Η ιδέα του αστικού χωριού αναδύθηκε στην Βρετανία, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και καθόρισε την κυβερνητική πολιτική στα χρόνια μεταξύ 1997-1999. Χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου αστικής ανάπτυξης είναι η δόμηση μέτριας πυκνότητας, οι μεικτές χρήσεις γης, οι δημόσιες μεταφορές, οι πεζόδρομοι και οι δημόσιοι χώροι. Προϋποθέτει την απεξάρτηση απ’ τη χρήση αυτοκινήτων και προωθεί τη χρήση ποδηλάτου, βάδισης και δημόσιας συγκοινωνίας. Η βάση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας ενός τέτοιου σχήματος είναι η αξιοποίηση της ίδιας περιοχής τόσο για κατοικία όσο και για εργασία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούνται οι μετακινήσεις και η χρήση αυτοκινήτου, με τεράστια οικολογικά οφέλη αλλά και εξοικονόμηση χρόνου και ενέργειας από τους πολίτες. Σε μια ουσιαστικότερη εφαρμογή του μοντέλου, που όμως ξεφεύγει από το καθαρά πολεοδομικό επίπεδο και επεκτείνεται στο οικονομικό/πολιτικό, η κοινότητα μπορεί να στοχεύσει στην οικονομική αυτάρκεια και την αμεσοδημοκρατική αυτοδιαχείριση. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι κοινοτικές δομές έχουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των κατοίκων και στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνοχής.
Στο μεγάλο κάδρο, η οργάνωση της πόλης σε κοινότητες αποτελεί την εναλλακτική πρόταση στην αστική διάχυση και την εγκατάλειψη των αστικών κέντρων. Το παράδειγμα της Αθήνας είναι χαρακτηριστικό αν αναλογιστούμε ότι το κέντρο έπαψε να είναι επίζηλο ως τόπος κατοικίας την ίδια εποχή που αναπτύχθηκαν τα προάστια και εντάθηκε υπέρμετρα η συγκέντρωση του πληθυσμού στην πρωτεύουσα. Το μοντέλο που θέλει την κατοικία μακριά από τον τόπο εργασίας και επιβάλλει την χρήση του αυτοκινήτου για τις καθημερινές απαραίτητες μετακινήσεις επικράτησε και καθιερώθηκε στην πλατιά μεσαία τάξη και έκανε δυνατή την εξάπλωση της πόλης πέρα από κάθε πιθανολογούμενο όριο.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το κέντρο της Αθήνας έχασε τους κατοίκους του και μαζί με αυτούς αποσύρθηκαν από το κέντρο και οι αστικές λειτουργίες. Το κέντρο της Αθήνας συντίθεται σήμερα από οικονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πολεοδομικά προβλήματα με την επιβάρυνση που αυτά συνεπάγονται για τον αστικό ιστό. Πολεοδομικά, η πυκνότητα της δόμησης, η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων, εντείνουν την υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης και της ποιότητας ζωής και επιτείνουν την απαξίωση του κτηριακού αποθέματος, των ιστορικών γειτονιών και διαδρομών της πόλης.
Με το δεδομένο αυτής της πρόσφατης ιστορίας, υπάρχουν δύο επίπεδα ανασυγκρότησης του ιστού της πόλης, το ένα συμβαδίζει με τη σύγχρονη εξέλιξη και αφορά στη μητροπολιτική διάστασή του ως ιστορικού και εμπορικού κέντρου μιας εκτεταμένης πλέον μεγαλούπολης, το άλλο είναι η ανασύσταση του κοινωνικού ιστού ως γειτονιάς που διαθέτει κατοίκους και αστικές δραστηριότητες.
