Των Michael Löwy και Eleni Varicas*
Στη «Συνωμοσία ενάντια στην Αμερική», το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ που εκδόθηκε το 2016, ο συγγραφέας φανταζόταν την εκλογή του Τσαρλς Λίντμπεργκ στην προεδρία. Παρόλο που η νίκη του διάσημου αεροπόρου -και διαβόητου αντισημίτη και συμπαθούντα του ναζιστικού καθεστώτος- επί του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούζβελτ ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας, η επιρροή του ναζισμού στις ΗΠΑ ήταν κάτι παραπάνω από υπαρκτή. Αδιάψευστη μαρτυρία αποτελεί το γεγονός ότι τα κείμενα του Χένρι Φορντ και οι κορυφαίες μορφές του αμερικανικού ευγονισμού και ρατσισμού ενέπνευσαν τον Αδόλφο Χίτλερ.
Ορισμένοι, όπως ο Ντάνιελ Γκολντχάγκεν, προσπάθησαν να εξηγήσουν τον ναζισμό ως μια αποκλειστικά γερμανική αντισημιτική διαστροφή. Άλλοι, όπως ο Ερνστ Νόλτε, με καθαρά απολογητική διάθεση, μιλούν για «ασιατική» συμπεριφορά ή για μίμηση των μπολσεβίκων. Κι αν, όπως τόσο νωρίς διέγνωσε η Χάνα Άρεντ, ο ναζιστικός ρατσισμός και αντισημιτισμός είχαν μάλλον δυτικές ρίζες και μάλιστα και βορειοαμερικανικές διασυνδέσεις; Πράγματι, τα επιστημονικά δόγματα, οι ρατσιστικές πολιτικές και οι νομοθετικές πρακτικές των ΗΠΑ είχαν σημαντική απήχηση στα αντίστοιχα γερμανικά πολιτικά ρεύματα.
Η αμερικανική διασύνδεση οφείλεται κατ’ αρχάς στη μακρά παράδοση της «νομικής κατασκευής» της έννοιας της φυλής, η οποία ασκούσε έντονη έλξη στο ναζιστικό κίνημα ήδη από τις απαρχές του. Πράγματι, για ιστορικούς λόγους που συνδέονται με την αδιάλειπτη εφαρμογή της δουλείας των μαύρων επί αιώνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τη μοναδική μητρόπολη που άσκησε -μέσα στο ίδιο της το έδαφος- μια επίσημη ρατσιστική κατηγοριοποίηση στην οποία στηριζόταν η έννοια του Αμερικανού πολίτη.
Είτε πρόκειται για τους ορισμούς του «λευκού» και του «μαύρου», είτε για τις μεταναστευτικές πολιτικές των ΗΠΑ τις οποίες ζήλευε ο Χίτλερ ήδη από τη δεκαετία του 1920, είτε για τις πρακτικές της αναγκαστικής στείρωσης που εφαρμόζονταν σε πολλές πολιτείες πολλές δεκαετίες πριν την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη, η «αμερικανική διασύνδεση» αποτελεί ένα προνομιούχο πεδίο που μας επιτρέπει να μελετήσουμε τις νεωτερικές πηγές του ναζισμού και τις ανομολόγητες συγγένειές του με ορισμένες πολιτικές των δυτικών κοινωνιών, πολλές από τις οποίες ήταν δημοκρατικές.
Σιωπή καλύπτει τους δεσμούς, τις εκλεκτικές συγγένειες και τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε σημαντικές προσωπικότητες της οικονομικής και της επιστημονικής ελίτ της χώρας και στη ναζιστική Γερμανία. Μονάχα τα τελευταία χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένα βιβλία που προσεγγίζουν αυτά τα ενοχλητικά ζητήματα. Δύο από αυτά αξίζει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής: το «The Nazi Connexion» του Στέφαν Κουλ και το «The American Axis» του Μαξ Ουάλας. Ο Κουλ είναι ένας Γερμανός πανεπιστημιακός που πραγματοποίησε έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ο Ουάλας είναι Αμερικανός δημοσιογράφος ο οποίος έχει εγκατασταθεί στον Καναδά.
