Micro

Πολιτισμικός φιλελευθερισμός και συντηρητική παλινόρθωση

Είναι σημαντικό να σχολιαστούν κάποια από τα επιχειρήματα, που ακούστηκαν από τα υπόλοιπα κόμματα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε για την αναδοχή. Κάποια να τα σχολιάσω θετικά με την έννοια ότι τα επικροτώ και κάποια αρνητικά.

Το βασικό επιχείρημα των βουλευτών, που δεν υπερψήφισαν το νομοσχέδιο, είναι ότι η κοινωνία δεν είναι ώριμη. Ας σκεφτούμε πόσους αναχρονισμούς και πόσους αγριανθρωπισμούς έχουμε ζήσει στον πλανήτη με αυτό ακριβώς το πρόσχημα. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά: τη ψήφο των γυναικών, τα ζητήματα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των μαύρων, τα ζητήματα της χειραφέτησης των γυναικών. Όλα αυτά συνάντησαν τεράστιες δυσκολίες μέχρι να εμπεδωθούν νομικά και θεσμικά. Και τότε που ήταν επίκαιρα το επιχείρημα ήταν ακριβώς το ίδιο: η κοινωνία δεν είναι ώριμη. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα επιβιώνουν φρικιαστικές διαδικασίες σε κάποιες γωνιές του κόσμου. Η κλειτοριδεκτομή  στην Ανατολική Αφρική είναι ίσως η πιο τραγική από αυτές, η πιο αγριάνθρωπη.

Με αυτήν την έννοια, είχαν δίκιο ο κ. Παπαφιλίππου, η κ. Χριστοφιλοπούλου καθώς και ο κ. Λυκούδης κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου. Πολλές φορές η θεσμική διάσταση του νόμου είναι που επιβάλλει προχωρημένα και ριζοσπαστικά βήματα που διαπαιδαγωγούν την κοινωνία. Αντίθετα, η δειλία, το επιχείρημα «να μην ταράξουμε τα νερά» φέρνει δεκαετίες πίσω ζητήματα που θα μπορούσαν να έχουν επιλυθεί. Το πιο κλασικό παράδειγμα είναι η ψήφος των γυναικών. Έγινε νόμος του ελληνικού κράτους το Φλεβάρη του 1934, μόνο για τις δημοτικές εκλογές και χρειάστηκαν 20 χρόνια – είκοσι χρόνια αποκλεισμού από το δημόσιο βίο – για να μπορούν να ψηφίζουν και στις βουλευτικές εκλογές.

Όμως μπορούμε να θέσουμε ακόμα ένα θέμα που τέλει σε εκκρεμότητα για την ελληνική πολιτεία και κοινωνία. Από το 1975 που ξεκίνησε η συζήτηση για το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους το ζήτημα μας ταλαιπωρεί, δημιουργεί συγχύσεις και ενώ γεννιούνται και  δευτερογενείς εξουσίες, εκεί όπου δεν θα έπρεπε. Ας δούμε όμως και μια πτυχή αυτού του θέματος που τελικά ευοδώθηκε. Πώς αντιμετώπισε η κοινωνία τον πολιτικό γάμο; Τον αντιμετώπισε με απέχθεια ή αδιαφορία. Παρόλα αυτά, ήταν μια ριζοσπαστική τομή. Της ίδιας έκτασης τομή συνιστά και η ψήφιση του νομοσχεδίου για την αναδοχή.

Από μια μεριά, έχουν δίκιο κάποιοι βουλευτές που εξέθεσαν πως το νομοσχέδιο είναι αυτονόητο, δεν είναι  αριστερό ή δεξιό. Πράγματι με τα εργαλεία που έχουμε από την πολιτική επιστήμη, θα λέγαμε ότι είναι ένα από τα νομοσχέδια στην κατεύθυνση του πολιτισμικού φιλελευθερισμού. Ακριβώς αυτό είναι το σπουδαίο όμως σε μια εποχή  παλινόρθωσης του συντηρητισμού και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αρκεί και μόνο να σκεφτούμε τις ΗΠΑ, του Τραμπ, όπου μεταρρυθμίσεις αυτού του είδους ακυρώνονται και τη θέση τους παίρνουν άλλες, υπερσυντηρητικής κατεύθυνσης. Ακόμα. στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσχωρούν στο νεοσυντηριτισμό τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας και του “ακραίου κέντρου”.

Με αυτή την έννοια, πράγματι, όταν κάνεις ριζοσπαστικές τομές, αυτές έχουν πρόσημο και μάλιστα αριστερό. Μπορεί να ανήκουν ή και θα έπρεπε να ανήκουν στην οικογένεια του πολιτικού φιλελευθερισμού, αλλά, δυστυχώς, σήμερα, κατευθυνόμαστε σε ένα δίπολο όπου από τη μια μεριά βρίσκεται ένας νέος κοινωνικός και πολιτικός συντηρητισμός και από την άλλη, η προωθητική δύναμη του κοινωνικού εκσυγχρονισμού.

Να τονίσω και ένα τελευταίο. Υπάρχουν κάποιοι που επαναλαμβάνουν το επιχείρημα ότι θα πρέπει να αποκλειστούν τα ομόφυλα ζευγάρια από την αναδοχή. Εκτός των άλλων, ξεχνάνε ένα πράγμα: Aν εξαιρούνταν τα ομόφυλα ζευγάρια θα έπρεπε να εξαιρεθούν όσοι και όσες έχουν συνάψει Σύμφωνο Συμβίωσης. Με αυτήν την έννοια, αυτό θα ήταν ένα σύστημα αποκλεισμού, ένα σύστημα εξαίρεσης και όχι καθολικότητας όπως θέλουμε εμείς. Η διάσταση της καθολικότητας δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου. Είναι ένα από τα πεδία αναμέτρησης μεταξύ των προοδευτικών και των συντηρητικών πολιτικών Αυτό θα είναι και το πραγματικό δίλημμα που θα καλεστούν να απαντήσουν οι πολίτες στις εθνικές εκλογές του 2019.