Τρεις λέξεις βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη: ανάληψη ευθύνης και παραίτηση. Η συχνότητα με την οποία ακούγονται και η ένταση με την οποία απαιτούνται, δείχνουν ότι πρόκειται για την έκφραση μιας ισχυρής βούλησης ή της βούλησης των ισχυρών.
Είναι η γραμμή που, μέχρι στιγμής, θέλουν να επιβάλουν συγκεκριμένα κέντρα, όχι απαραίτητα αμιγώς πολιτικά. Και αξίζει να επισημάνουμε ότι τόσο η πρώτη δήλωση του κ. Μητσοτάκη (που μιλούσε για διαχρονική αδυναμία του κράτους, αλλά και για την ανάγκη ενότητας και αλληλεγγύης και όχι για την απόδοση ευθυνών αυτή την ώρα), όσο και η κίνησή του να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον πρωθυπουργό σηματοδοτούν μια διαφορετική τακτική. Ίσως και εξαιτίας της πεποίθησης ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Οι άλλοι, όμως, επιμένουν και αγωνιούν: ανάληψη ευθύνης και παραίτηση. Αν είναι και ολόκληρης της κυβέρνησης, ακόμα καλύτερα. Γιατί, άραγε, επιμένουν τόσο; Την απάντηση θα τη βρούμε, όταν διαπιστώσουμε ότι ο μύχιος αυτός πόθος τους να ξεμπλέκουν μ΄ αυτή την ασύμμετρη κυβέρνηση έχει εκδηλωθεί πάμπολλες φορές, από την επομένη των εκλογών του 2015 και κάθε φορά που πήγαινε να κλείσει μια αξιολόγηση, αλλά και σε κάθε άλλη ευκαιρία. Και τούτη τη φορά, τα δεκάδες ανθρώπινα θύματα είναι γι΄ αυτούς μια ακόμη ευκαιρία για να εκφράσουν την έμμονη επιθυμία τους. Τίποτε άλλο.
Αν όχι αυτή η κυβέρνηση, ποιος;
Υπερβολή που μαρτυράει εμπάθεια, θα σκεφτεί ίσως κάποιος. Ας το συζητήσουμε. Πόσες φορές μια «ανάληψη ευθύνης» έχει διορθώσει κάποια κακώς κείμενα; Τις πιο πολλές φορές, αν όχι πάντοτε, λειτουργεί σαν άφεση αμαρτιών. Πάντως, την κατάσταση που γέννησε την ευθύνη, δεν τη διορθώνει στο ελάχιστο. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να μείνουν ως έχουν τα πράγματα. Το ίδιο και η «παραίτηση». Αυτή, μάλιστα, έχει και το «προσόν» ότι λειτουργεί εξιλεωτικά· και επειδή διαθέτει και συμβολική ισχύ, δεν αποκλείεται να βοηθάει τον παραιτούμενο και το κόμμα του να κερδίσουν πόντους στις εκλογές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κανείς πολιτικός δεν πρέπει να παραιτείται ή και να αποχωρεί από την πολιτική, όταν νιώθει να τον βαραίνει μια σοβαρή ευθύνη. Για τη συγκεκριμένη, πάντως, περίπτωση, το αίσθημα ευθύνης θα έπρεπε να υποχρεώσει τους υπουργούς, τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση στο σύνολό της να κάνουν στους επόμενους μήνες που μένουν από την τετραετία, όσα δεν έγιναν από άλλους επί τέσσερις δεκαετίες στο κρισιμότατο αυτό ζήτημα της προστασίας τόσο του δάσους όσο και της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Τουλάχιστον στο πεδίο της νομοθετικής θωράκισης και των θεσμών.