Όπως αναφέρει ο Κουλ, το 1924 ο Χίτλερ έγραφε: «Υπάρχει σήμερα μια χώρα όπου μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα πρώτα βήματα προς μια καλύτερη αντίληψη της έννοιας του πολίτη». Αναφερόταν στην προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρήσουν «την κυριαρχία της βόρειας φυλής» μέσα από την πολιτική που ρύθμιζε τη μετανάστευση και την πολιτογράφηση των αλλοδαπών. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το πρόγραμμα «φυλετικής υγιεινής» που ανέπτυξε στο «Mein Kampf» εμπνεόταν από τον Immigration Restriction Act (1924). Όταν δε το 1933 οι ναζί έθεσαν σε εφαρμογή το πρόγραμμα για τη «βελτίωση» του πληθυσμού μέσα από την αναγκαστική στείρωση και τους νομοθετικούς περιορισμούς στους γάμους, εμπνέονταν ανοιχτά από τις ΗΠΑ όπου εφαρμόζονταν εδώ και δεκαετίες πρακτικές στείρωσης των «αναπήρων», μια πρακτική που καταργήθηκε από το ανώτατο δικαστήριο το 1927.
Ο Κουλ μελετά τους δεσμούς που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Γερμανούς ευγονιστές κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, καθώς και την ανταλλαγή επιστημονικών ιδεών αλλά και νομικών και ιατρικών πρακτικών. Η κύρια θέση του, η οποία έχει τεκμηριωθεί και αναπτυχθεί με εξαιρετικό τρόπο, είναι ότι η συστηματική και συνεχής (μέχρι την είσοδο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) υποστήριξη των Αμερικανών ευγονιστών στους Γερμανούς συναδέλφους τους αλλά και σε πολλά μέτρα της ναζιστικής φυλετικής πολιτικής, αποτέλεσε μια σημαντική πηγή επιστημονικής νομιμοποίησης του ρατσιστικού κράτους του Χίτλερ.
Τη στιγμή που στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι υπεύθυνοι για ζητήματα δημόσιας υγείας ενδιαφέρονταν για τον περιορισμό του κόστους της κοινωνικής προστασίας, οι ειδικοί της φυλετικής υγιεινής είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στα μέτρα αναγκαστικής στείρωσης που εφαρμόζονταν σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ για τον περιορισμό του κόστους των «ανάπηρων».
Όταν οι ναζί εδραιώνονται στην εξουσία, ο Ζ. ΝτεΖαρνέτ -και μαζί του πολλοί Αμερικανοί ευγονιστές- ανακαλύπτουν έκπληκτοι ότι «οι Γερμανοί μάς κερδίζουν μέσα στο γήπεδό μας…». Και φυσικά, στηρίζουν τη ρατσιστική πολιτική των ναζί και τις διώξεις εις βάρος των «Μαύρων του Γ’ Ράιχ», των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Βέβαια, όπως μαρτυρούν οι σφοδρές καταγγελίες των σοσιαλιστών ευγονιστών Χ. Μούλερ και Γ. Λαντάουερ, του προοδευτικού γενετιστή Λ.Κ. Ντουν και του διάσημου ανθρωπολόγου Φ. Μπόας, η κοινότητα των Αμερικανών επιστημόνων δεν υπήρξε ομοιογενής. Αλλά αντίθετα από τους δύο τελευταίους που υπήρξαν κριτικοί απέναντι στον ευγονισμό, οι Μούλερ και Λαντάουερ ασκούσαν «επιστημονική» κριτική στον ναζισμό, ο οποίος την ίδια στιγμή που αρνιόνταν την ιεραρχία των φυλών αναγνώριζε την ανάγκη βελτίωσης του ανθρώπινου είδους με την προώθηση της αναπαραγωγής των «ικανών» ατόμων και την απαγόρευση αναπαραγωγής των «κατώτερων» ατόμων.
Από την άλλη πλευρά, το έργο του Ουάλας αναλύει τη σχέση δύο σημαντικών προσωπικοτήτων της Αμερικής του 20ού αιώνα με το ναζισμό: του αυτοκινητοβιομήχανου Φορντ και του αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ, ο οποίος διέσχισε για πρώτη φορά τον Ατλαντικό το 1927, ανακηρύχθηκε ήρωας της αεροπορίας και διαδραμάτισε σημαντικό πολιτικό ρόλο τη δεκαετία του 1930 ως συμπαθών της ναζιστικής Γερμανίας. Μάλιστα, μετά το 1939, υπήρξε -μαζί με τον Χ. Φορντ- ένας από τους οργανωτές της εκστρατείας ενάντια στον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, τον οποίο κατηγορούσε ότι επιθυμούσε να επέμβει στην Ευρώπη ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.
Η περίπτωση του Χ. Φορντ, αν και πολύ λιγότερο γνωστή, είναι πολύ σημαντικότερη. Όπως αποδεικνύει ο Ουάλας, το βιβλίο του Φορντ «The International Jew» («Ο Διεθνής Εβραίος», τετράτομη συλλογή άρθρων του την περίοδο 1920-1922), το οποίο διαπνεόταν από τον πλέον σφοδρό και παραληρηματικό αντισημιτισμό, είχε σημαντικό αντίκτυπο στη Γερμανία. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1922 ένας δημοσιογράφος των «New York Times» που επισκέφτηκε τη Γερμανία διηγούνταν ότι «στον τοίχο που βρίσκεται πίσω από το ιδιαίτερο γραφείο του Χίτλερ δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας του Χένρι Φορντ». Στον προθάλαμο, πάνω σε ένα τραπέζι, υπήρχε πλήθος αντιτύπων του «Der Internationale Jude», της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου. Εξάλλου, στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκαν, τον Φεβρουάριο του 1923, οι δηλώσεις του αντιπροέδρου του τοπικού κοινοβουλίου της Βαυαρίας, ο οποίος κατηγορούσε τον Φορντ ότι χρηματοδοτούσε τον Χίτλερ επειδή αντιμετώπιζε ευνοϊκά την προοπτική της «εξόντωσης των Εβραίων της Γερμανίας».
Στις 8 Μαρτίου του 1923, ο ίδιος ο Χίτλερ δήλωσε σε συνέντευξή του στη «Chicago Tribune» ότι «θεωρούμε τον Χέινριχ (!) Φορντ ηγέτη του αμερικανικού φασιστικού κινήματος. (…) Θαυμάζουμε δε ιδιαίτερα την αντιεβραϊκή πολιτική του, η οποία αποτελεί την πλατφόρμα των φασιστών της Βαυαρίας». Στο δε «Mein Kampf», που θα εκδοθεί δύο χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ υμνεί τον μοναδικό άνθρωπο που αντιστέκεται στους Εβραίους στην Αμερική. Εξάλλου, αυτό το βιβλίο επηρέασε σημαντικά και άλλες προσωπικότητες του ναζισμού, όπως ο Α. Ρόζενμπεργκ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Μπάλντουρ Φον Σιράχ, ο αρχηγός της χιτλερικής νεολαίας και μετέπειτα γκαουλάιτερ της Βιέννης, ο οποίος δήλωσε στη δίκη της Νυρεμβέργης ότι έγινε αντισημίτης διαβάζοντας το «The International Jew».
Έτσι, το 1938, πέντε χρόνια μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Φορντ παρασημοφορήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο Ανώτατης Τάξης του Γερμανικού Αετού (αποτελούνταν από έναν σταυρό της Μάλτας περιτριγυρισμένο από σβάστικες), διάκριση που είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο έτος για να τιμηθούν οι μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες. Λίγο πριν, το παράσημο είχε απονεμηθεί στον Μουσολίνι.
Βέβαια, τον Ιούλιο του 1927, ο Φορντ είχε αναγκαστεί να αποκηρύξει δημόσια και κατηγορηματικά όλους τους αντισημιτικούς ισχυρισμούς του, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπος αφενός με μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και αφετέρου με την πτώση των πωλήσεων των αυτοκινήτων του. Μάλιστα, στο δελτίο Τύπου που εξέδωσε, «ζητούσε συγγνώμη από τους Εβραίους για το κακό που άθελά του τους είχε προξενήσει». Φυσικά, αυτή η ελάχιστα ειλικρινής δήλωση με την οποία απέφυγε την ποινική δίωξη δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να χρηματοδοτεί κρυφά ένα πλήθος αντισημιτικών εκδηλώσεων.
* Ο Michael Löwy είναι ομότιμος διευθυντής ερευνών στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνάς (CNRS) και η Eleni Varikas είναι ομότιμη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Paris-VIII (Σεν Ντενί)
Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης
Πηγή: Η Αυγή από Le Monde Diplomatique