Το πρώτο χρειάζεται κεντρικό σχεδιασμό με μέριμνα για μια συνολική λειτουργική ανασυγκρότηση, το δεύτερο αφορά στην οργάνωση των Κοινοτήτων του Δήμου της Αθήνας με άμεση συμμετοχή των κατοίκων, ανάδειξη της γειτονιάς και διοικητική αυτονομία. Τα δύο αυτά επίπεδα έχουν ως κοινό παρονομαστή τον δημόσιο χώρο, γιατί ο δημόσιος χώρος αποτελεί το στοιχείο που ενοποιεί την πόλη κοινωνικά και λειτουργικά. Ο δημόσιος χώρος είναι ζωτικής σημασίας, και πρέπει να δίνει τη δυνατότητα ποικιλίας χρήσεων. Στο πυκνά δομημένο αστικό τοπίο, δεν υπάρχει κενό που να μην ισοδυναμεί με εγκατάλειψη. Η πόλη είναι το θέατρο χρήσεων, συνηθειών, δράσεων, το αποτύπωμα των οικονομικών δραστηριοτήτων, των κοινωνικών σχημάτων και των πολιτιστικών αξιών. Οι ελεύθεροι χώροι πρωταγωνιστούν στην αναζωογόνηση της πόλης. Είναι ακριβώς αυτοί οι υπαίθριοι αστικοί χώροι που εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους στις δεκαετίες της συνεχούς ανάπτυξης. Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι σύγχρονες προσπάθειες ανάδειξης των ελεύθερων δημόσιων χώρων συμπίπτουν με τη νέα φάση του «εξωραϊσμού» και της αναβάθμισης των αστικών κέντρων. Σε κεντρικό επίπεδο το θέμα αφορά άμεσα εκείνους τους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους που μπορούν να αναμετρηθούν σχεδιαστικά με τη «μεγάλη κλίμακα», δηλαδή με την ίδια την πόλη. Ζούμε στην καθημερινότητά μας την ανάγκη για αποκατάσταση και ανάπλαση του υπάρχοντος ελεύθερου χώρου. Αξίζει όμως να εξαντλήσουμε, όσο είναι ακόμα δυνατόν μέσα στον επιβαρυμένο ιστό του κέντρου της Αθήνας, τα περιθώρια για δημιουργία νέου υπαίθριου ή και δομημένου δημόσιου χώρου, έστω και μικρής κλίμακας, με την αξιοποίηση αδόμητων οικοπέδων αλλά και δημόσιων κτηρίων. Ένα συστηματοποιημένο δίκτυο δημόσιων χώρων θα συνεισφέρει στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, στην καλλιέργεια κοινωνικής αντίληψης, στη δημιουργία προϋποθέσεων για επαφή, επικοινωνία και αναψυχή των κατοίκων και των επισκεπτών.
Όμως η ανάταξη που επιθυμούμε δεν θα συμβεί αν δεν υπάρχουν οι κάτοικοι και οι γειτονιές. Αυτοί θα επενδύσουν στην ποιότητα του χώρου για να δημιουργήσουν την ταυτότητα της κοινότητας, τη φυσιογνωμία της πόλης. Η τοπική αυτοδιοίκηση με αποτελεσματική οργάνωση σε όσο το δυνατόν πιο προσωποποιημένες κοινότητες θα δώσει τη δυνατότητα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης, σε ένα νέο πρότυπο αστικής δομής: Περιοχές που να καλύπτονται περπατώντας ή με ποδήλατο και επαρκής εξυπηρέτηση από δημόσιες συγκοινωνίες· ενίσχυση της μικροεπιχειρηματικότητας και θεσμικές ρυθμίσεις για κοινωνική και οικονομική αναζωογόνηση· αξιοποίηση των χώρων για δημόσιες υποδομές σε μικρή κλίμακα, σχολεία όλων των βαθμίδων, παιδικές χαρές, λέσχες φιλίας, χώροι άθλησης· πρόβλεψη για χώρους κοινωνικής συνεύρεσης και αλληλεπίδρασης ενισχύοντας έτσι την διαμόρφωση της τοπικής ταυτότητας και της συλλογικής μνήμης· διοργάνωση ανάλογων φεστιβάλ ή γιορτών· γνωρίζει κανείς τη γειτονιά και την κοινότητα, αποκτά ενδιαφέρον για τον «τόπο» του.
Στη θέση της εγκαταλειμμένης πόλης και της πόλης που έχει παραδοθεί στα αυτοκίνητα, ας εγκαταστήσουμε μια ανθρωποκεντρική πόλη με αποκατάσταση των λειτουργιών της ως τόπου συνάντησης, αγοράς, δημόσιας ζωής.
Η Βάλια Δημοπούλου είναι υποψήφια διδάκτορας του Τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ
Πηγή: Η Αυγή