Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός σημαδεύτηκαν, τον περασμένο αιώνα, από έναν έντονο κρατισμό. Η παρουσία του Κράτους σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες θεωρητικοποιήθηκε, μάλιστα, ως πρότυπο. Τι θα λέγαμε σήμερα γι’ αυτή τη σχέση σοσιαλισμού και κρατισμού;Για το θέμα αυτό συζητούν από τις στήλες της «Ουμανιτέ» οι Αντρέι Γκράτσεφ, πολιτικός επιστήμονας, δημοσιογράφος, πρώην σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η Κατρίν Σαμαρί, οικονομολόγος, ειδική σε θέματα της Γιουγκοσλαβίας, και η Λιντιά Σαμαρμπάχς, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας.
Υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε το πρότυπο του κομμουνισμού με ένα ισχυρό σοσιαλιστικό Κράτος;
Αντρέι Γκράτσεφ: Αν θέλουμε να διερευνήσουμε το ρωσικό μοντέλο εφαρμογής του κομμουνιστικού προγράμματος, δεν μπορούμε, όντως, να προσεγγίσουμε το ερώτημα της συνάφειας μεταξύ κομμουνισμού, σοσιαλισμού και κρατισμού. Η συνάφεια αυτή έχει να κάνει με τις συνθήκες γένεσης του κομμουνιστικού προγράμματος στη Ρωσία. Η επανάσταση του 1917 ξεκίνησε τον Φεβρουάριο, με την πτώση της ρωσικής μοναρχίας. Όπως κάθε επανάσταση άξια του ονόματός της, είναι μια επανάσταση που δεν είναι έργο οιουδήποτε, μια επανάσταση που δεν ζήτησε άδεια από κανέναν. Προέκυψε ως καρπός δραματικών, δύσκολων αντιφάσεων στους κόλπους της ρωσικής κοινωνίας της εποχής, με ένα Κράτος που βάδιζε με βήμα σημειωτόν στους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής. Η διακυβέρνηση της χώρας γινόταν από ένα καθεστώς φεουδαρχικό, διεφθαρμένο και σε πλήρη αποσύνθεση, που δεν δίστασε να την οδηγήσει σ’ ένα πόλεμο ιμπεριαλιστικό, τα κίνητρα του οποίου παρέμεναν ακατανόητα για την πλειοψηφία των Ρώσων. Το 1917 είναι το αποτέλεσμα της κρίσης που σοβούσε στη Ρωσία τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας όσο και στο επίπεδο της αυτοκρατορίας.
Η επανάσταση απηχεί επίσης μια οικονομική κρίση παγκόσμια, στα τέσσερα σημεία της Γης, έσχατη έκφραση της οποίας υπήρξε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η πόρτα εξόδου την οποία πρότειναν οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν βασιζόταν σε τρεις θεμελιώδεις έννοιες: γη για τους χωρικούς, ειρήνη για τους στρατιώτες, εργοστάσια για τους εργάτες. Οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν εαυτούς κληρονόμους της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, που γκρέμισε τη φεουδαρχία, και ταυτόχρονα της Κομμούνας του Παρισιού, που στόχευε εναντίον του καπιταλισμού. Τον Οκτώβριο του 1917, φιλοδοξία των μπολσεβίκων και του Λένιν ήταν να συμπυκνώσουν σε ένα διάστημα οκτώ μηνών την περίοδο ογδόντα ετών που διήνυσε η Γαλλία από το 1789 ως το 1871. Αντιμέτωποι με την απογοήτευση και την ανυπομονησία των μαζών, οι μπολσεβίκοι πρότειναν το σχέδιο μιας μετα-καπιταλιστικής επανάστασης σε μια κοινωνία που δεν είχε