Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Κατά τη γνώμη σου το ρεύμα εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών, εθνικιστικό και μη, θα ενισχυθεί ή θα αποδυναμωθεί στην πορεία; Οι ακροδεξιές ή και φασιστικές επιθέσεις και συνθήματα πώς εγγράφονται στον συνολικό κορμό του κόσμου που διαφωνεί;
Κατά τη γνώμη μου θα αποδυναμωθεί, εξ άλλου οι συγκεντρώσεις ήταν πολύ κατώτερες των προσδοκιών των διοργανωτών. Εκτιμώ ότι ο κόσμος που διαφωνεί ξέρει ότι στις επιθέσεις χοροστατούν εν πολλοίς τα μέλη της ναζιστικής και εγκληματικής οργάνωσης, Χρυσής Αυγής, η οποία μετά τις δικαστικές και δημοσιογραφικές αποκαλύψεις δεν έχει πλέον την επιρροή του παρελθόντος. Για αυτό εξ άλλου προετοιμάζεται και νέος φορέας, με ορμητήριο τη Βόρεια Ελλάδα, για να στεγάσει την άκρα δεξιά.
Δημιουργείται μία νέα διαχωριστική γραμμή στην εσωτερική πολιτική πραγματικότητα;
Πράγματι, οι προηγούμενη διαιρετική τομή, μνημόνιο-αντιμνημόνιο, δεν φαίνεται να έχει σήμερα την ίδια δυναμική και απεύθυνση. Αντίθετα έχω την πεποίθηση ότι τον αυριανό πολιτικό χάρτη θα τον καθορίσουν οι βασικές αντιθέσεις: κεφάλαιο-εργασία ή αν θέλετε με «πλατιά» ορολογία υπέρ ή κατά του νεοφιλελευθερισμού. Στις νέες διαιρετικές τομές πρέπει να προσθέσουμε τα ζητήματα του πολιτισμικού φιλελευθερισμού, την πάλη ενάντια στον εθνικισμό, το ρατσισμό, τον πολιτισμικό συντηρητισμό. Σε αυτή τη μάχη ο ΣΥΡΙΖΑ κρατά ψηλά τη σημαία, ανεξάρτητα εκλογικού κόστους. Κάποιοι θα πουν ότι αυτά δεν έχουν αριστερό πρόσημο, είναι κλασσικός φιλελευθερισμός. Λάθος! Στις σημερινές πολιτικές συνθήκες, όπου ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία παίρνουν κρατική υπόσταση, κοιτάξτε την πολιτική του Τραμπ, του Όρμπαν, του Σαβίνι, δείτε την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη, για να βεβαιωθείτε ότι η πάλη ενάντια στο συντηρητισμό και τη μισαλλοδοξία είναι πολύ ψηλά στην ταυτότητα κάθε αριστερής πολιτικής.
Αν αυτό είναι αλήθεια πώς θα συνεχισθεί αυτή η τομή, ποιες θα είναι οι επενέργειές του;
Εύχομαι ο κοινωνικός και πολιτισμικός συντηρητισμός να μην αποτελέσουν το επίσημο πολιτικό πρόγραμμα τόσο της ΝΔ όσο και του ΚΙΝΑΛ. Καταλαβαίνω ότι και στους δύο πολιτικούς χώρους γίνεται μια σύγκρουση γραμμών και φυσιογνωμίας και δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για την έκβαση. Αν οι φόβοι μου επαληθευτούν, είτε λόγω ιδεολογίας ή λόγω καθεστωτισμού-συμμαχιών με δέλεαρ την εξουσία, τότε πηγαίνουμε ενδεχομένως σε νέες μαύρες σελίδες στη σύγχρονη ιστορία.
Είχε εκτιμηθεί σωστά εξ αρχής από τον ΣΥΡΙΖΑ το βάθος και το εύρος των αντιδράσεων; Υποστηρίζεται ότι όχι, και ότι γι’ αυτό δεν προετοίμασε επαρκώς το διάλογο με την ΠΓΔΜ, διευκολύνοντας έτσι τη ΝΔ να οργανώσει το «όχι» της πιο πειστικά και προς το παρόν με συσπείρωσή της.
Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αφελείς. Όλοι γνωρίζαμε το μέγεθος της αντίδρασης και τους λόγους οι οποίοι την υπαγορεύουν, είμαστε αποφασισμένοι να το αντιμετωπίσουμε. Δεν νομίζω, επίσης, ότι η έκβαση των συζητήσεων ήταν υπόθεση προετοιμασίας, είχαν προηγηθεί εξ άλλου είκοσι έξη χρόνια «προετοιμασίας», ούτε ότι ήταν προϋπόθεση η «ανοικτή» διπλωματία, αφού κάθε υπόθεση εργασίας το εθνικιστικό μπλοκ, ένθεν και κείθεν, θα έκανε τα πάντα για να την κάψει
Το δίλημμα ΝΔ και Κέντρου
Η άρνηση της συμφωνίας από τη ΝΔ της δημιουργεί ένα διχασμό: την απομακρύνει από την κυβερνητική πρακτική της, άρα και πειστικότητάς της, της αφαιρεί δυνατότητα ηγεμονίας, όμως την επανασυνδέει με το εθνικιστικό- πατριωτικό της κομμάτι που δεν ήταν ποτέ μικρό στο χώρο της. Πώς θα το αντιμετωπίσει αυτό;
Ο διεθνής τύπος περιγράφει την κατάσταση που λέτε με τον ελληνικό όρο το «δίλημμα» της ΝΔ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να το αντιμετωπίσει «πονηρά», κλείνει το μάτι στη διεθνή κοινότητα ότι όλα, από τα εθνικά έως την άρνηση των μνημονίων, είναι τακτικοί ελιγμοί και όταν γίνει κυβέρνηση θα τα αποκαταστήσει, δηλαδή θα υλοποιήσει τις συμφωνίες… από την άλλη, βέβαια, στο εσωτερικό διαψεύδει…
Η ΝΔ έχει ως στόχο να μην υπάρξει από τα δεξιά της ένα ακροδεξιό κόμμα, πηγαίνοντας ακόμη πιο δεξιά. Θα τα καταφέρει; Τι συνέπειες μπορεί να έχει και γι’ αυτή; Θα εντάξει στο οπλοστάσιό της και το αντιμεταναστευτικό όπως η (νέα) ακροδεξιά στην Ευρώπη;
Η ΝΔ προκειμένου να αποφύγει τη δημιουργία ενός συστημικού ακροδεξιού μορφώματος παραδίδει το δημόσιο λόγο του κόμματος στην ακροδεξιά πτέρυγα. Αυτό έχει ως συνέπεια αφενός την ένταση των σχέσεων με την κεντροδεξιά του κόμματος, αφετέρου το δυισμό στην ηγεσία, όπου ο Σαμαράς κερδίζει πόντους ως ο αυθεντικός εκφραστής της δεξιάς στροφής. Εκτιμώ ότι την επόμενη περίοδο ο Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να το εξισορροπήσει δίνοντας έμφαση στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό του πρόγραμμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υιοθετήσει μια αντιμεταναστευτική πολιτική, μόνο που θα την παρουσιάσει ως προσαρμογή στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα και στη στροφή της γερμανικής πολιτικής για το μεταναστευτικό κατόπιν των πιέσεων των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας.
