Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι χρόνων και στο πλαίσιο του αντιμνημονιακού αγώνα διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις συνασπίστηκαν προκειμένου να ρίξουν τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Απότοκο αυτής της στρατηγικής ήταν η σύμπηξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σε αυτή την περίπτωση, η διομαδική σύγκρουση μνημόνιο-αντιμνημόνιο άμβλυνε τα στοιχεία αντιπαράθεσης εντός της ομάδας κοινής υπαγωγής. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της πρόσφατης σύγκρουσης μεταξύ κυβέρνησης και ελευθέρων επαγγελματιών-αγροτών, κατά την οποία η αντι-ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά συντάχθηκε με τα διαμαρτυρόμενα μικροαστικά στρώματα. Οι ανάγκες της ενδοομαδικής άμβλυνσης των διαφορών υποχρέωσε την αντι-ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά να παραβλέψει κλασικά σημεία τριβής, όπως: α) η αντιοικολογική συμπεριφορά μεγάλου μέρους των αγροτών, β) η μειοψηφική αλλά εμπεδωμένη ρατσιστική στάση και πρακτική απέναντι στους μετανάστες εργάτες γης, γ) το αντιαισθητικό ηγεμονικό πολιτιστικό παράδειγμα που αφίσταται από τις πολιτιστικές ευαισθησίες της πλειοψηφίας των αριστερών, δ) τον εμπεδωμένο συντηρητισμό και σεξισμό μεγάλου μέρους των αγροτών.
Η αντι-ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά παραγνώρισε επίσης εύκολα ότι από τη σκοπιά της ταξικής συνείδησης είναι απαράδεκτο α) ότι οι αγρότες διέλυσαν τους συνεταιρισμούς τους, αφού πρώτα τους μετέτρεψαν σε κομματική αρένα και γρανάζια του πελατειακού συστήματος, β) ότι οι αγρότες του κάμπου κατεβαίνουν στα μπλόκα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο όταν δεν έχουν δουλειά, ενώ άλλοι έχουν εκείνη την περίοδο (συντεχνιασμός), και λύνουν τα μπλόκα το Μάρτιο, επειδή ξεκινά η νέα σεζόν (μιλάμε, δηλαδή, για αγώνες με μηδενικό κόστος), γ) ότι οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή οι ελεύθεροι επαγγελματίες που αντλούν επιπρόσθετα εισοδήματα από τα κτήματά τους θέλουν να θεωρούνται φτωχοί αγρότες που αναγκάστηκαν να κάνουν δεύτερη δουλειά (μιλάμε δηλαδή για την απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας), δ) ότι οι αγρότες που δεν δουλεύουν όλο το χρόνο θέλουν να βγάζουν τα λεφτά που βγάζουν οι μισθωτοί που δουλεύουν όλο το χρόνο, ε) ότι οι αγρότες του κάμπου θεωρούν πως κάποιος μπορεί να έχει 500 στρέμματα (τη στιγμή που ο εθνικός μέσος όρος είναι 40 στρέμματα) και να θεωρείται φτωχός (τάδε έφη ένας εκπρόσωπος των «σκληρών» της Νίκαιας).
Μακροχρόνια γνωστικά ελλείμματα
Η στάση αυτή της αντι-ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς εξηγείται προφανώς από τις ανάγκες της ενδοομαδικής σύμπνοιας του αντιμνημονιακού μπλόκ. Επιβαρύνει, ωστόσο, την αριστερή αντιπολίτευση με τυχοδιωκτικές πρακτικές («ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»). Η στάση αυτή βέβαια δεν τροφοδοτείται μόνο από τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες τις αντιπολιτευτικής στάσης, αλλά και από μακροχρόνια γνωστικά ελλείμματα. Τα γνωστικά αυτά ελλείμματα είναι τριών ειδών: πρώτον, η κομμουνιστική αριστερά δεν κατανόησε ποτέ το χαρακτήρα της κατά Μαρξ «μικρής εμπορευματικής παραγωγής»· δεύτερον, δεν κατανόησε ποτέ το μέγεθος του μικροαστισμού στην Ελλάδα»· τρίτον, δεν κατάφερε ποτέ να διακρίνει επαρκώς το μικροαστισμό από το σοσιαλισμό.