ποτέ φοιτήσει στο σχολειό των επαναστάσεων της αστικής τάξης. Ήταν η ατομική βόμβα των μπολσεβίκων, γιατί πίστευαν ότι οι γνώσεις τους για τους νόμους της ιστορίας, του ντετερμινισμού που είχε διδάξει η δυτική Ευρώπη, ο Μαρξ και οι επίγονοί του, αποτελούσε την αρματωσιά τους. Εξ ου και η αποφασιστικότητα, το θάρρος τους να τεθούν επικεφαλής του προγράμματος αναμόρφωσης της Ρωσίας, αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Ο Λένιν πίστευε στην πραγματικότητα ότι η ρωσική επανάσταση θα πυροδοτούσε μια αντικαπιταλιστική, άρα σοσιαλιστική, επανάσταση σε ολόκληρο τον πλανήτη…
Αντιμέτωποι με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό
Κατρίν Σαμαρί: Η ρωσική επανάσταση ξεδιπλώθηκε σ’ ένα διεθνές σκηνικό που διατηρήθηκε ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και είχε να κάνει με την πολιτισμική κρίση του καπιταλισμού ως συστήματος, η οποία δεν επιλύθηκε στην περίοδο του Μεσοπολέμου, που σημαδεύτηκε από την εξάπλωση του φασισμού. Στον απόηχο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έμελλε να ξεσπάσουν επαναστάσεις στην Κίνα, στη Γιουγκοσλαβία… Όλα αυτά συνέβησαν σε συνθήκες ανάλογες και, ταυτόχρονα, διαφορετικές απ’ αυτές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί η ΕΣΣΔ ήδη υπάρχει. Η γιουγκοσλαβική κοινωνία προσομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τη ρωσική κοινωνία, τηρουμένων των αναλογιών. Είναι μια κοινωνία της καπιταλιστικής περιφέρειας, κατά κύριο λόγο αγροτική… Στη Ρωσία, ο πόλεμος ευνόησε αναμφίβολα τον κρατισμό, αλλά η γενεσιουργός αιτία του δεν ήταν η επανάσταση, αλλά η αντεπανάσταση και οι παρεμβάσεις, από το εσωτερικό και το εξωτερικό, εναντίον της.
Η εναλλακτική και η προβληματική, για το σύνολο των χωρών σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ήταν οι ακόλουθες: με δεδομένο το καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό μοντέλο, με τη στρατιωτική του δεξιότητα, το οικονομικό του σύστημα, με δεδομένα τα κονδύλια και τους θεσμούς του, μπορούσε κανείς να φανταστεί και να ελπίσει ότι ήταν δυνατόν να επιτευχθεί ένας σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, η ειρηνική αμφισβήτηση σχέσεων που εδράζονταν στην κυριαρχία και την καταπίεση; Η εμπειρία των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, το ειρηνικό παράδειγμα της Χιλής, κι έπειτα η σύγχρονη εμπειρία μάς καλούν να αναρωτηθούμε. Βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά αντιμέτωποι με έναν παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, με μια οργανική εξουσία πιο ισχυρή από ποτέ. Μπορεί ο νους μας να συλλάβει με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα και την κοινωνική πάλη με δημοκρατικές διαδικασίες; Το ενδιαφέρον του γιουγκοσλαβικού πειράματος είναι ότι μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε πως, μέσα από καταστάσεις συγκρίσιμες, πρόεκυψε μια διαφορετική εκδοχή.
Το γιουγκοσλαβικό πείραμα
Τι είδους διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε απ’ αυτά τα πειράματα;
Αντρέι Γκράτσεφ: Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των μπολσεβίκων για το κομμουνιστικό σχέδιο αλά ρωσικά ήταν η βία. Η βία μιας επανάστασης που εκτυλίχθηκε σε συνθήκες πολέμου. Η υπόσχεση της επανάστασης για ειρήνη κατέληξε πολύ γρήγορα σ’ έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, υποκινούμενο από τον ξένο δάκτυλο των παλαιών συμμάχων της Ρωσίας. Εν ολίγοις, η ανάγκη να υπερασπιστούν την επανάσταση οδήγησε στην εφαρμογή μιας ιδιότυπης κατάστασης πολιορκίας. Εξ ου το σήμα κατατεθέν, η παγίδα, πολιτική και ιστορική ταυτόχρονα, στην οποία έπεσε το ρωσικό και σοβιετικό μοντέλο, την οποία θα χαρακτήριζα ως «κομμουνισμό εν πολέμω». Αυτός ο «κομμουνισμός εν πολέμω» μετασχηματίστηκε σ’ ένα μοντέλο μονοπωλιακής διαχείρισης της κοινωνίας από το Κόμμα. Ένα Κόμμα που πίστευε ότι εκπροσωπούσε τις εργατικές μάζες, ένα είδος δημοκρατικού υπέρμαχου της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Στο όνομα της υπεράσπισης των κεκτημένων της Επανάστασης, η διαχείριση αυτή αποτέλεσε την απαρχή του κρατισμού.
Ο Λένιν, συνειδητοποιώντας στο τέλος της ζωής του ότι η επανάσταση των μπολσεβίκων δεν αποτέλεσε πρότυπο για άλλα κράτη, πρότεινε να υπάρξει μια ανάπαυλα, ενδεχομένως και μια υποχώρηση. Αυτό το σημείο παρέμεινε όμως διφορούμενο. Μιλούσε για μια παροδική υποχώρηση ή για την επιλογή μιας πορείας προς τα πίσω, όχι μόνο χάριν της υποχρέωσης μιας οικονομικής αναγέννησης, αλλά και επειδή συνειδητοποιούσε ότι ο οικονομικός πλουραλισμός θα επανέφερε σε ισχύ και τον πολιτικό πλουραλισμό; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο Στάλιν ξαναπήρε στα χέρια του τη διαχείριση της επανάστασης, ο κρατισμός και η γραφειοκρατία γιγαντώθηκαν με ταχείς ρυθμούς.
Κατρίν Σαμαρί: Στη Γιουγκοσλαβία, η αυτοδιαχείριση δεν εφαρμόστηκε λόγω μιας αντίδρασης ανάλογης μ΄ εκείνη της Οκτωβριανής επανάστασης. Ταυτόχρονα, ο Οκτώβρης του 1917 μελετήθηκε στην παραμικρή του λεπτομέρεια από τους γιουγκοσλάβους κομμουνιστές. Ο θαυμασμός τους είχε να κάνει με το πολιτικό στρατήγημα του δυϊσμού στη διαχείριση της εξουσίας. Η γιουγκοσλαβική επανάσταση μεταμόρφωσε την αντιφασιστική πάλη σε πάλη κοινωνικού και εθνικού μετασχηματισμού. Τα κομιτάτα εθνικής απελευθέρωσης και ο λαϊκός απελευθερωτικός στρατός ήταν εκείνα που επέτρεψαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα να αναλάβει την εξουσία μετά τη λήξη του πολέμου. Τα κομιτάτα αυτά, οργανωμένα κατά το ομοσπονδιακό πρότυπο, είχαν κερδίσει μεγάλη δημοτικότητα στη διάρκεια του αγώνα. Αυτή η μορφή αντίστασης ερχόταν σε σύγκρουση με όσα είχε διαπραγματευτεί ο Στάλιν κατά τις διεθνείς διαβουλεύσεις, με άλλα λόγια κατά το μοίρασμα του κόσμου στη διάσκεψη της Γιάλτας… Η Γιουγκοσλαβία απαρνιόταν τη μοίρα που της επιφύλασσαν: να παραμείνει στις αγκάλες του καπιταλισμού.