Η πρόταση μομφής εξανάγκασε το Κέντρο σε πρόωρη τοποθέτηση και το αποσταθεροποίησε. Πώς νομίζεις ότι θα πορευθεί τώρα; Υποχρεωτικά, εφόσον έχει ψηφισθεί και η απλή αναλογική, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει στρατηγική απέναντί του. Ποια είναι αυτή;
Στην πραγματικότητα και στην πολιτική ουσία των πραγμάτων δεν ήταν η μομφή που αποσταθεροποίησε το ΚΙΝΑΛ, η αφορμή ήταν. Νομίζω ότι η κεντροαριστερά στη χώρα μας αντιμετωπίζει τα διλήμματα που αγκαλιάζουν όλη την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Δηλαδή, αν θα συνεχίσουν τη συμμαχία τους με τη Χριστιανοδημοκρατία ή θα αναζητήσουν τη δημιουργία ενός προοδευτικού μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα βάλει τέλος στη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό, θα υπερασπισθεί τον κόσμο της εργασίας και των δικαιωμάτων και θα εργαστεί για μια δημοκρατική επαναθεμελίωση της Ευρώπης. Αυτή η συζήτηση έχει ξεκινήσει με απτά αποτελέσματα στην Πορτογαλία, την Ισπανία, το Ενωμένο Βασίλειο και αλλού. Στη χώρα μας το δίλημμα αποφεύγουν να το απαντήσουν λόγω της εύθραυστης πολιτικής συνοχής του «νεαρού» πολιτικού μορφώματος, μόνο που το δίλημμα καιροφυλακτεί σε κάθε πολιτική στροφή, δοκιμάζοντας τη συνοχή αλλά και την εκλογική επιβίωση του σχήματος. Υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός αντινεοφιλελεύθερου συσχετισμού στην κεντροαριστερά, αποφεύγοντας τον πειρασμό να επιχειρήσει να εκπροσωπήσει τόσο τον κόσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς όσο και εκείνο της σοσιαλδημοκρατίας δια των μεταγραφών.
Ζητήματα ιδεολογίας και απεύθυνσης
Υπάρχει ένα προφανές ζήτημα κυβερνητικής προοπτικής, εφόσον οι ΑΝΕΛ δηλώνουν ότι μετά την ψήφιση της συμφωνίας εγκαταλείπουν την πλειοψηφία. Ποιο το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ;
Νομίζω ότι τέτοιου είδους προβλήματα λύνονται μόνο δια των εκλογών. Από την άλλη, παρά τη σοβαρή κρίση που περνούν οι ΑΝΕΛ με αφορμή το μακεδονικό, εκτιμώ ότι δεν θα ρίξουν την κυβέρνηση και έχουν πολλούς λόγους ώστε να ολοκληρώσει τη θητεία της. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μεριά του δεν νομιμοποιείται να αλλάξει συμμαχίες χωρίς την εκπλήρωση της κοινοβουλευτικής περιόδου, όταν μάλιστα ο κυβερνητικός εταίρος έβαλε πλάτη σε δύσκολες αποφάσεις για την έξοδο από τα μνημόνια, ώστε να γυρίσει σελίδα η κοινωνία και η οικονομία.
Διατυπώνεται η άποψη, από σοβαρούς διανοούμενους, ότι η εθνικοφροσύνη δεν βρίσκει μεν επαρκές έδαφος, αλλά μπορεί να συνδεθεί με τις μνημονιακές ταπεινώσεις και τις περαιτέρω —αν υπάρξουν— περικοπές πχ στις συντάξεις. Πώς μπορεί αυτό να αντιμετωπισθεί;
Έχουν δίκιο για το αίσθημα ταπείνωσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία εξ αιτίας των εκβιασμών των δανειστών, που έφθασαν μέχρι και σε πραξικοπηματικές ενέργειες σε βάρος της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας. Από την άλλη, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν αισθάνονται εγκαταλελειμμένα στην ταπείνωση, αναγνωρίζουν στην κυβέρνηση τη μάχη να σώσει ότι σώζεται και ιδιαίτερα τα δικαιώματα και τις ανάγκες των κατώτερων τάξεων. Για αυτούς τους λόγους οι περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο δεν πρέπει να γίνουν.
