Σήμερα, το 2018, μπορούμε να μιλάμε για τη βία κατά των γυναικών και την ανάγκη που προκύπτει για την αντιμετώπισή της ιεραρχώντας την ως ένα μείζον ζήτημα, αν και, στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα φαινόμενο τόσο παλιό όσο και η συγκρότηση των ανθρώπινων κοινωνιών. Ένα φαινόμενο, όμως, που δεν τύγχανε της αντίστοιχης αναγνώρισης μέχρι αρκετά πρόσφατα και που θα ήταν μάλλον δύσκολο να ισχυριστούμε ότι έχει μειωθεί σε κάποιον σημαντικό βαθμό.
Είναι γνωστό ότι στο πλαίσιο του ορθόδοξου μαρξισμού, μέχρι τα μέσα του 20ού αι., το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας τοποθετούνταν σε δεύτερη θέση σε σχέση με τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, περιθωριοποιώντας τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος. Σε αυτή τη συζήτηση καθοριστικό ρόλο έπαιξε η συμβολή της θεωρίας του Althusser για την ιδεολογία και την άμεση σχέση της και αντανάκλασή της στην κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και για τον ρόλο των ιδεολογικών μηχανισμών στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων εξουσιαστικών σχέσεων, με βάση τις οποίες δομείται η κοινωνία.
Η θεωρητική αυτή επιρροή νομιμοποίησε τη συζήτηση πάνω στο ερώτημα της συγκρότησης των έμφυλων υποκειμένων εντός της καπιταλιστικής δομής, η οποία στηρίζεται στην πατριαρχία, και, σε αυτό το πλαίσιο, η οικογένεια και ο τρόπος με τον οποίον είναι διαμορφωμένη η κατανομή των ρόλων εντός αυτής συνιστούν το πρώτο στάδιο παραγωγής και αναπαραγωγής εξουσιαστικών και ιεραρχημένων σχέσεων.
Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ένα ζήτημα με περισσότερο πολιτισμικές (όπως θα υποστήριζε η Nancy Fraser) ή υλιστικές / οικονομικές (κατά Judith Butler) συνδηλώσεις, σε κάθε περίπτωση, η ανισότητα και η βία κατά των γυναικών συνιστά αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μέχρι πρόσφατα ο άνδρας αναγνωριζόταν ως πολιτικό ον με δικαίωμα ψήφου, ενώ η γυναίκα δεν είχε καν το αντίστοιχο θεσμικό δικαίωμα.
Αρκεί να αναλογιστούμε, ακόμη, ότι η γυναίκα θεωρείται, μέχρι και σήμερα, ”αρμόδια” για τις οικιακές εργασίες, ενώ ο άνδρας ως αυτός που στηρίζει το σπίτι οικονομικά και, ακόμη περισσότερο, αρκεί να αναλογιστούμε ότι σπανίως βλέπουμε γυναίκες σε ηγετικές θέσεις στους εργασιακούς χώρους ή σε θέσεις ευθύνης στον πολιτικό βίο, καθώς τέτοιου είδους αρμοδιότητες θεωρούνται καθαρά ”ανδρική υπόθεση”.
Έτσι διαμορφώνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, εκ των οποίων η πρώτη είναι γένους αρσενικού, ενώ η δεύτερη, η πιο αφανής, αποδίδεται κυρίως στη γυναίκα. Ο οίκος θεωρείται το μόνο επιτρεπτό πεδίο της γυναικείας αναφοράς και δράσης, με επιχειρήματα που εδράζονται στη λεγόμενη ”βιολογική διαφορά” ανάμεσα στα φύλα, τα οποία διαμορφώνουν και αναπαράγουν μια λογική φυσικοποίησης.
Με βάση την παραπάνω λογική, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ενδοοικογενειακή βία, για παράδειγμα, πολλές φορές προσλαμβάνεται ως μια ιδιωτική – προσωπική υπόθεση, ωσάν να μη συναρθρώνεται με το ευρύτερο φαινόμενο της έμφυλης βίας, όπως αυτή εντοπίζεται σε όλα τα πεδία της καθημερινής ζωής. Ποια είναι, όμως, τα πεδία αυτά;
Θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως, όταν συζητάμε για τη βία κατά των γυναικών, η βία αυτή δεν είναι μόνο η σωματική, η άμεσα εντοπίσιμη, αλλά έχει πολλές ακόμα εκφάνσεις, οι οποίες συνδέονται με την έμφυλη ανισότητα. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών δεν μπορεί να ιδωθεί ξεχωριστά από το ζήτημα της άνισης μεταχείρισής τους και, κατά συνέπεια, η βία μπορεί να εντοπιστεί σε κάθε περιστατικό στο οποίο οι γυναίκες μπορεί να αντιμετωπίζονται ανισότιμα, υφιστάμενες λεκτική ή ψυχολογική βία στους εργασιακούς χώρους, στον δημόσιο λόγο, στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις.
Ως προς το ζήτημα της σωματικής βίας, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης συνιστά σίγουρα ένα πολύ θετικό βήμα σε επίπεδο θεσμικής κατοχύρωσης, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για το θεωρητικά -τουλάχιστον- αυτονόητο, με βάση τα παραπάνω, και, φυσικά, πως όσες πρωτοβουλίες και αν παρθούν σε θεσμικό επίπεδο, καλώς ή κακώς, δεν αρκούν για να επιλύσουν το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας, καθώς αυτό συνιστά πρωτίστως ζήτημα κοινωνικής συνείδησης.
Σε κάθε περίπτωση, το νομικό πλαίσιο παράγει ιδεολογία, σε έναν σημαντικό βαθμό, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειαζόμαστε ενδεχομένως ακόμη περισσότερες ασφαλιστικές δικλίδες, προκειμένου να προλαμβάνονται και να αποτρέπονται, κατά το δυνατόν, φαινόμενα κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε πώς, για παράδειγμα, θα ήταν εφικτό να προλαμβάνουμε φαινόμενα άνισης μεταχείρισης των γυναικών στους εργασιακούς χώρους ή φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης ή, ακόμα, με ποιες πρωτοβουλίες μπορούμε να προλαμβάνουμε τα φαινόμενα της βίας κατά των γυναικών μέσω της εκπαίδευσης.
Κι επειδή εξετάζουμε την παράμετρο της κοινωνικής συνείδησης, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί και αυτό που πολλοί ισχυρίζονται, ότι στην παρούσα συγκυρία βιώνουμε ένα τέταρτο φεμινιστικό κύμα, που εστιάζει στο ζήτημα της ”κουλτούρας του βιασμού”, όπως αυτό εκφράστηκε χαρακτηριστικά και μέσα από το ”MeToo”.
”Η κουλτούρα του βιασμού” αναφέρεται σε ένα φαινόμενο ή μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ανδρική έκφραση βίας θεωρείται κάτι φυσιολογικό, βιολογικό και αναμενόμενο, ενώ η γυναικεία υποταγή θεωρείται ”χάρισμα” συνυφασμένο με το κυρίαρχο πρότυπο της θηλυκότητας. Έτσι, όταν αναδεικνύονται στη δημόσια σφαίρα περιστατικά βιασμού, τα μίντια, αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, τείνουν να ρίχνουν την έμφαση στη γυναίκα που ”προκάλεσε” με το ντύσιμο ή την εμφάνισή της (σύμφωνα με τα πατριαρχικά και θρησκευτικά ήθη) ή στο τι οφείλουν να κάνουν οι γυναίκες προκειμένου να αποφύγουν τον βιασμό και όχι στο πώς θα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και θα δικάζονται οι δράστες.
Κατά συνέπεια, η γυναίκα – θύμα βιασμού καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, και τον φόβο του κοινωνικού στιγματισμού. Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό στοιχείο σε αυτό το νέο ”κύμα” είναι ότι μας προκαλεί να σκεφτούμε και πάλι το ζήτημα των εξουσιαστικά συγκροτημένων έμφυλων σχέσεων στο πεδίο της κοινωνικής πρακτικής.
Σε επίπεδο αυτοκριτικής, και επειδή ακριβώς το ζήτημα της έμφυλης βίας τέθηκε ως ένα ζήτημα που πηγάζει από την αναπαραγωγή των κυρίαρχων έμφυλων στερεοτύπων, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, ακόμη και στον χώρο της Αριστεράς, έχουμε και εμείς οι ίδιοι πολλά περισσότερα βήματα να κάνουμε ώστε να κατοχυρώσουμε την ισοτιμία των γυναικών.
Κάνοντας αυτήν την παραδοχή, στο πλαίσιο του 1ου Ιδρυτικού μας Συνεδρίου, εισαγάγαμε στο καταστατικό λειτουργίας μας μια πρωτοπόρο ρύθμιση, η οποία προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που δεν καλύπτονται από γυναίκες οι θέσεις που αντιστοιχούν στο απαιτούμενο 30% (σύμφωνα με την ποσόστωση φύλου), οι θέσεις αυτές θα μένουν κενές. Στο δικό μας μυαλό το μέτρο αυτό είχε περισσότερο διαπαιδαγωγικό και συμβολικό παρά τιμωρητικό χαρακτήρα και, έναν χρόνο μετά, είμαστε σε θέση να καταγράψουμε ότι δεν προέκυψε ούτε μία κενή θέση, ενώ, σε αρκετές περιπτώσεις, το ποσοστό συμμετοχής γυναικών στα όργανα ξεπέρασε το προβλεπόμενο 30%.
Είναι κατανοητό, λοιπόν, πως ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο απαιτεί όσο το δυνατόν περισσότερες θεσμικές πρωτοβουλίες και ρυθμίσεις. Ανεξάρτητα, όμως, και από το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο, το αμέσως επόμενο ζήτημα που προκύπτει είναι η διασφάλιση της εφαρμογής του, με τη μορφή ενός συγκροτημένου πολιτικού σχεδίου, και το άλλο, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ίσως στοίχημα, είναι η πάλη εντός της κοινωνίας για την αλλαγή συνείδησης και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Και μια τέτοια πάλη, για την άρση των έμφυλων στερεοτύπων, δεν μπορεί παρά να είναι μια διαδικασία η οποία θα διαπερνά κι εμάς τους ίδιους, ώστε να καταστούμε οι φορείς της αλλαγής αυτής.
Η Δανάη Κωνσταντινοπούλου είναι μέλος της Γραμματείας του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Η Αυγή