Η μικροαστική «μικρή εμπορευματική παραγωγή»
Το πρώτο γνωστικό έλλειμμα σχετίζεται με την ίδια την απροθυμία του Μαρξ να ασχοληθεί συστηματικά με τη «μικρή εμπορευματική παραγωγή». Ενώ όλοι οι τρόποι παραγωγής που εντόπισε μαρτυρούν τις σχέσεις παραγωγής στο εσωτερικό τους (δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός) η «μικρή εμπορευματική παραγωγή» δεν παραπέμπει σε παραγωγικές σχέσεις, ούτε ταξικές, ούτε άλλες. Αν και υπήρξαν μελετητές στην Ελλάδα που εντόπισαν το ρόλο της οικογένειας στην αγροτική παραγωγή (π.χ. Βεργόπουλος) ή στη βιοτεχνική παραγωγή της πόλης (π.χ. Ποταμιάνος), μόνο ο Κυριάκος Χαραλάμπους-Μελέτης έκανε το βήμα να μελετήσει τον «οικογενειακό τρόπο παραγωγής» ως ξεχωριστό τρόπο παραγωγής (ο Πουλαντζάς είχε επίσης αναφερθεί σε «πατριαρχικό τρόπο παραγωγής»), όπου αντί για τάξεις φέρει φύλα και γενεές, δηλαδή βασίζεται κυρίως στην εκμετάλλευση των οικογενειακών μελών από τον αρχηγό της οικογένειας ή στη συνεργασία αυτών. Η ταξική ανάλυση δεν βοηθά στην εξοικείωση με τον «οικογενειακό» ή «πατριαρχικό τρόπο παραγωγής», με αποτέλεσμα η κομμουνιστική αριστερά να μην κατανοεί ή να διαστρέφει τις πραγματικές δυναμικές στον αγροτικό χώρο.
Εκεί όπου υπήρχαν ιδιοκτήτες αγρότες οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνο για την αναπαραγωγή της οικογενειακής τους εκμετάλλευσης και όχι για τη διευρυμένη αναπαραγωγή της επιχείρησής τους, η κομμουνιστική αριστερά έβλεπε είτε «κολίγους» είτε «μεγαλογαιοκτήμονες», υποκείμενα δηλαδή που έπαψαν να υφίστανται εδώ και 100 χρόνια.
Το εύρος του μικροαστισμού στην Ελλάδα
Σχετικά με το δεύτερο γνωστικό έλλειμμα, αξίζει να ειπωθεί ότι παρά το ότι έχει αναγνωριστεί ακόμα και από μαρξιστές (π.χ. Τσουκαλάς, Βεργόπουλος) πως το μέγεθος των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μεγάλο, άλλοι ισχυρίζονταν ότι η Ελλάδα ήταν καπιταλιστική χώρα ήδη από τον 19ο αιώνα (π.χ. Ψυρούκης, Μηλιός). Τα παραδοσιακά και νέα μικροαστικά στρώματα αριθμούν ακόμα και σήμερα το 1/3 του ενεργού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο η επιρροή τους στη συνείδηση των εργαζομένων είναι πολύ μεγαλύτερη. Αφενός, σε σχετικά πρόσφατες έρευνες του ΟΟΣΑ, έως και το 70% των ερωτώμενων δήλωνε ότι θέλει να έχει τη δικιά του επιχείρηση, ενώ, αφετέρου, οι άνεργοι, που θεωρητικά ανήκουν στον εφεδρικό εργατικό στρατό, σε μεγάλο βαθμό προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας με επιχειρηματικά σχέδια.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η μισθωτή εργασία, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, υπήρξε για δεκαετίες ατομική και οικογενειακή στρατηγική απόκτησης του απαραίτητου κεφαλαίου προκειμένου να χρηματοδοτηθεί μια οικογενειακή ή ατομική επιχείρηση. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι, στις οικογενειακές επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι, όταν δεν είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, αντιμετωπίζονται συχνά ως τέτοια. Με λίγα λόγια, σημασία δεν έχει πόσοι είναι μικροαστοί, αλλά πόσοι και πόσες μπαίνουν στην προοπτική του μικροαστισμού. Άλλωστε, οι οικογενειακές και ατομικές επιβιωτικές στρατηγικές, που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων οικονομική πολυσθένεια, φοροδιαφυγή και επιδίωξη κοινωνικής κινητικότητας, υπήρξαν κυρίαρχες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό σε ολόκληρη την πρόσφατη ιστορία μας (βλ. Τσουκαλάς). Η μικροαστική νοοτροπία, η ιδεολογία του νοικοκυραίου, μεταφέρθηκε από την ύπαιθρο στις πόλεις μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης. Η «μικρή εμπορευματική παραγωγή» στην αγροτική επαρχία μετατράπηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε «μικρή εμπορευματική παραγωγή» στις ελληνικές πόλεις.
