Σε μία καταστροφή σαν την προχθεσινή, αν επιτρέπεται να είναι κανείς ψύχραιμος, να αντέχει, να αναλύσει νηφάλια, οφείλει να ψάξει ξανά για τις αιτίες. Ταυτόχρονα να σκεφτεί την επομένη μέρα. Τι συνέβαινε στα δασοσκεπή και παράκτια προάστια πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά, τι θα ακολουθήσει;
Ας συμφωνήσουμε πρώτα στη λέξη “προάστια”. Η Ραφήνα, το Μάτι, το Ζούμπερι, η Νέα Μάκρη, ο Μαραθώνας, οι Άγιοι Θεόδωροι, η Κινέτα δεν είναι μικροί παραθεριστικοί οικισμοί, χωριουδάκια με λίγα σπίτια και ανθρώπους μέσα στη φύση, δίπλα στη θάλασσα, όπως ήσαν πριν από το 1960.
Δεν μιλάμε για χωριά διακοσίων – τριακόσιων κατοίκων, μέσα ή δίπλα στο δάσος, όπου χτυπάει η καμπάνα του συναγερμού, δίνεται εντολή στους κατοίκους να μείνουν στην κεντρική πλατεία για να σωθούν ή να εκκενώσουν. Μιλάμε για μεγάλες πόλεις. 20.000 κάτοικοι στη Ραφήνα και στο Πικέρμι χωρίς τους παραθεριστές, 16.000 στη Νέα Μάκρη, 12.000 στον Μαραθώνα.
Ο καλοκαιρινός πληθυσμός υπερβαίνει κατά πολύ τους 100.000 κατοίκους στην “κόκκινη” περιοχή των πυρκαγιών ανατολικά της Πεντέλης. Ίσως μισό εκατομμύριο στις αντίστοιχες ζώνες σε όλη την Αττική. Τέτοιες πόλεις θέλουν μέρες, να εκκενωθούν με ασφάλεια.
Η αθηναϊκή επέκταση μέσα στα δάση
Είναι όλος ο πολύποδας της αστικής διάχυσης, η αθηναϊκή επέκταση του τελευταίου τετάρτου του 20ού αιώνα που βρίσκεται μέσα σε αυτή την “κόκκινη” ζώνη∙ οι παρυφές των Γερανείων, της Πάρνηθας, της Πεντέλης, της Λαυρεωτικής, όλη η ακτή του νότιου Ευβοϊκού, του δυτικού Σαρωνικού.
Η μεγάλη ώθηση δόθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας. “Πρότυποι” και συνεταιριστικοί διαφόρων τύπων οικισμοί ή άλλοι αυθαίρετοι χωρίς καμία νομιμοποίηση γεννήθηκαν στα δάση. Μετά το 1975 και ακόμη περισσότερο μετά το 1983 η πολεοδομική νομοθεσία έγινε πιο αυστηρή απαγορεύοντας τη δόμηση μέσα στα πεύκα. Όμως η αναμενόμενη προαστιοποίηση της Αθήνας βρήκε διέξοδο εκεί.
Με την ανοχή δημάρχων, βουλευτών και τη βοήθεια διεφθαρμένων κρατικών υπαλλήλων η δόμηση συνεχίστηκε. Μία ολόκληρη οικονομία στήθηκε. Από την άλλη πλευρά στελέχη των πολεοδομικών διευθύνσεων και λίγοι στρατευμένοι δασάρχες προσπαθούσαν να σώσουν το περιαστικό πράσινο της Αθήνας, αλλά και να πουν ότι αυτά τα προάστια δεν είναι βιώσιμα. Απειλούνταν, θεωρούνταν γραφικοί, εμμονικοί.
Θυμηθείτε το στερεότυπο που ακούμε σε καφενεία, σε τηλεοράσεις ή και στη Βουλή για μία από τις δύο δήθεν μεγάλες πληγές της διοίκησης: τα δασαρχεία (η άλλη είναι η αρχαιολογία). Είναι συγκλονιστική η προχθεσινή συνέντευξη της επιθεωρήτριας περιβάλλοντος Μαργαρίτας Καραβασίλη για τις πιέσεις προς τα στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ τη δεκαετία του 1980 προς όσους προσπαθούσαν να σταματήσουν την αυθαίρετη δόμηση, και στο σήμερα κατεστραμμένο Μάτι. Τελικά το Μάτι μετετράπη σε ένα οικιστικό μπουρλότο που κάποια στιγμή άναψε.
Όλο αυτό το γεωγραφικό τόξο χτίστηκε ενώ τα δάση καίγονταν. Οι συνεχείς πυρκαγιές στην ζώνη των ορεινών όγκων της Αττικής ξεσπούν κάθε καλοκαίρι εδώ και σαράντα χρόνια. Μετά από κάθε καταστροφή έρχεται η ρυμοτομία των καταπατητών. Η πυρκαγιά ως πολεοδόμος της νέας Αθήνας. Ακολουθεί η ανέγερση λίγων λαϊκών κατοικιών και πολλών ακριβών επαύλεων. Αρχίζει η πίεση για ένταξη στο σχέδιο πόλης. Τα δάση ξαναφυτρώνουν. Τα προάστια ανάμεσά τους. Οι παραθεριστές απολαμβάνουν τα πεύκα, τη θέα και τη θάλασσα σε ακριβά οικόπεδα. Ώς την επόμενη πυρκαγιά, οπότε θα ξανακουστεί η κραυγή: “Τι κάνει το κράτος;”.
Στην περιοχή της σημερινής καταστροφής 21.000 στρέμματα καλύπτουν οι αυθαίρετοι οικισμοί σε δάση του Μαραθώνα, της Ραφήνας, του Πικερμίου. 90.000 στρέμματα δασικών εκτάσεων έχουν εκχερσωθεί εκεί τις τελευταίες δεκαετίες με νόμιμο ή παράνομο τρόπο. Σε ολόκληρη την Αττική εκτός λεκανοπεδίου η έκταση τέτοιων αυθαιρέτων προαστίων ανέρχεται σε ιλιγγιώδη μεγέθη.
Υπάρχει δασική πόλη;
Εκκρεμεί η πρώτη ερώτηση: Μπορεί να χτιστεί ένας οικισμός μέσα σε δάσος;
Η απάντηση είναι ναι υπό προϋποθέσεις. Υπάρχουν μικροί δασικοί οικισμοί, κατασκηνώσεις, ξενώνες, καταφύγια, παρατηρητήρια, μονοπάτια. Δεν υπάρχουν δασικές πόλεις. Δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συνυπάρξει μία πόλη τέτοιας έκτασης, όπως τα αττικά προάστια, τέτοιου πληθυσμού, τέτοιας πυκνότητας με το μεσογειακό πευκόδασος. Ή το δάσος θα καταστραφεί ή η πόλη.
Σε πιθανό σχόλιο πως στη δυτική ακτή των ΗΠΑ, στο Λος Άντζελες και το Χόλιγουντ, βλέπουμε αυτό το μοντέλο προαστίου, θα πρέπει να συμπληρώνουμε ότι το βλέπουμε συχνά – πυκνά φλεγόμενο να εκκενώνεται, με πολλούς νεκρούς. Μάλλον δεν είναι αυτό το πρότυπο πόλης που θα θέλαμε.
Αυτό το εύφλεκτο, όμορφο αλλά ξερό δάσος στα μεσογειακά γεωγραφικά πλάτη έχει έναν φυσιολογικό κύκλο φωτιάς. Καίγεται μια – δυο φορές σε κάθε αιώνα και αναγεννάται. Η πόλη χτίζεται για πολλές γενιές, όχι για πενήντα χρόνια. Χρειάζεται δρόμους, λεωφόρους, πλατείες, δημόσιες εγκαταστάσεις, από σχολεία έως πυροσβεστικούς σταθμούς, από γήπεδα έως κέντρα υγείας. Γι’ αυτό η συνύπαρξη είναι αδύνατη.
Όπως επομένως ένα αστικό σύμπλεγμα δεν μπορεί να χτιστεί επάνω σε έναν ορεινό χείμαρρο, ελπίζοντας ότι ο χείμαρρος δεν θα ξεχειλίσει ποτέ, δεν μπορεί να χτιστεί με σαθρά κτήρια, ελπίζοντας ότι δεν θα γίνει ποτέ σεισμός, έτσι μία πόλη δεν μπορεί να έχει για στέγη την πράσινη κόμη των πυκνών δένδρων, τα κλαδιά και τις πευκοβελόνες ούτε για έδαφος πουρνάρια και σχίνα ελπίζοντας ότι αυτά δεν θα ανάψουν ποτέ. Το επιχείρημα που φορές ακούγεται, “αφήστε τον κόσμο να χτίσει μέσα στο πράσινο γιατί έτσι προστατεύεται”, κάηκε πριν από λίγες μέρες στο Μάτι.
Τι να κάνουμε
Εκκρεμεί η δεύτερη ερώτηση: Πώς τα βάζει μία κυβέρνηση με χιλιάδες ιδιοκτήτες; (Ας αφήσουμε προς στιγμήν τους κερδοσκόπους στην άκρη). Εδώ η απάντηση δεν είναι τεχνική, είναι πολιτική:
Υπάρχουν λίγες στιγμές στην Ιστορία που γίνονται μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Λειτουργούν καταλυτικά αλλάζοντας νομοτέλειες, στερεότυπα και παθογένειες. Γίνεται χωρίς να έρθει ο κόσμος τα πάνω κάτω; Ναι, γίνεται! Υπήρξαν τέτοιες στιγμές:
* Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέβαλε παντού την υποχρέωση να εκδίδεται οικοδομική άδεια για τα κτίσματα και να εφαρμόζεται οικοδομικός κανονισμός. Ώς τότε τα σπίτια χτίζονταν με μία έγκριση του τοπικού αστυφύλακα όπου να ‘ναι.
* Όταν ο Αντώνης Τρίτσης επέβαλε κάθε πόλη, κάθε επέκτασή της να έχει μελετημένο πολεοδομικό σχέδιο. Ώς τότε αρκούσε ένα τοπογραφικό σχέδιο ενός κτηματομεσίτη και μία υπογραφή ενός υπουργού.
* Όταν μετά τους σεισμούς της Καλαμάτας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας συνειδητοποιήθηκε ότι δεν μπορεί να επιβιώσει η σύγχρονη Ελλάδα χωρίς αντισεισμικά κτήρια. Επιβλήθηκε ένας από τους καλύτερους αντισεισμικούς κανονισμούς στον κόσμο.
Ας κρατήσουμε τούτο. Από τότε κανείς εργολάβος, κανείς ιδιοκτήτης, κανείς μηχανικός δεν διανοείται να “κλέψει σίδερα”, παρότι η αντισεισμική θωράκιση κοστίζει πολύ. Έτσι ένας σεισμός δεν αφήνει πια πίσω του εκατοντάδες νεκρούς και γκρεμισμένα κτήρια όπως συνέβαινε άλλοτε.
Με λίγα λόγια, υπήρξαν επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν σε κρίσιμες στιγμές. Είναι η στιγμή!
Και η τρίτη ερώτηση: Τι θα γίνει με τους υπάρχοντες αυθαίρετους οικισμούς; Είναι βέβαιο ότι πρέπει να αλλάξουμε το συνολικό πρότυπο. Να θυμόμαστε σε λίγα χρόνια ότι αφορμή για τη μεγάλη μεταρρύθμιση στην πολεοδομική πολιτική ήταν η εκατόμβη στο Μάτι της Αττικής.
Ας πούμε την αλήθεια. Οι περιοχές αυθαιρέτων δεν μπορούν να ισοπεδωθούν ούτε να δημευθούν άπειρες περιουσίες. Όμως δεν είναι παράλογο να παγώσουν στην κατάσταση που βρίσκονται, σε καθεστώς υψηλών περιορισμών. Ανάλογο καθεστώς υπάρχει στους παραδοσιακούς οικισμούς και δεν αμφισβητείται από κανέναν.
Σημαίνει ειδικός χωρικός σχεδιασμός, περιορισμένη δόμηση κατοίκησης και μόνο, απαγόρευση επεκτάσεων, κατεδάφιση περιφράξεων, ρυμοτομία. Μεγάλοι δρόμοι, υποδομές ασφαλείας, διέξοδοι διαφυγής, δίκτυα πυρόσβεσης. Μαζί με πραγματικά εφαρμοστέα και ρεαλιστικά σχέδια έκτακτης ανάγκης. Δεν μιλώ για τα αυτονόητα, τα φράγματα θανάτου, τις μάντρες στη θάλασσα. Αυτές μπορούν και πρέπει να πέσουν τώρα, εν θερμώ. Η κοινή γνώμη θα χειροκροτήσει.
Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει Πολεοδομία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Πηγή: Η Αυγή