«Είμαι ένας Γιώργος, αλλά δυστυχώς όχι ο Λάνθιμος» συστήνεται γελώντας. Είναι σαράντα χρόνων αλλά δείχνει το πολύ τριάντα. Ζεστός, άμεσος, από τους ανθρώπους που δεν διστάζουν να αγκαλιάσουν τον συνομιλητή τους αποχαιρετώντας τον, ούτε φοβούνται να γελάσουν με την καρδιά τους. Είναι ένας υποψιασμένος τύπος, ένας δημιουργός με μαθηματικό μυαλό και τρομερές ευαισθησίες, με ανοιχτές τις κεραίες του στην εποχή μας, που μπορεί να διακρίνει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στις ανθρώπινες ζωές αλλά και τις μεγάλες ανισορροπίες του κόσμου που ζούμε.
Όταν είδα το βραβευμένο «Μυστικό συστατικό» του, ξαφνιάστηκα με τη ζωντάνια, την ανθρωπιά, το χιούμορ και την κοινωνική ματιά της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του που στην πατρίδα του έκοψε σχεδόν τα ίδια εισιτήρια με το «Star Wars». Μέσα από την ιστορία του Βέλε, που χρησιμοποιεί κλεμμένη μαριχουάνα για να φτιάξει ένα κέικ για να ανακουφίσει τον πόνο του καρκινοπαθή πατέρα του και να τον πείσει για την αξία της ζωής, παραδίδει μια τρυφερή ταινία, με χιούμορ και ζεστασιά για τα απάνθρωπα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Μια ταινία όπου το γέλιο συνυπάρχει με την πικρή κοινωνική συνθήκη.
Όταν συνάντησα τον κινηματογραφιστή Γκιόρτσε Σταβρέσκι διαπίστωσα ότι δεν ανταποκρίνεται στην κυρίαρχη εικόνα που καλλιεργούν τα περισσότερα ΜΜΕ στη χώρα μας για έναν πολίτη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
* Τι σημαίνει το όνομά σου;
Είναι μια παραλλαγή αυτού που εσείς ονομάζετε Γιώργος. Είμαι λοιπόν ένας Γιώργος, αλλά δυστυχώς όχι Λάνθιμος. Είναι το όνομα του παππού μου κι έτσι το κληρονόμησα.
* Σ’ αρέσει ο κινηματογράφος του Λάνθιμου;
Όπως στον Ντέιβιντ Λιντς, έτσι και στον Λάνθιμο μου αρέσουν πολύ το στιλ, οι χαρακτήρες, το πόσο περίεργες είναι οι ταινίες τους, αλλά υπάρχει και η λογική πλευρά μου, η οποία βρίσκει αυτές τις ταινίες χαοτικές. Μου άρεσε πολύ ο «Αστακός».
* Έχετε κι εσείς αυτή την παράδοση με τα ονόματα όπως οι κλασικές ελληνικές οικογένειες.
Ναι, υπάρχει και σε μας η παράδοση το παιδί να παίρνει το όνομα του παππού ή της γιαγιάς, αλλά υπάρχουν και ονόματα τα οποία ανά περιόδους είναι στη μόδα. Τελευταία στη μόδα είναι ονόματα σύντομα, ονόματα που περισσότερο θα ταίριαζαν σε κάποιο κατοικίδιο, όπως Τέα, Γιαν, Κοκό. Για μένα είναι πολύ χαζό αυτό. Δεν καταλαβαίνω από πού προέρχονται αυτά τα ονόματα κι αυτό σας το λέω εγώ, που έχω ένα όνομα που έρχεται από τα παλιά και χρησιμοποιείται στη χώρα μου από τον 19ο αιώνα.