Πώς βλέπεις το «μετά» την έξοδο από το πρόγραμμα; Τι περιεχόμενο θα πρέπει να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό που λέει ότι αρχίζει νέα περίοδος για τη χώρα; Πώς θα αναδειχθεί η ταυτότητά του;
Καταρχάς να συμφωνήσουμε ότι η έξοδος από τα μνημόνια είναι ένας άθλος, ο οποίος επιτεύχθηκε όχι μόνο λόγω της αταλάντευτης θέλησης της κυβέρνησης και των ικανοτήτων της διαπραγματευτικής ομάδας αλλά και λόγω της ύπαρξης ενός στρατηγικού σχεδίου, βάσει του οποίου οικοδομήθηκαν συμμαχίες έτσι ώστε να μη βρεθούμε ξανά στο 2015, όπου δίναμε τη μάχη με μοναδικούς συμμάχους την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα. Το προχθεσινό Γιούρογκρουπ ήταν πολύ σημαντικό όχι μόνο γιατί επισημοποίησε την έξοδο από τα μνημόνια, αλλά γιατί έδωσε και πρακτικές λύσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και για το μαξιλάρι ασφαλείας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η καπιταλιστική κρίση δεν έχει τελειώσει, πως θα μπορούσε εξ’ άλλου χωρίς διαγραφή κεφαλαίων να ξεπεραστεί η κρίση υπερσυσσώρευσης;
Για την επόμενη μέρα, οι στόχοι που έχουν τεθεί από το κόμμα και την κυβέρνηση αφορούν το κοινωνικό κράτος, την υπεράσπιση της εργασίας, την εξυγίανση από τη (μικρή και μεγάλη) διαφθορά, την κοινωνική αποδοτικότητα των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και τη μείωση της ανεργίας με νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια τα ζητήματα ιδεολογίας και κοινωνικής απεύθυνσης. Τα κόμματα είναι κυρίως οι επιλογές σε ποια κοινωνικά στρώματα απευθύνονται και ποιες κοινωνικές δυνάμεις θέλουν να εκπροσωπήσουν. Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε επιλέξει να απευθυνόμαστε, τόσο δια του λόγου, όσο και δια της πράξης, στον κόσμο της εργασίας και στα φτωχά λαϊκά στρώματα και αυτό πρέπει να το τηρήσουμε και στις νέες συνθήκες. Το δικαιωματικό επίσης αποτελεί μέρος του σκληρού ιδεολογικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ιδιαίτερα, σήμερα που διακυβεύονται πολλά στα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων.
Η συμφωνία των Πρεσπών είχε σοβαρές επενέργειες και στον χώρο της διαφωνούσας με τον ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς. Είχαμε εντελώς αντίθετες τοποθετήσεις. Τι σημαίνει αυτό για την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ;
Πράγματι, η συμφωνία για το μακεδονικό έφερε στην επιφάνεια παλιές ιδεολογικές και πολιτικές διαιρέσεις στο πλαίσιο της Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο, ούτε γίνεται για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, ότι με τη συμφωνία συναινούσαν τα ρεύματα της Αριστεράς που αναφέρονται στον κριτικό μαρξισμό. Επισήμαιναν μάλιστα ότι η συμφωνία είναι ετεροβαρής εις βάρος της ΠΓΔΜ, γεγονός που δεν απέχει από την πραγματικότητα. Από την άλλη, εναντίον της συμφωνίας είναι τα πιο παραδοσιακά ρεύματα της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΚΟΕ),τα οποία στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού απορρίπτουν τη συμφωνία, αφού αυτή αποτελεί διαβατήριο για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Έτσι όμως, αφενός υποτιμούν τον κίνδυνο του εθνικισμού στη χώρα μας και αφετέρου αναβιώνουν έναν αρχαϊκό και αυταρχικό αντιιμπεριαλισμό, αυτόν της επιβολής σε βάρος της θέλησης των λαών, ο οποίος βαρύνεται ιστορικά για την δυσφήμηση των σοσιαλιστικών αξιών, είτεμιλάμε σήμερα για τη ΠΓΔΜ είτε χθες για την Τσεχοσλαβακία και το Αφγανιστάν. Αυτονόητη είναι η υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ να απευθυνθεί στις δυνάμεις του κριτικού μαρξισμού —στην ίδια οικογένεια ανήκει και ο ίδιος— για συνεργασία και κοινή δράση ανεξάρτητα από τις υφιστάμενες πολιτικές διαφορές.
Χριστόφορος Παπαδόπουλος
Πηγή: Η Εποχή