Οι στρατιές αφεντικών χωρίς υπαλλήλους (μαγαζάτορες, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες) που δημιουργήθηκαν συνεπικουρούμενες από τις στρατιές υπαλλήλων χωρίς αφεντικά (δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι ΔΕΚΟ) διαμόρφωσαν τη ραχοκοκαλιά μιας μικροαστικής κοινωνίας, η οποία αγκάλιασε τον πασοκικό σοσιαλισμό ως το πολιτικοϊδεολογικό όχημα της εμπέδωσης του μικροαστισμού. Οι στρατιές αυτές των εργαζομένων που ήθελαν να αποφύγουν την προλεταριοποίηση αποθέωσαν το ατομικό και οικογενειακό συμφέρον, καθώς και τις πρακτικές που το υπηρέτησαν (αντιπαροχή, καταπατήσεις, πελατειακό σύστημα, φοροδιαφυγή, υπεράσπιση μιας εκπαίδευσης που έδινε πτυχία-εισιτήρια για το κοινωνικό ασανσέρ). Στο πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας, το δημόσιο συμφέρον δεν διαχωριζόταν από το ατομικό-οικογενειακό και δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων. Όλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους τρόπον τινά μετόχους σε μια εταιρεία που λέγεται Ελληνικό Κράτος, το οποίο όφειλε να εξασφαλίζει την αποδοτικότητα των μετοχών τους.
Όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ο Μουζέλης, η συνύπαρξη μιας ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης και ενός πρώιμου κοινοβουλευτισμού οδήγησε στην εμπέδωση συσσωματωτικών και όχι ενσωματωτικών λογικών. Η συλλογική διεκδίκηση συνυπήρχε με το αλισβερίσι πολιτών και πολιτικών, που σκοπό είχε την αμοιβαία αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους. Το μικρό πολιτικό κεφάλαιο-ψήφος εξασφάλισε το μικρό πολιτικό βουλευτικό κεφάλαιο, το οποίο εγγυόταν την αναπαραγωγή και επέκταση του μικροαστικού κεφαλαίου που αποτελούνταν από ένα συνδυασμό σπιτιών, κτημάτων ή επιχειρήσεων, αδειών εκμετάλλευσης και πολιτικών διευκολύνσεων.
Μικροαστικός σοσιαλισμός
Καθώς όμως το μικρό κεφάλαιο άρχισε να νιώθει την ανάσα του μεγάλου κεφαλαίου, προϊόντος του 20ού αιώνα, βασικό συστατικό στοιχείο της μικροαστικής ιδεολογίας έγινε η μαχητική δυσπιστία απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Έκτοτε οι μικροαστοί ζητούσαν επίμονα από το κράτος να τους προστατεύσει όχι τόσο από την ύπαρξη του μεγάλου κεφαλαίου από την οποία άλλωστε επωφελούνταν (δάνεια προς τις μικρές επιχειρήσεις, εισαγωγή τεχνολογικού εξοπλισμού και καινοτομικών πρακτικών), αλλά από την επέκταση του χώρου δραστηριότητάς του. Οποιαδήποτε προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής ή/και εξορθολογισμού της ελληνικής οικονομίας και διοίκησης προσέκρουε στο πολιτικό κόστος που δημιουργούσαν τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα που θεωρούσαν παράγοντα επιβίωσής τους τη διατήρηση της γενικευμένης αδιαφάνειας. Ένα είδος ρηχής αντισυστημικής στάσης (αλλά όχι και συμπεριφοράς) κατέστη κι αυτή μέρος της μικροαστικής ιδεολογίας. Καθώς όμως ο ριζοσπαστισμός των μικροαστικών στρωμάτων τροφοδότησε πολιτικά κυρίως τις προοδευτικές δυνάμεις και όχι τις συντηρητικές, όπως σε άλλες χώρες, θεωρήθηκε -και ακόμα θεωρείται- αξιοποιήσιμο όπλο στη φαρέτρα των πολιτικών δυνάμεων που ευαγγελίζονται τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο μικροαστισμός προβλήθηκε ως μέσο αντίστασης στον αναπτυσσόμενο καπιταλισμό και, ως εκ τούτου, έμπρακτα υποκατέστησε τον ανεύρετο (ή ανεπιθύμητο) σοσιαλισμό ως προοπτική των εργαζόμενων τάξεων στην Ελλάδα.