* Μήπως είναι ένα στοιχείο που αντικατοπτρίζει μια φάση της κοινωνίας σας;
Δεν αφορά μόνο την κοινωνία των Σκοπίων, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να αποκτήσουν έναν διεθνή χαρακτήρα και μάλιστα βλέποντας κανάλια όπως το MTV. Οι άνθρωποι επηρεάζονται από τις διασημότητες, απομακρύνονται από την παράδοση, δίνουν αυτά τα ονόματα τα οποία πιστεύουν ότι είναι πρωτότυπα, ενώ στην πραγματικότητα είναι πρόσκαιρα και εν τέλει επαναλαμβάνονται χωρίς καμιά πρωτοτυπία. Παρατηρώ ανθρώπους να φορούν παρόμοια ρούχα και να μοιάζουν με Αμερικανούς ποπ σταρ. Υπάρχει μια μίμηση, η οποία οδηγεί σε μια περίεργη μείξη. Βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους, που από τη μία φορούν αμερικανικά ρούχα και από την άλλη οι ίδιοι κυματίζουν τη σημαία της Βεργίνας. Αν κάναμε μια σύγκριση των κατοίκων των Σκοπίων με αυτούς του Βουκουρεστίου ή της Αθήνας, οι άνθρωποι θα είχαν την ίδια εμφάνιση, θα αγόραζαν τα ίδια ρούχα. Εισάγουμε λοιπόν τα ίδια ρούχα που φτιάχνονται από τα ίδια εργοστάσια στην Κίνα. Αυτό είναι ένα στοιχείο της παγκοσμιοποίησης.
* Αν έκανες μια ταινία για την παγκοσμιοποίηση, πού θα επικεντρωνόσουν;
Όταν ήμουν στην Κίνα, παρατήρησα έναν βουδιστή μοναχό που την ώρα που βρισκόταν στα θερινά ανάκτορα στο Πεκίνο και διαλογιζόταν, ταυτοχρόνω έβγαζε και μια σέλφι. Εκείνη τη στιγμή τον είχα φωτογραφίσει. Αυτή νομίζω είναι η τέλεια εικόνα της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση δίνει την αίσθηση της ψευδούς υπεροχής. Από τη μία οι άνθρωποι έχουμε στη διάθεσή μας όλα αυτά τα τεχνολογικά προϊόντα, γκάτζετς, πρόσβαση στο Ίντερνετ, από την άλλη όμως παρατηρούνται φτώχεια, προβλήματα στο σύστημα Υγείας και αυτά είναι προβλήματα που συναντάμε σε όλο τον κόσμο.
* Γι’ αυτό αποφάσισες να κάνεις μια ταινία που θίγει τέτοιου είδους ζητήματα;
Είναι σαν να ζούμε σε μια μετααποκαλυπτική εποχή, όπου η λογική δεν υπάρχει, τα γεγονότα δεν έχουν σημασία, τα σοβαρά επαγγέλματα όπως αυτό του γιατρού, δεν έχουν υπόσταση. Δεν ξέρω πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Από τη μία βλέπω όλα αυτά τα τεράστια ποσά χρημάτων που δίνονται για τις μετεγγραφές ποδοσφαιριστών από τη μια ομάδα στην άλλη, που μπορεί να φτάσουν και τα 20 εκατ. ευρώ τον μήνα για τον μισθό ενός παίκτη, και από την άλλη βλέπουμε τους μισθούς των απλών ανθρώπων να μειώνονται όλο και περισσότερο, με τον μισθό του εργάτη να κυμαίνεται στα 200 ευρώ τον μήνα. Κάνοντας τις απλές μαθηματικές πράξεις, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μια ζωή μπορεί να αξίζει τόσο περισσότερο από τη ζωή ενός εργάτη. Είναι παράδοξο, αυτός όμως είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Γιατί χρειάζεται κάποιος να διαθέτει, ας πούμε, δέκα γιοτ; Δεν έχουμε όριο στην πολυτέλεια, είναι παράλογο, δεν ξέρω πώς φτάσαμε εδώ.
* Εσύ τι πιστεύεις;
Προσωπικά, κατηγορώ τους οικονομολόγους. Θα έπρεπε να είναι περισσότερο αριστεροί ή αναρχικοί, να επιδιώκουν τις ουμανιστικές αξίες. Έχω χάσει την πίστη μου στους πολιτικούς, πιστεύω όμως ότι οι οικονομολόγοι θα μπορούσαν να φέρουν την αλλαγή ωστόσο οι οικονομολόγοι πλασάρουν τους εαυτούς τους ως επιστήμονες και χρησιμοποιούν τα Μαθηματικά για να βοηθήσουν την ελίτ να συγκεντρώσει τον πλούτο. Έχοντας βραβευτεί με το Βραβείο 13 Νοεμβρίου για τις μαθηματικές επιδόσεις μου, γνωρίζω ότι στις επιστήμες αν κάτι δεν πετύχει, το αλλάζουμε, δοκιμάζουμε μια νέα υπόθεση εργασίας. Στον καπιταλισμό, αν κάτι δεν πετύχει, συνεχίζουμε να ακολουθούμε το λάθος μοντέλο, την ίδια τρέλα.
* Γιατί επικεντρώθηκες ειδικά στο σύστημα Υγείας της χώρας σου;
Γιατί είναι κάτι ορατό, με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά. Παρατηρούσα την παρακμή στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και την παράλληλη άνθιση των απατεώνων θεραπευτών. Τα νοσοκομεία είναι κατεστραμμένα. Στα Σκόπια το κεντρικό νοσοκομείο είναι ένα ερείπιο, οι άνθρωποι σκέφτονται ότι αν είναι έτσι τα πράγματα θα δοκιμάσω κάτι άλλο. Ακόμα και οι λογικοί άνθρωποι, κι εγώ πιστεύω είμαι ένας λογικός άνθρωπος, δοκιμάζουν εναλλακτικές θεραπείες. Το σύστημα Υγείας, η εκπαίδευση και η Δικαιοσύνη είναι υποβαθμισμένα. Την ίδια στιγμή, ανθίζουν ιδιωτικά νοσοκομεία τα οποία ανήκουν στην ιδιοκτησία ολιγαρχών. Παράλληλα, ήθελα να θίξω το θέμα της ιατρικής χρήσης της κάνναβης. Φοβήθηκα μη θεωρηθώ και ο ίδιος απατεώνας θεραπευτής, αλλά και υποστηρικτής της χρήσης μαριχουάνας, γι’ αυτό έψαξα πολύ ώστε να είμαι όσο το δυνατό πιο κοντά στην ιατρική άποψη. Οι υποστηρικτές της χρήσης μαριχουάνας νευρίασαν μαζί μου, γιατί πίστευαν ότι θα τους υποστήριζα ένθερμα στην ταινία, ενώ στην πραγματικότητα έμεινα στο ενδιάμεσο. Αντίθετα, ενώ φοβήθηκα ότι θα μου επιτίθονταν οι συντηρητικοί, περιέργως άνοιξαν εκείνοι διάλογο για τη χρήση της μαριχουάνας γενικότερα.
* Πώς θα περιέγραφες την ταινία σου;
Ακόμα και τώρα, έπειτα από τόσες φορές που έχω δει την ταινία, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια. Φυσικά, είμαι τόσο εμπλεκόμενος με αυτή και συνειδητοποιώ ότι δεν έχω την απαιτούμενη απόσταση. Μπορώ να ξεκινήσω με έναν αυτοστοχασμό: βλέπω μέσα στην ταινία τη μελαγχολία μου, μια αίσθηση αυτοειρωνείας και μηδενισμού και την αγάπη μου για το χιούμορ, κυρίως εκείνου του είδους που προκύπτει από μια αμήχανη κατάσταση. Μπορώ επίσης να αναγνωρίσω σε αυτή, τη ρομαντική μου αγάπη για τις παρηκμασμένες γειτονιές των Σκοπίων στις οποίες έχω μεγαλώσει και για τους αχανείς χώρους και τα κτηνώδη κτήρια του κομμουνιστικού μείγματος του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού. Βλέπω επίσης κάποια αγάπη για τη συγκλονιστική βία στην οθόνη.
* Σε διευκόλυνε το χιούμορ, το είδος της μαύρης κωμωδίας για να μιλήσεις για τόσο σημαντικά θέματα;
Η ζωή μπορεί να είναι σκληρή σε αυτά τα μέρη του κόσμου και παρόλο που το είδος του δράματος είναι πιο κατάλληλο για τις ατυχίες που αντιμετωπίζουμε σε καθημερινή βάση, ένιωσα ότι δε φανερώνει ολόκληρη την εικόνα. Ακόμα, στα Βαλκάνια γελάμε πολύ, χρησιμοποιώντας το χιούμορ ως αμυντικό μηχανισμό, κυρίως για να αυτοσαρκαστούμε, και ήθελα να το εκμεταλλευτώ κι αυτό το στοιχείο. Έχω κάποιες φορές την αίσθηση πως κάθε μέρα που επιβιώνουμε στα Βαλκάνια είναι ένα ξεκάθαρο δώρο. Πρέπει να χαιρόμαστε με το γεγονός ότι δεν πεθάναμε σε κάποιο αυτοκινητιστικό δυστύχημα ή από κάποια αδέσποτη σφαίρα ή από ένα τακτικό ιατρικό τσεκάπ που θα μπορούσε να πάει τραγικά λάθος στα χέρια του παρηκμασμένου εθνικού μας συστήματος Υγείας. Αντιμέτωποι με αυτά τα προβλήματα, πιστεύω πως το χιούμορ είναι ένα πανίσχυρο αντίδοτο. Ένα αστείο την ημέρα την αυτοκτονία κρατάει πέρα!
* Πώς διαγράφεται το κινηματογραφικό τοπίο της χώρας σου;
Η κινηματογραφική είναι μια ζωντανή κοινότητα, ακόμα νέα, που αγωνίζεται για αναγνώριση. Στο παρελθόν ήμασταν παθιασμένοι με ιστορικά, αναχρονιστικά μοτίβα, αλλά σιγά – σιγά ξυπνάμε. Κυρίως οι νέοι κινηματογραφιστές νιώθουν πως έχει έρθει η ευκαιρία να εκφράσουν τα σύγχρονα προβλήματα, οπότε μπορώ ελεύθερα να πω ότι αρχίζει να δημιουργείται ένα κύμα που διαμορφώνεται με αργούς ρυθμούς. Οι γυναίκες σκηνοθέτριες αποκτούν όλο και περισσότερες ευκαιρίες. Υπάρχουν, φυσικά, πεδία στα οποία χρειαζόμαστε επενδύσεις, για παράδειγμα έχουμε έλλειψη σε εγκαταστάσεις για το post-production, αλλά σιγά-σιγά και αυτό το κομμάτι της βιομηχανίας των ταινιών διαμορφώνεται. Δεν είναι όλα τέλεια όμως. Δυστυχώς, λόγω των πολιτικών αναταράξεων τον τελευταίο χρόνο στην ΠΓΔΜ, ο προϋπολογισμός για τον κινηματογράφο μειώθηκε σοβαρά, παρόλο που υπήρχε ήδη τεράστιο πρόβλημα. Για παράδειγμα, η προηγούμενη κεντροδεξιά κυβέρνηση οραματιζόταν ταινίες «εθνικού ενδιαφέροντος», εστιάζοντας σε θέματα «οικοδόμησης του έθνους», το οποίο ήταν εξαιρετικά παράλογο. Νιώθω πως οι σκηνοθέτες τιμωρήθηκαν πολύ σκληρά με τις περικοπές. Από την άλλη πλευρά, ο κινηματογραφικός οργανισμός της χώρας μου έχει δεσμευτεί για την υποστήριξη νέων, ταλαντούχων κινηματογραφιστών και εστιάζει στο χτίσιμο του σύγχρονου σινεμά απομακρύνοντας διαόλους από το παρελθόν. Πράγμα που, παρά τις περικοπές, είναι καλό. Ας δούμε πώς θα εξελιχθεί.
* Και η πολιτιστική ζωή πώς είναι στη χώρα σου;
Υποαναπτυγμένη θα έλεγα. Πάρτε για παράδειγμα τη μουσική. Πού και πού συμβαίνουν όμορφα πράγματα, όπως κάποιες φανταστικές ανεξάρτητες μπάντες της underground σκηνής, που παλεύουν με την καρδιά τους να επιβιώσουν, αλλά είναι δύσκολο να κερδίζουν τα προς το ζην. Γενικά είμαστε εντελώς παραγκωνισμένοι από μεγάλες μπάντες. Αν θες να παρακολουθήσεις μια ποιοτική συναυλία, πρέπει να κοιτάξεις αλλού στη «γειτονιά». Θα χρησιμοποιήσω τις εκδόσεις ως άλλο παράδειγμα. Ενώ υπάρχουν εκδότες που επίσης παλεύουν σκληρά να επιβιώσουν και που παρουσιάζουν κάποιους σύγχρονους συγγραφείς, θα έλεγα ότι όλο αυτό είναι σποραδικό και δεν σου δίνει την αίσθηση πως είναι κομμάτι ενός ευρύτερου κινήματος. Οι συγγραφείς δεν λαμβάνουν αρκετή βοήθεια από το κράτος και αυτό βλάπτει όλη την κοινωνία. Οπότε, θα έλεγα ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να νιώσει κάποιος την πολιτιστική πλήρωση.
* Το ελληνικό σινεμά το γνωρίζεις;
Δυστυχώς, γνωρίζω μόνο τα μεγαλύτερα ονόματα, όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Γιώργος Λάνθιμος. Θα εκμεταλλευτώ οπωσδήποτε την ευκαιρία της επίσκεψής μου στην Αθήνα για να γνωρίσω περισσότερους, κυρίως τους ντοκιμαντερίστες, για τους οποίους έχω ακούσει πολλά. Προς υπεράσπισή μου, αυτό είναι κάτι επίσης προβληματικό που προκύπτει από αυτό το παράλογο ζήτημα σχετικά με τη διαμάχη για το όνομα. Δεν μπορούμε να βρούμε καθόλου πληροφορίες για την ανεξάρτητη σκηνή στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις ταινίες που προέρχονται από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για παράδειγμα. Ελπίζω πως θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε ο ένας το σινεμά του άλλου καλύτερα.
* Προς τα πού πιστεύεις ότι κατευθύνεται σήμερα το σινεμά ως μορφή τέχνης;
Καλή ερώτηση. Αυτό που βλέπω είναι ότι ο κινηματογράφος είναι ένα παράξενο κτήνος για να αποκρυπτογραφήσεις. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία θα μπορούσα να μιλήσω, αλλά θα επικεντρωθώ στον κινηματογράφο ως αφήγηση. Έχω την αίσθηση ότι οι επιμελητές τέχνης, των οποίων η τεχνογνωσία ήταν κυρίως στις εικαστικές τέχνες, ανέλαβαν τις μεγάλες θέσεις λήψης αποφάσεων στα φεστιβάλ και προωθούν αποκλειστικά τις εξειδικευμένες και art-house ταινίες, περιφρονώντας σχεδόν τις φιλικές προς το κοινό κυκλοφορίες. Σαν να προσπαθούν να μας πουν ότι το άψογο γούστο τους και οι σχεδόν αστρολογικές ικανότητες πρόβλεψής τους είναι πολύ πιο σημαντικές από τις ιστορίες που θέλουν να αφηγηθούν οι κινηματογραφιστές.
Αυτό ενισχύει την απογοήτευση που έχουν πολλοί σκηνοθέτες: τους λένε ότι η αφήγηση είναι νεκρή και θα πρέπει να επανεφεύρουν το σινεμά σε κάθε ταινία που κάνουν. Αλλά η ειρωνεία είναι ότι, αντί να ανακαλύπτουμε εκ νέου τον κινηματογράφο, οι σκηνοθέτες πέφτουμε σε παγίδα, κάνοντας ταινίες που είναι όμοιες και «τρέντι»: ο μαγικός ρεαλισμός επέστρεψε, ο αλληγορικός κινηματογράφος βασιλεύει και «τίποτα – δεν – συμβαίνει – αλλά – αν – κοιτάξεις – από – κοντά – είναι – ένας – πολύ – φιλοσοφημένος – μετα – κινηματογράφος». Έτσι, αντί να προάγουν το καινοτόμο σινεμά, οι επιμελητές-επιλογείς των ταινιών (με πολλές εξαιρέσεις φυσικά) συμβάλλουν παραδόξως στην παραγωγή κλισέ. Εντάξει, για μην παρεξηγηθώ, εκτός από τον συμβολικό κινηματογράφο που μισώ, απολαμβάνω πολλές καλές art-house ταινίες. Η ερώτησή μου όμως είναι γιατί να αγνοούμε τόσο πολύ τις ταινίες που αφηγούνται μια ιστορία. Πραγματικά δεν το καταλαβαίνω. Οι ταινίες αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη από την αφήγηση. Νομίζω πως η ακραία εμμονή με τις ταινίες που μοιάζουν με video art βλάπτει μακροπρόθεσμα τη βιομηχανία. Η άποψή μου είναι ότι τα φεστιβάλ θα πρέπει να δώσουν περισσότερες ευκαιρίες στις φιλικές προς το κοινό ταινίες. Ή, ας πούμε, να υποστηρίζουν πιο ισορροπημένες παραγωγές, όπου η αφήγηση είναι επίσης μέρος της συνταγής.
* Η εικόνα που καλλιεργούν ορισμένα ΜΜΕ για τη χώρα σας και τους ανθρώπους της νομίζω πως δεν είναι η πραγματική. Πώς είστε στ’ αλήθεια;
Απλοί άνθρωποι. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αλλά, θα έλεγα, γεννημένοι στο λάθος μέρος, σε λάθος χρόνο. Νομίζω πως οι άνθρωποι στην ΠΓΔΜ έχουν μπουχτίσει με όλη την αστάθεια που επικρατεί και θα έδιναν τη ζωή τους για να έχουν απλές, όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακές, ευρωπαϊκές ζωές: χρήματα για να στηρίξουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, να μπορούν να πάνε κάπου διακοπές, να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο, να παντρευτούν, να πάνε σε γιατρό όταν χρειάζεται και να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια. Αλλά ως κοινωνία αποτύχαμε. Ποτέ δεν καταφέραμε να αντισταθούμε στις διεφθαρμένες ελίτ που κατέστρεψαν τη χώρα στη διαδικασία να πλουτίσουν ακόρεστα τους εαυτούς τους. Τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάποιες παράλογες επιλογές και δυστυχώς δεν βλέπω το τέλος του τούνελ. Αλλά, στο σύνολό τους, δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε: ζεστοί και φιλόξενοι άνθρωποι που θα έδιναν το χέρι σε έναν ξένο οποιαδήποτε στιγμή. Αλλά, φυσικά, όταν αντιμετωπίζουν μια απειλή, είτε πραγματική είτε κατασκευασμένη από τους πολιτικούς, μπορούν να στραφούν στον εθνικισμό και στο μίσος. Αλλά ποιος δεν θα το έκανε;
Πηγή: Η Αυγή