα κατασκευασμένα ψεύδη τους: ότι είναι άριστοι, ότι θα φτιάξουν καλοπληρωμένες δουλειές και θα χτυπήσουν το brain drain, ότι θα βοηθήσουν τη μεσαία τάξη. Κάνουν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που υποσχέθηκαν προεκλογικά.
Από την άλλη, χρειάζεται χρόνο ο ΣΥΡΙΖΑ για να επικοινωνήσει τις θέσεις του. Πρώτον γιατί το μιντιακό σύστημα είναι πολύ εχθρικό και δεν αφήνονται δίαυλοι μαζικής ενημέρωσης. Άρα η ενημέρωση γίνεται με δουλειά μυρμηγκιού, με αδιαμεσολάβητη επαφή, μέσω των εκδηλώσεων και των συνελεύσεων και χρειάζεται χρόνο, για να αποδώσει. Το δεύτερο είναι ότι η δεξιά ιδεολογία είναι πιο εύπεπτη. Η δική μας ανάλυση δεν είναι κυρίαρχη, θέλει χρόνο για να πείσεις έναν πολίτη να μετακινηθεί από την εύκολη προσέγγιση της δεξιάς. Και ύστερα, είχαμε ένα πολύ συγκεκριμένο προεκλογικό πρόγραμμα, με αιχμές και κοστολογημένο. Αν εννοείτε ότι δεν το προβάλλουμε αρκετά, να το δεχθώ. Το θέμα είναι ότι από τη στιγμή που χάσαμε τις εκλογές, χρειάζεται και προγραμματικός αναστοχασμός. Προβάλλουμε διαρκώς το τι θα κάναμε, με βάση τις δυνατότητες της οικονομίας, στην κατεύθυνση του να βοηθιούνται οι πολλοί. Παράλληλα, εσωκομματικά γίνεται και μια προγραμματική αναθεώρηση. Η επιτροπή προγράμματος λειτουργεί, έχουμε μπροστά μας και το συνέδριο. Χρειάζεται χρόνος. Όπως και να έχει μέχρι το καλοκαίρι θα έχει τελειώσει αυτή η διαδικασία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μια προσπάθεια οικοδόμησης του κόμματος, συγχρόνως με τη διεύρυνσή του. Πώς κρίνεις τη διαδικασία αυτή;
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που βγήκε μέσα από την κοινωνία. Όσο ήμασταν στην κυβέρνηση αναγκαστικά αυτή η επαφή με την κοινωνία εξασθένησε. Ήταν ζωτική η ανάγκη να ξαναβρεθούμε με τον κόσμο αδιαμεσολάβητα. Ο κόσμος είναι πολύ θερμός και έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να μιλήσει. Θέλει να κάνει κριτική, να δουλέψει, να βοηθήσει. Και μιλάμε για ανθρώπους που ποτέ δεν είχαν επαφή με κάποιο κόμμα. Άρα η κινητικότητα υπάρχει, το θέμα είναι ποια θα είναι η κατεύθυνση. Προσωπικά, δεν έχω το φόβο της «πασοκοποίησης», επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θεμέλια και ξέρει ποιους υπηρετεί. Αυτό που πιο πολύ με απασχολεί είναι πώς όλο αυτόν τον κόσμο θα τον κρατήσεις και θα τον κάνεις δημιουργικό, για να μην μπει σε μια νομενκλατούρα. Αυτό που συχνά αναφέρω και σε όσες εκδηλώσεις έχω συμμετάσχει είναι να μην ξεχνάμε ότι ο στόχος δεν είναι το κόμμα. Ο στόχος είναι η κοινωνία. Το ζήτημα δεν είναι να μεγαλώσουμε, για να μεγαλώσουμε, αλλά για να δουλέψουμε για ένα στόχο, που αφορά την κοινωνία, να δουλέψουμε ένα πολιτικό σχέδιο. Το κόμμα είναι το όχημα για το στόχο.

Η ριζοσπαστικοποίηση του κόμματος

Για να το πετύχεις αυτό, το κόμμα έχει ανάγκη και από θέσεις που θα ριζοσπαστικοποιούν τον κόσμο, που θα τον παροτρύνουν να συμμετέχει στα κοινωνικά δρώμενα. Επομένως, πρέπει να εξασφαλιστεί και η συμμετοχή στη λειτουργία του κόμματος…
Αρκεί να επικαιροποιήσουμε και τι ακριβώς εννοούμε ως συμμετοχή. Οι νέοι άνθρωποι συζητούν, ενημερώνονται, εμπλέκονται μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άρα πρέπει να δούμε πώς αντιλαμβάνονται και αυτοί την οργανωμένη πολιτική ζωή. Πώς εννοούμε την εμπλοκή, πώς εννοούμε την οργάνωση.

Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που στηρίχθηκε από το 40% των νέων ανθρώπων. Αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί τον ΣΥΡΙΖΑ στις πρακτικές του, τις θέσεις του, τη λειτουργία του. Πώς θα εμπλέξει τους νέους και πώς θα εκσυγχρονίσει το λόγο του και τις θέσεις του;
Οι ακραίες εκφάνσεις καταστολής που βιώνουμε πλήττουν κυρίως τη νεολαία. Η κυβέρνηση έχει στοχοποιήσει τη νεολαία και αυτή η επιλογή κάνει τα πράγματα διάφανα. Θυμίζω την επίθεση στον κινηματογράφο για το «Τζόκερ», τη χολιγουντιανού τύπου επέμβαση σε κλαμπ ηλεκτρονικής μουσικής, την ανεκδιήγητη ωμή παρέμβαση μέσα στην ΑΣΟΕΕ, το ξεγύμνωμα νέων διαδηλωτών ή και περαστικών από τα ΜΑΤ… Έχουν γίνει και συνεχίζονται να γίνονται κινήσεις που στοχοποιούν νέους ανθρώπους, όπως στοχοποιούν και οποιαδήποτε κουλτούρα ξεφεύγει από την αποχαύνωση των ριάλιτι. Χρειάζεται μια πολιτιστική επανάσταση για να προσεγγίσουμε τους νέους ανθρώπους, που η κυβέρνηση προσπαθεί να απομονώσει κοινωνικά. Η γνώμη μου είναι ότι αυτό το ρεύμα των ανθρώπων που μας υποστηρίζει λιγότερο ή περισσότερο φανερά μπορείς να προσεγγίσεις μόνο με τη ριζοσπαστικοποίηση του κόμματος. Χωρίς να του βάζεις ταμπέλες ή να τον καπελώνεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που δεν έχουμε αγγίξει όσο θα έπρεπε είναι το ζήτημα της κλιματικής κρίσης. Είναι πεδίο δόξης λαμπρό να δουλέψουμε σε αυτό, διότι μας απασχολεί αξιακά και απασχολεί και τη νέα γενιά.

 

Στόχος της κυβέρνησης να δείξει ισχύ και πυγμή

Είναι πλέον πολλά τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, με τελευταία το ξεγύμνωμα μιας 22χρονης κοπέλας στην Πατησίων και η εισβολή στο σπίτι της οικογένειας Ινδαρέ στο Κουκάκι. Η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο καλύπτουν ανερυθρίαστα όλα αυτά τα περιστατικά…
Η κυβέρνηση όχι μόνο καλύπτει την αστυνομική βία και αυθαιρεσία, αλλά ο κ. Χρυσοχοΐδης ψεύδεται απροκάλυπτα, επαίρεται για τον αυταρχικό και αντισυνταγματικό τρόπο που έδρασε η αστυνομία, επιτίθεται σε όποιον κατακρίνει αυτές τις πρακτικές. Η καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του κράτους της δεξιάς. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν νοιάζεται για την ασφάλεια των πολιτών και το Σύνταγμα, αλλά με τον αυταρχισμό της γεννά την ανασφάλεια και τον φόβο. Στόχος της είναι να δείξει ισχύ και πυγμή απέναντι στους πολίτες, ώστε να αποτρέψει τις αντιδράσεις για την πολιτική της. Πρόκειται για τη θεμελίωση της εξουσίας δια του φόβου και της βίας, όπως άλλωστε είπε και ο κ. Βορίδης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αναθεώρηση του Συντάγματος αρνήθηκαν να προστεθεί ρητά η μη διάκριση λόγω φύλου, ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Μιλάμε για μία βαθιά συντηρητική κυβέρνηση, νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και ακροδεξιών εξάρσεων, η οποία συνειδητά γέρνει το καράβι προς τα δεξιά για να ικανοποιήσει το συντηρητικό ακροατήριό της. Η πολιτική αυτή πρέπει να καταδικαστεί και να συναντήσει την καθολική αντίδραση των ελεύθερων πολιτών.

Πηγή: Η Εποχή