Ο θρήνος για τη συρρίκνωση των μικροαστικών στρωμάτων και η συνεταιριστική προοπτική
Η ένταξή μας στην ΕΟΚ και κατόπιν στην ΕΕ, η είσοδός μας στη ζώνη του ευρώ και, τέλος, τα αποτελέσματα της παγκόσμιας κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, έθεσαν στον ελληνικό μικροαστισμό διαδοχικά προκλήσεις που φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να αποφύγει ή να αντιμετωπίσει. Από τη μια, οι Έλληνες αγρότες μειώνονται ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού εδώ και πολλές δεκαετίες ακολουθώντας φυσικά τις τάσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο. Από την άλλη, τα μνημόνια εκκαθάρισαν εκατοντάδες χιλιάδες (μικρές κυρίως) επιχειρήσεις. Θα έπρεπε να θρηνήσουμε γι’ αυτό;
Πριν απαντήσω, θα ήθελα να κάνω μερικές παρατηρήσεις. Από το 1960 που μπήκαμε στην ΕΟΚ οι αγρότες ήταν (πλημμελώς) ενήμεροι για τον αυξανόμενο ανταγωνισμό που θα αντιμετώπιζαν προϊόντος του χρόνου από τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Οι Έλληνες αγρότες όμως το μόνο που έκαναν ήταν να ζητούν από το κράτος να τους προστατεύσει σε κάθε περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι βελτιστοποίησαν τον μέσο όρο των εκμεταλλεύσεων χωρίς ωστόσο να προσεγγίσουν ούτε κατά διάνοια τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Είναι αλήθεια ότι έκαναν επενδύσεις σε μηχανήματα χωρίς ωστόσο να εξορθολογίσουν τις δαπάνες τους κάνοντας την απαραίτητη οικονομία κλίμακας με τη βοήθεια των συνεταιρισμών τους. Αποκλειστικά με δική τους ευθύνη κομματικοποίησαν τους συνεταιρισμούς τους και τους απομάκρυναν από παραγωγικούς σκοπούς. Ταυτόχρονα δεν έπαψαν να συμβουλεύουν τα παιδιά τους να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εκμεταλλεύσεις προς χάριν της μετανάστευσης στις πόλεις και της μεταπήδησης σε άλλο επαγγελματικό κλάδο και ει δυνατόν εισοδηματικό στρώμα. Οι νέοι έφευγαν μαζικά και ενθουσιωδώς, όπως συνέβη σε όλο τον κόσμο, με σκοπό μια πιο καλή και ενδιαφέρουσα ζωή στις πόλεις. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στη ραγδαία μείωση και γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και όχι κάποιες πολιτικές «ξεκληρίσματος». Και είναι να απορεί κανείς πώς αριστεροί/ες διανοούμενοι/ες που κατά τα άλλα δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τον αγροτικό τρόπο ζωής και δεν θα γύριζαν για κανένα λόγο στην επαρχία προσπαθούν να διαστρέψουν την πραγματικότητα προσυπογράφοντας τις χαμηλής έντασης κοινοτοπίες που αναμασούν οι αγροτοσυνδικαλιστές.
Η αναγέννηση της υπαίθρου από τη σκοπιά του χειραφετητικού προτάγματος που (θα έπρεπε να) πρεσβεύει η Αριστερά δεν ισούται με τη διατήρηση της μάτσο κουλτούρας του άντρα που δουλεύει τη γη και βρίθει από ρατσιστικά και σεξιστικά στερεότυπα. Μόνο η ισότιμη ένταξη των νέων γυναικών στο αγροτοδιατροφικό παραγωγικό σύμπλεγμα μπορεί να κάνει τη ζωή στην ύπαιθρο ενδιαφέρουσα. Όμως οι γυναίκες δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν ισότιμα και ενθουσιωδώς (όχι δηλαδή από ανάγκη), αν η παραγωγή δεν διαθέτει διοικητικό, βιοτεχνικό, τουριστικό και διαφημιστικό κομμάτι, στα οποία οι γυναίκες μπορούν να διαπρέψουν (βλέπε π.χ. την επιτυχία των γυναικείων συνεταιρισμών). Οι αγρότες όμως θέλουν να συνεχίσουν να παράγουν απλώς πρώτες ύλες και να αναζητούν τον πιο συμφέροντα έμπορο για να τους τις διοχετεύσει στην αγορά. Ούτε θέλουν να συνεταιριστούν, ούτε να μπλέξουν με επιχειρηματικά σχέδια που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να παρακάμψουν τους μεσάζοντες και/ή να μεταποιήσουν το προϊόν τους αντλώντας υπεραξία.