Ανάληψη μιας άλλης ευθύνης
Αν κάτι έχουμε καταλάβει αυτές τις μέρες από τον βομβαρδισμό των πληροφοριών, των εικόνων και των παντοειδών σχολίων, είναι ότι οι θάνατοι των συμπολιτών μας στο Μάτι είχαν προαναγγελθεί: ήταν βέβαιο ότι θα συμβούν, ήταν αβέβαιο πότε ακριβώς. Η συσσώρευση είκοσι χιλιάδων και πλέον ανθρώπων σε μια έκταση χωρίς πολεοδόμηση,χωρίς ρυμοτομία, χωρίς σχέδιο, χωρίς άδεια οικοδομής συχνά, χωρίς διέξοδο στη θάλασσα –αλλά μέσα στην καρδιά ενός πυκνού και εύφλευκτου πευκοδάσους– δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλώς ασύγγνωστη αμέλεια. Είναι ένα διαρκές έγκλημα δεκαετιών, που οι συνέπειές του χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να φανούν. Αυτή την ευθύνη ποιος θα την αναλάβει; Ποιος θα τοποθετήσει πάλι την ιερότητα της ζωής λίγο πιο πάνω από την ιερότητα της ιδιοκτησίας;
Και μη νομίσετε ότι αυτό το ερώτημα αφορά κάποιους άλλους, ανύπαρκτους σήμερα, ή τους πολιτικούς κληρονόμους τους, που διέπρεψαν στην οικοδόμηση της πελατειακής σχέσης: εγώ θα κάνω τα στραβά μάτια κι εσύ θα με αναπαράγεις πολιτικά με τα μάτια κλειστά. Αφορά αυτούς που σήμερα κυβερνούν και ιδίως όσους μπορεί να σκέφτονται ότι με μια «ανάληψη ευθύνης» ή με μια παραίτηση μπορεί να βγουν από τη δύσκολη θέση.
Η δήλωση του κ. Μητσοτάκη, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, είχε κι ένα σημείο ενδιαφέρον. Μας καλούσε όλους να αφήσουμε τα εύκολα και να καταπιαστούμε με τα δύσκολα. Το εύκολο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η πολιτική κερδοσκοπία. Το δύσκολο είναι η ανατροπή μιας κατάστασης που μοιάζει αδύνατον να ανατραπεί, και δεν αφορά μόνο το Μάτι, αλλά δεκάδες «Μάτια» ανά την Ελλάδα.
Από τα εύκολα στα δύσκολα
Ας πιαστεί, λοιπόν, η κυβέρνηση από αυτή την αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα δύσκολα κι ας επιχειρήσει να τα κάνει εφικτά ζητώντας τη συναίνεσή του. Αλλά κι αν δεν την εξασφαλίσει, ας προχωρήσει χωρίς δισταγμούς –πράγμα που δεν έχει φανεί ότι κάνει μέχρι σήμερα :
• Θα διαχωρίσει με ισχυρά και απαραβίαστα θεσμικά τείχη τα δάση από τις περιοχές κατοικίας;
• Θα προστατέψει αποτελεσματικά τα δάση και τους πολίτες από την αυθαιρεσία της δόμησης μέσα στα δάση;
•Θα αναθεωρήσει τις ίδιες τις δικές της ρυθμίσεις για τις «οικιστικές πυκνώσεις» μέσα στα δάση, που προαναγγέλλουν τη γέννηση νέων «Ματιών»;
•Θα ρυμοτομήσει -πολεοδομήσει εκ βάθρων τα «Μάτια» της ελληνικής επικράτειας, σαν να μπαίνουν τώρα, αδόμητα στο σχέδιο πόλης;
• Θα μεταφέρει παράνομους οικισμούς από τα δάση σε άλλες, νόμιμες περιοχές κατοικίας;
•Θα σταματήσει άμεσα την επέκταση παράνομων οικισμών, που βρίσκονται σήμερα εν τη γενέσει τους, καταπατώντας κάθε έννοια νομιμότητας, δικαίου, και ασφάλειας;
• Θα επιβάλει ειδικό φόρο σε όσους πρόλαβαν σε περιοχές φιλέτα να βιάσουν τα αττικά δάση και σήμερα είναι δύσκολο νομικά να μεταφερθούν, ώστε να καταστεί ασύμφορη μακροπρόθεσμα η συνέχιση του βιασμού που έχουν διαπράξει;
Και άλλα, που μπορεί να προτείνουν αρμοδιότεροι και ειδικοί. Από αυτά θα κριθεί η κυβέρνηση, όχι από τα εύκολα. Και σ΄ αυτή τη βάση, την ουσιαστική, μπορεί να διεκδικήσει μια ηγεμονική θέση σε μια αντιπαράθεση, που πάει να στηθεί στα μέτρα εκείνων που θέλουν ν΄ αλλάξουν την κυβέρνηση, για να μην αλλάξει τίποτα. Αν δεν το τολμά σκεπτόμενη το εκλογικό κόστος, ας σκεφτεί επίσης ότι ευκολότερα χάνει τη μάχη, όποιος δεν την δίνει, γιατί φοβάται μην τη χάσει.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή