Το ερώτημα, με διάφορες εκδοχές, κοντεύει να γίνει μια σταθερά της εποχής: Είναι ακροδεξιοί όλοι όσοι μετέχουν σε διαδηλώσεις για τη Μακεδονία; Πόσοι ήταν οι ακροδεξιοί που μετείχαν στο κίνημα των «αγανακτισμένων»; Η Αθήνα απαντούσε άλλο οι συγκεντρώσεις στην άνω και άλλο στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος. Στις άλλες πόλεις, όμως, πώς τους ξεχωρίζουμε στο μέτρημα; Πρακτικά αδύνατο.
Η σοβαρότερη εκδοχή του ερωτήματος, μάλιστα, δεν είναι η πολιτική (ένα μέτρημα των δυνάμει ψηφοφόρων). Πολύ περισσότερο βαραίνουν η κοινωνική, η ιστορική και η πολιτιστική διάσταση, ιδίως όταν γνωρίζουμε ότι ένα μέρος της Ακροδεξιάς φτάνει να είναι φιλοναζιστικό. Τονίζω, πάντως, μια εξωστρεφή διάσταση: Η κοινωνική εμβέλεια μιας στάσης που ενέχει στοιχεία φυλετικής ανωτερότητας απέναντι στους άλλους λαούς (…«εσείς τρώγατε βαλανίδια») προφανώς θα αντανακλά στην υπόληψη των άλλων πολιτισμών της Γης για μας. Αφορά την παγκόσμια φήμη του νεότερου ελληνισμού, ή αλλιώς τη συλλογική τιμή μας.
Κατά τη γνώμη μου, όσοι σήμερα συμπορεύονται σε διαδηλώσεις με σύνθημα «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» εντάσσονται από την άποψη της κοινωνικής φυσιογνωμίας τους σε τρεις ομόκεντρους κύκλους.
Στον πρώτο κύκλο συναντούμε τους «πατριδοκάπηλους». Πρόκειται για κυνικούς, υποκινητές όχι λόγω ιδεολογίας αλλά λόγω συμφερόντων. Οπωσδήποτε είναι λίγοι, αλλά πολύ επιδραστικοί. Εχουν περίγυρους και προσβάσεις σε φιλικά προς αυτούς ΜΜΕ, ενώ η πραγματική τους δύναμη είναι πολλαπλάσια του περιορισμένου αριθμού τους.
Ο δεύτερος κύκλος περιλαμβάνει ακριβώς τους ακροδεξιούς. Κάποιοι φτάνουν να εκφράζονται με τον ναζισμό, κάποιοι άλλοι όχι. Αυτό όμως που κυρίως τους ορίζει και τους διαφοροποιεί στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της Δεξιάς είναι η πρόταξη της βίας ως μοναδικού εργαλείου «δουλειάς» και πανάκειας.
Αν η εκάστοτε κυβέρνηση είναι γι’ αυτούς φιλική ή ανεκτική, τότε εκθειάζουν την κρατική – κατασταλτική βία. Τα πάντα λύνονται μεμιάς, με την τιμωρία. Ξεκινούμε από το σχολείο (βρεμένη σανίδα!) και φτάνουμε σε ώριμες ηλικίες (θαυμάζονται κρεμάλες, ρίψεις προσφύγων στη θάλασσα, φυλακές χωρίς αποφυλάκιση κ.λπ.). Ισοδύναμη εξάλλου είναι η εμπιστοσύνη της Ακροδεξιάς και στους βίαιους παρακρατικούς μηχανισμούς. Στο τρίκυκλο.
Στον δεύτερο αυτό κύκλο υπάγεται πολύ περισσότερος κόσμος. Η περίμετρός του περικλείει όλους τους ψηφοφόρους της Χ.Α.
Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος, πολύ ευρύτερος κύκλος. Περιλαμβάνει όλους όσοι, ανεξάρτητα από την πρόταξη πρακτικών και ιδεολογιών βίας, πιστεύουν ότι την κοινωνική – εθνική ταυτότητα (και κατά συνέπεια και την εξουσία και την περιουσία) στον άνθρωπο την παρέχει η καταγωγή, το «κοινό αίμα».
Αυτοί είναι πολλοί. Οι ιδέες τους, ακόμη και αν δεν εκθειάζουν τη βία, ευνοούν πολιτικές ξενοφοβίας και ρατσισμού. Σε μια διαδήλωση π.χ. εθνικιστών δεν διστάζουν να σταθούν δίπλα σε δυναμικούς ακροδεξιούς. Να κρατούν πανό ή να στέκονται δίπλα σε επιγραφές που καταδικάζουν στο σύνολό τους πολιτικούς, ή σε διαδηλωτές με σύμβολα της Χρυσής Αυγής ή κάποτε και με σβάστικες. Αντίθετα, δεν θέλουν να συμπαρατάσσονται με αριστερούς, «συριζαίους» ή πολιτικούς γενικώς. Αισθάνονται πως ανήκουν σε άλλη «φυλή», σε άλλο σύμπαν.
Ακριβώς εξαιτίας αυτού του τρίτου εξωτερικού κύκλου δεν ευσταθεί ο συλλήβδην χαρακτηρισμός των εθνικιστών διαδηλωτών ως ακροδεξιών. Ομως η ιδεολογική συγγένεια και η προσήλωσή τους στο κοινό αίμα («αίμα – τιμή») δεν είναι καθόλου αμελητέα από ιστορική, κοινωνική και πολιτική άποψη. Χωρίς άλλο, τους απομακρύνει από την πεμπτουσία της δημοκρατίας.
Η τελευταία δομείται με βάση το κοινωνικό κριτήριο του κοινού τόπου, σε αντιδιαστολή με εκείνο του κοινού αίματος. Αυτό που εικαστικά είναι ολοφάνερο (η εικόνα της συμπαράταξης σε μια πορεία με τους ακροδεξιούς) είναι επίσης και ουσιαστικό. Οι οπαδοί των γονιδίων δεν διστάζουν, ευκαιρίας δοθείσης, να σχολιάζουν τη δημοκρατία απαξιωτικά («αυτά κάνει η πολλή δημοκρατία»). Δεν ενδιαφέρονται ή δεν γνωρίζουν την παρρησία ή την ισηγορία ως θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αποδοκιμάζουν με κραυγαλέο τρόπο («προδότες» κ.λπ.) την αντίθετη άποψη, καλλιεργούν διχασμούς.
Δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία η πρόταξη του κοινωνικού επί του πολιτικού. Πρόσφατα και πολύ καθαρά περιέγραψε ο (Αρμένιος) Ο. Kilicdagi (Βλ. «Αυγή», 1/7/2018) την αδυναμία για πολιτική παράκαμψη του κοινωνικού συντηρητισμού στην Τουρκία. Ενας τρόπος ζωής «όπου ο καθένας αρνείται να δεχτεί τον διαφορετικό έστω ως γείτονα» δεν μπορεί να στηρίζει μια προοδευτική διακυβέρνηση. Θα ευνοεί, πάντα, εθνικιστικές και ξενοφοβικές φωνές.
Απλή απάντηση στο ερώτημα για το (ακροδεξιό ή μη) στερεότυπο του εθνικιστή διαδηλωτή δεν υπάρχει. Ανοίγεται, ωστόσο, μια δυνατότητα αυτογνωσίας: να καταλάβουμε τη βαθιά τομή μεταξύ του δημοκράτη και του (οπαδού) του κοινού αίματος. Υστερα ίσως προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Υπέρ της δημοκρατίας εννοείται.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών