Η ΝΔ φαίνεται να έχει βρει τη ρητορική λυδία λίθο για να δημιουργήσει μια εικόνα απονομιμοποιημένης κυβέρνησης: «φοβάστε τις αντιδράσεις του κόσμου», «φοβάστε ότι οι Πλατείες, που -δίπλα δίπλα με τη Χρυσή Αυγή- παρακινούσατε το 2011, θα ρίξουν εσάς τώρα».
Ας σταθούμε πρώτα σε ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα: η ΧΑ δεν είχε οργανική σχέση με τις Πλατείες. Όσοι/ες έχουν γνώση του κινηματικού πεδίου και έχουν πραγματοποιήσει σχετικές έρευνες, όπως εγώ, έχουν τονίσει την αδυναμία της ΧΑ να συμμετάσχει με μαζικό και διακριτό τρόπο στις Πλατείες του 2011, και ειδικά στο Σύνταγμα. Η προσπάθειά τους να κερδίσουν ζωτικό χώρο σε αυτά τα μαζικά γεγονότα διαμαρτυρίας αντιμετωπίστηκε δυναμικά από τους αριστερούς και αναρχικούς ακτιβιστές και ακτιβίστριες (υπήρξαν και περιστατικά βίαιης εκδίωξης), αλλά και από την αδιαφορία του συγκεντρωμένου κόσμου. Έκτοτε περιορίστηκαν στο να φωνάζουν σε μικρές ομάδες, χαμένες μέσα στο πλήθος, πατριωτικά συνθήματα, που απηχούσαν το γενικότερο συναίσθημα των δεξιών συγκεντρωμένων πολιτών.
Αυτό όμως είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα, καθώς οι δεξιοί πολιτικοί δεν έχουν γνώση του κινηματικού πεδίου, όπως άλλωστε και οι ακαδημαϊκοί ομοϊδεάτες τους. Το επιχείρημα χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ενός έξαλλου αντιπολιτευτικού λόγου, όπου συμφύρονται κάθε είδους επιχειρήματα που μπορούν να εξισώσουν την κυβέρνηση με το απόλυτο κακό, χωρίς καμία μέριμνα για τη συνοχή των επιχειρημάτων ή τις λογικές συνέπειές τους ή ακόμα-ακόμα και τη διολίσθηση σε μια μορφή γνωστικού παλιμπαιδισμού.
Δεν αντιλαμβάνονται, για παράδειγμα, ότι με τα λεγόμενά τους νομιμοποιούν εκ των υστέρων τις αντιδράσεις του κόσμου την περίοδο που κυβερνούσαν και οι ίδιοι. Δεν αντιλαμβάνονται, επίσης, ότι εξισώνουν οι ίδιοι τους δεξιούς πολίτες που συμμετείχαν στις Πλατείες με Χρυσαυγίτες. Και αυτό μάλιστα τη στιγμή που κατηγορούν την κυβέρνηση ότι θεωρεί ακροδεξιούς όσους/ες συμμετέχουν στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Ούτε καν τους περνά από το μυαλό ότι συνιστά αντίφαση να κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ για (τη φανταστική) συνοδοιπορία με τη ΧΑ στις Πλατείες και όχι τον εαυτό τους για (την πραγματική) συνοδοιπορία με τη ΧΑ στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Ούτε καν τους περνά από το μυαλό ότι δεν γίνεται να ήταν οι Πλατείες «εθνολαϊκιστικές» και όχι τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Σε αυτό το σημείο έχουν φέρει σε δύσκολη θέση και τους ακαδημαϊκούς συνοδοιπόρους τους.
Δεν έχουν τόση σημασία όμως όλα αυτά για τη ΝΔ, γιατί ούτως ή άλλως δεν επενδύει στο επίπεδο των λογικών και ψύχραιμων επιχειρημάτων, είτε γιατί η πολιτική ελίτ της ΝΔ (όπως και του ΠΑΣΟΚ) δεν αντέχει στην ιδέα ότι εκτοπίστηκε από τα κέντρα των αποφάσεων είτε γιατί η ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ θέλει να επιβάλει οριστικά το στυλ της στον τρόπο που πολιτεύεται το κόμμα είτε γιατί δεν πιστεύουν ότι το πεδίο της ψύχραιμης δημόσιας συζήτησης είναι προνομιακό για τους ίδιους/ες. Επενδύουν, λοιπόν,, στο συναίσθημα. Και μάλιστα στο πιο σκοτεινό: το μίσος, το εθνικιστικό μίσος. «Είναι προδοσία» κραυγάζουν. Όχι φυσικά η απώλεια του 25% του ΑΕΠ (είναι «λαϊκισμός» να το ισχυρίζεται αυτό κανείς), αλλά η σύνθετη ονομασία της γείτονος. Ομοίως, η βία που σχετίζεται με την αντίδραση στο πρώτο συνιστά στίγμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η βία που σχετίζεται με την αντίδραση στο δεύτερο, αλλοίμονο, ουδεμία σχέση έχει με τη ΝΔ.
Οι πολιτευτές της ΝΔ (και του ΠΑΣΟΚ) λένε κυριολεκτικά ό,τι να ‘ναι. Όμως, όλη αυτή η ρητορική που δεν αντέχει σε κανενός είδους σοβαρή κριτική έχει μόνο ένα σκοπό: να μισήσει ο κόσμος το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ όπως μίσησε και τους ίδιους την περίοδο 2010-2015. Ο σκοπός δεν είναι η αντιπαράθεση επιχειρημάτων και προγραμμάτων, αλλά ο κατακλυσμός της δημόσιας σφαίρας (μέσω των καναλιών και των εφημερίδων) με ένα τοξικό και καταστροφικό για την κυβέρνηση αφήγημα. Ακόμα και αν χρειαστεί να γίνει το άσπρο μαύρο. Ακόμα και αν χρειαστεί να γίνεται αυτό για χρόνια. Ακόμα και αν χρειαστεί να αλλάζουν θέσεις ανάλογα με το ποια θέση παίρνει η κυβέρνηση (μνημείο γνωστικού παλιμπαιδισμού). Ακόμα και αν καταντούν ακατανόητοι για τους συμμάχους τους στο εξωτερικό. Ακόμα και αν καταπατούν τις αρχές τους. Ακόμα και αν ισχυρίζονται ακριβώς αυτά που κάποτε κατήγγειλαν. Ακόμα και αν μέσα στο ίδιο τους το κόμμα βρίσκονται κάποιοι/ες που τους λένε ότι πρέπει να συνέλθουν.
Πώς τα αντιπαρέρχονται όλα αυτά; Είναι (ή το παίζουν) ΟΙ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ. Προσπαθούν να δημιουργήσουν αισθήματα αγανάκτησης, ώστε κανείς να μην πιστεύει την κυβέρνηση, ακόμα και αν έχει λόγους να το κάνει. «Τίποτα δεν γίνεται σωστά», ακόμα και αν είναι πρόδηλο ότι κάποια πράγματα γίνονται σωστά. Ακόμα και αν ο κόσμος κατανοεί πως, αν η ΝΔ ήταν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, θα πανηγύριζε τουλάχιστον για τα μισά από τα πεπραγμένα του. Δεν πρέπει να επιτραπεί η ψύχραιμη σκέψη. Με αυτό το γνώμονα πολιτεύονται εδώ και χρόνια, χωρίς να τους ενδιαφέρει πως επηρεάζεται το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου. Μονίμως τσατισμένοι, παίζουν το ρόλο αυτού που τον πνίγει το δίκιο. Ποιος/α δεν έχει παρατηρήσει το ακατάσχετο υβρεολόγιο που παίρνει τη θέση του επιχειρήματος (η πιο ανίκανη κυβέρνηση, η χειρότερη, επικίνδυνη, εγκληματική κοκ); Ποιος/α δε θυμάται τους παραληρηματικούς λόγους του Αντώνη Σαμαρά («θα λογοδοτήσετε… θα λογοδοτήσετε… θα λογοδοτήσετε») ή του Λοβέρδου («άθλιοι… άθλιοι… άθλιοι») στην υπόθεση Novartis;
Εκείνο που δεν κατανοούν όμως είναι πως τα συναισθήματα επικοινωνούν με τα γεγονότα που γίνονται αντιληπτά. Δεν δημιουργούνται, αλλάζουν και αυξομειώνονται αυθαίρετα. Όσο και αν αυτοί επιμένουν ότι «ζούμε τα 3,5 χειρότερα χρόνια της Μεταπολίτευσης», ο κόσμος προτιμά τη μειούμενη από την αυξανόμενη ανεργία, την αύξηση του ΑΕΠ από την εξαέρωση του 25% του, τη βελτίωση της δημόσιας υγείας από την υποβάθμισή της, την έξοδο από τα Μνημόνια από την επέκτασή τους μέσω της πιστοληπτικής γραμμής στήριξης, τη χρηστή διαχείριση του δημοσίου χρήματος από τις κυβερνήσεις μιζαδόρων, την επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την εργασιακή απορρύθμιση. Οι άνθρωποι δεν είναι νοητό να ζουν διαρκώς σε κατάσταση εξαλλοσύνης, ώστε να μη σκέφτονται ορθολογικά τι πραγματικά τους συμφέρει. Και αυτό ισχύει κυρίως όταν τίθεται όχι το ζήτημα της ενίσχυσης της αντιπολίτευσης, αλλά το ζήτημα της κυβέρνησης. Η ρουτινοποίηση της καταστροφολογίας επιφέρει ρουτινοποίηση της αγανάκτησης που καταντά μια άνευρη πόζα. Αν ήτανε να αγανακτεί ο κόσμος κάθε φορά που ένα πολιτικό κόμμα θεωρεί ότι ζούμε το τέλος του κόσμου, το ΚΚΕ θα βρισκόταν από παλιά στην κυβέρνηση.
Του Δημήτρη Παπανικολόπουλου, Δρα. Πολιτικής Επιστήμης