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η παραμικρή δημόσια κριτική κατά του σταλινισμού, και η Σοβιετική Ένωση έχαιρε μεγάλης δημοτικότητας. Οποιαδήποτε κριτική σκέψη αποδιδόταν στην τροτσκιστική αντιπολίτευση και, ως εκ τούτου, ήταν κολάσιμη. Η ρήξη και η εφαρμογή της αυτοδιαχείρισης εφαρμόστηκαν γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας ήταν ισχυρό λόγω της νίκης και των αγώνων του, που είχαν κερδίσει την αναγνώριση ως την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Αλβανία… Αυτό που δεν ανέχθηκε ποτέ ο Στάλιν ήταν η αμφισβήτηση της ηγεμονικής πολιτικής του από τα επαναστατικά κινήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Προκειμένου να αντισταθούν στον Στάλιν και στον κρατισμό, οι κομμουνιστές ασπάσθηκαν την Κομμούνα του Παρισιού και έθεσαν σε εφαρμογή την αυτοδιαχείριση, έστω και μερική. Την εποχή εκείνη, η αυτοδιαχείριση γινόταν αντιληπτή σαν ένα σύστημα αναρχικό, μια μορφή οργάνωσης της οικονομίας όπου κάθε επιχείρηση διευθυνόταν από τους εργαζομένους της κατά τρόπο αποκεντρωμένο. Ωστόσο, κάθε πρόγραμμα σοσιαλιστικής ανάπτυξης περιλάμβανε την περιστολή των ανισοτήτων και την εκβιομηχάνιση των φτωχότερων περιοχών. Πώς να καταστεί ανταγωνιστικό ένα πρόγραμμα που ο σχεδιασμός του επέτρεπε στους εργάτες και στους αγρότες να είναι υπεύθυνοι της διαδικασίας παραγωγής; Αυτή ήταν η δυσκολία.
Η αντίφαση ήταν πραγματική. Έμελλε να αντιληφθούν γρήγορα την ανισότητα ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας και την απώλεια ισχύος της αυτοδιαχείρισης, η οποία δεν ενισχύθηκε, παρ’ όλη την ιδέα που υπήρξε, από την αποκέντρωση της εμπορικής δραστηριότητας. Σαν να μην έφτανε αυτό, διαπιστώθηκε άνοδος της εξουσίας των τεχνοκρατών στις επιχειρήσεις. Μολαταύτα, υπήρχε στον πυρήνα η ιδέα της αντίστασης του ίδιου του συστήματος αυτοδιαχείρισης και ως προς την αποξένωση των εργατών από ένα σχέδιο κρατισμού και ως προς την αποξένωση από την αγορά.
Το προσπέρασμα αυτής της αντίφασης δεν έγινε με τρόπο ικανοποιητικό, αλλά συμπεριλήφθηκε στο γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα. Η αυτοδιαχείριση διεκδικήθηκε σε όλα τα στάδια, ο σχεδιασμός αυτοδιαχείρισης και οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες συμφερόντων ένωσαν στους κόλπους τους εργάτες, τους παραγωγούς και τους τοπικούς εκπροσώπους για να διευθύνουν βρεφονηπιακούς σταθμούς, συγκοινωνίες, πανεπιστήμια, εργοστάσια… Οι αυτοδιαχειριζόμενοι έγιναν υπεύθυνοι όχι μόνο στην ιεραρχία της επιχείρησης, έγιναν υπεύθυνοι των μεγάλων επιλογών της κοινωνίας για τη χώρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόγραμμα και το Κράτος κοινωνικοποιήθηκαν, πράγμα που σήμαινε τον διαχωρισμό Κόμματος και Κράτους, στη σύντηξη των οποίων η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε διακρίνει τα λάθη τα οποία ο Λένιν συνειδητοποίησε στη διαθήκη του.
Λιντιά Σαμαρμπάχς: Πρέπει να απομακρυνθούμε από την ιδέα του μοντέλου της Σοβιετικής Ένωσης και των ανατολικών χωρών, αν θέλουμε να τις δούμε με καινούργια, αναλυτική ματιά και να τις μελετήσουμε ως ιστορικά πειράματα. Κι έπειτα, πρέπει περισσότερο από ποτέ να καταπιαστούμε με την ανάλυση των ιστορικών συνθηκών του αγώνα ανεξαρτητοποίησης, όπως παρουσιάζεται σήμερα.
Λιγότερο, περισσότερο ή διαφορετικό κράτος
Τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός απορρίπτει κάθε κρατική παρέμβαση, ποιο θα ήταν το κομμουνιστικό πρόγραμμα που θα είχε στον πυρήνα του την κοινωνική αυτοδιάθεση;
Λιντιά Σαμαρμπάχς: Οι σύγχρονες συνθήκες σημαδεύονται από την κυριαρχία του καπιταλιστικού οικονομισμού στην παγκοσμιοποίηση και από την υπό όρους αλληλεξάρτηση από την επικράτηση του καπιταλισμού. Η ανάπτυξη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών φτωχοποίησε τους λαούς και τους θέτει διαρκώς σε μια διαδικασία συναγωνισμού, ανταγωνισμού και έντασης. Επιπλέον, εξαιτίας της αποδυνάμωσης και της διασποράς των δυνάμεων της Αριστεράς, διαπιστώνουμε την άνοδο των κινημάτων και των δυνάμεων του εθνικισμού, που αυτοδιαφημίζονται ως η μόνη εναλλακτική στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Στη Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν διαχειρίστηκε ως υποψήφιος την προεκλογική του καμπάνια με βάση δύο στοιχεία, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τους αντιπάλους ή τους βασικούς πολιτικούς ανταγωνιστές του. Ισχυριζόμενος ότι δεν ανήκε ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά ή, μάλλον, ότι ήταν «και με τη Δεξιά και με την Αριστερά», αυτοπροσδιορίστηκε ταυτόχρονα ως δεξιός «για την ελευθερία» και ως αριστερός «για την κοινωνική ισότητα». Εξάλλου, ιδιαίτερα με το πρόγραμμά του για την επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έθεσε αντιμέτωπες τις δυνάμεις της νεωτερικότητας με τις δυνάμεις συντήρησης που είχαν αναδιπλωθεί στον εαυτό τους. Ο πρόεδρος Μακρόν θέλει μ’ αυτό τον τρόπο να σπρώξει ακόμη μακρύτερα τον νεοφιλελευθερισμό που είχε αναγάγει το Κράτος σε μεγάλο τελετάρχη των αγορών, κρατώντας το πλέον σε απόσταση από τις αγορές. Αυτό απηχούν οι συμφωνίες του για απελευθέρωση του εμπορίου, που σκοπό έχουν να στηρίξουν τα διαιτητικά δικαστήρια που θέτουν τις πολυεθνικές σε θέση να κρίνουν τα Κράτη και την κοινωνική πολιτική τους, όταν αυτή αντιβαίνει στους νόμους της αγοράς.
Αυτή η αντίληψη είναι πολύ επιθετική, γιατί επιδιώκει να κάνει το Κράτος να λειτουργεί βάσει του μοντέλου μιας επιχείρησης. Δεν πρόκειται απλώς για τη θεσμοθέτηση στόχων που θα εξορθολογίζουν τις υπηρεσίες και θα τις καθιστούν πιο αποτελεσματικές, αλλά για την επικράτηση της αντίληψης του ανταγωνισμού και του νόμου της αγοράς στην ίδια τη διακυβέρνηση του Κράτους. Το βλέπουμε στα οικονομικά μέτρα που τέθηκαν πρόσφατα σε εφαρμογή. Η οπτική αυτή είναι ενός Κράτους ιδιωτικοποιημένου, που πρέπει να συρρικνωθεί στους τομείς-κλειδιά (αστυνομία, δικαιοσύνη και στρατός) ώστε να εγγυάται τη σταθερότητα του καπιταλισμού.
Μια κομμουνιστική απάντηση δεν μπορεί να εδράζεται σ’ αυτή την ψευδο-διαμάχη ανάμεσα στους φιλελεύθερους και την άκρα Δεξιά, ούτε στο ερώτημα «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος». Αν είσαι ταγμένος στην πάλη για την χειραφέτηση των ανθρώπων και της κοινωνίας, δεν μπορείς να προτείνεις «περισσότερο Κράτος» ως εναλλακτική στο «νεοφιλελεύθερο Κράτος», αλλά οφείλεις να θέσεις το ερώτημα ποια θα είναι η φύση του Κράτους αυτού και με ποιο τρόπο θα οργανωθεί. Δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι έχουμε ανάγκη από ένα Κράτος οργανωμένο από την αστική τάξη για να διασφαλίσουμε την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Αναζητώντας μια σύγχρονη απάντηση
Ποια είναι, λοιπόν, η νέα απάντηση;
Λιντιά Σαμαρμπάχς: Η απάντηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις αντιφάσεις που γεννά ο νεοφιλελευθερισμός. Μια απάντηση για τη διαδικασία μετασχηματισμού σε βάθος μιας κοινωνίας δεν μπορεί να περιορίζεται σε δύο εναλλακτικές λύσεις (τον κρατισμό ή τον καπιταλισμό, είτε αυτός είναι νεοφιλελεύθερος είτε με κοινωνικό πρόσωπο) που θέτουν το Κράτος σε κρίση και σε χρεωκοπία. Αντί να αναρωτιόμαστε «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος», πρέπει να προσδιορίσουμε αυτό το Κράτος που θα ασκεί την εξουσία. Κι αυτό έχει να κάνει με την οργάνωση των θεσμών που αφορούν την κοινή ωφέλεια ή τα κοινωνικά αγαθά, έτσι ώστε οι πολίτες να πάρουν τις υποθέσεις τους στα χέρια τους, να έχουν δηλαδή τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις εθνικές επιλογές και στην αξιολόγησή τους.
Θα αναφέρω σ’ αυτό το σημείο το υπόδειγμα Κοινωνικής Ασφάλισης που πρότεινε ο Αμπρουάζ Κρουαζά* για το σύνολο της κοινωνίας. Ο κομμουνιστής υπουργός μιλούσε τότε για «ταμεία τα οποία θα διαχειρίζονταν οι αμέσως ενδιαφερόμενοι», για ένα «θεσμό» που δεν θα ήταν αποτέλεσμα «μιας πατερναλιστικής ή κρατικής διαχείρισης, αλλά συνειδητή προσπάθεια από μέρους των ίδιων των δικαιούχων». Ούτε περιουσία του Κράτους, ούτε περιουσία ιδιωτών, αλλά μια διαχείριση ίσης εκπροσώπησης με κοινωνικοποιημένους πόρους. Δεν είναι καθόλου ήσσονος σημασίας ότι οι νεοφιλελεύθεροι θέτουν την Κοινωνική Ασφάλιση σε διαδικασία σταδιακής κρατικοποίησης. Ο έλεγχος της Κοινωνικής Ασφάλισης από το Κράτος γίνεται με την προοπτική ιδιωτικοποίησης, παραχώρησης στον ιδιωτικό τομέα αυτού που, για την ώρα, διαχειρίζονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Η ικανότητα των πολιτών να είναι πολιτικοί διαχειριστές αποτελεί απειλή για τον καπιταλισμό. Η απάντηση δίνεται, όπως γνωρίζουμε εκ πείρας, στους αγώνες, στην πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση. Επιδίωξη των κομμουνιστών δεν είναι να αναζητήσουμε ένα μοντέλο, αλλά να αφουγκραστούμε τους κοινωνικούς πειραματισμούς που δοκιμάζονται αυτή τη στιγμή και μας επιτρέπουν να προτείνουμε θεσμικούς, ακόμη και κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η πρακτική και οι επιδιώξεις τους θέτουν ζητήματα εκδημοκρατισμού του ίδιου του Κράτους, με τρόπο αποκεντρωμένο και αυτόνομο.
* Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλισεων στη Γαλλία, σε διαδοχικές κυβερνήσεις μεταξύ 1945 και 1947.
Πηγή: Η Εποχή