Εδώ ακριβώς τίθενται μερικά αμείλικτα ερωτήματα: γιατί ευθύνεται κάποιος άλλος για την απροθυμία των αγροτών να συνεργαστούν; Ποια προοπτική γεννά η προστασία της μικροαστικής τους νοοτροπίας; Γιατί επίσης θεωρούμε ότι το αγροτικό εισόδημα πρέπει να είναι εξασφαλισμένο ανεξαρτήτως του μεγέθους της αγροτικής εκμετάλλευσης, της εργασίας και των επιλογών των αγροτών; Κατόπιν όλων αυτών, δεν ξέρω αν πρέπει να θρηνούμε για τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού, είναι ωστόσο σαφές ότι αφενός η μείωση προέκυψε από τις επαγγελματικές επιλογές του καθενός και της καθεμιάς που δεν ήθελαν να γίνουν ή να συνεχίσουν να είναι αγρότες και αφετέρου η μείωση είναι αναπόφευκτη, καθώς οι αγρότες στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι πάνω από 50 χρονών. Η αλλαγή του μοντέλου αγροτικής παραγωγής στη χώρα μας εναπόκειται στους νέους αγρότες και σε όσους/ες αποφασίσουν να ασχοληθούν με τη γεωργία με άλλους όρους, σαν αυτούς που περιέγραψα παραπάνω.
Όσον αφορά τώρα τη μικρο-επιχειρηματικότητα, έχω να παρατηρήσω το εξής: δεν γνωρίζω άλλη χώρα όπου όλα τα ισόγεια όλων των πολυκατοικιών όλων των δρόμων όλων των πόλεων να είναι καταστήματα που πουλάνε αναγκαστικά τα ίδια πράγματα σε εξίσου αναγκαστικά «τσιμπημένες» τιμές (γιατί αλλιώς δεν βγαίνουν). Πιστεύει κανείς ότι αυτό είναι βιώσιμο ή χρήσιμο; Όλοι σε αυτήν τη χώρα ήθελαν να γίνουν μαγαζάτορες.
Πιστεύει επίσης κανένας ότι χρειαζόμαστε τόσους πολλούς δικηγόρους, για να πάρω απλώς ένα παράδειγμα; Προοδευτικό αίτημα είναι να έχουν δουλειά όλοι αυτοί οι δικηγόροι ή να κάνουμε τις διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης πιο απλές και φτηνές και άρα να πλήξουμε κι άλλο το εισόδημα των δικηγόρων; Οι δικηγόροι εν τω μεταξύ μπορούν να δημιουργήσουν συνεταιριστικά γραφεία ή να δουλεύουν ως υπάλληλοι σε υπαλληλικά γραφεία. Δεν το θέλουν, γιατί θέλουν να φέρουν τον τίτλο του μάχιμου δικηγόρου, να έχουν το δικό τους γραφείο ή να λογίζονται “συνεργάτες” εδραιωμένων στην πιάτσα δικηγόρων. Αυτά όμως είναι προσωπικές επιλογές και όχι μαχητά αιτήματα για την κομμουνιστική αριστερά. Μαχητό αίτημα επίσης μπορεί να είναι η σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα, όχι η υπεράσπιση του ενδημικού στους κόλπους των ελεύθερων επαγγελματιών φαινομένου της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, που τους επέτρεψε στα χρόνια της ανάπτυξης να ζουν πολύ καλύτερα από την πλειοψηφία των εργαζομένων.
Συνεταιριστικός σοσιαλισμός
Κοντολογίς, αν ‒ήδη από τη δεκαετία του ’80, όπως έλεγε ο Ελεφάντης‒ «από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, το ΠΑΣΟΚ μας αφήνει αδιάφορους», θεωρώ ότι αυτό ισχύει ακριβώς γιατί «από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, ο μικροαστισμός (πρέπει να) μας αφήνει αδιάφορους». Ωστόσο, ο μικροαστισμός δεν στερείται εφοδίων χρήσιμων στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η σχετική αυτονομία που απολαμβάνει ένας αγρότης ή ένας ελεύθερος επαγγελματίας όσον αφορά τις επαγγελματικές επιλογές του, καθώς και η δουλειά χωρίς άνωθεν επιβεβλημένο ωράριο και αφεντικό, τροφοδοτεί με χρήσιμες, για μια εναλλακτική προοπτική, αναπαραστάσεις, συναισθήματα και προσανατολισμούς. Το αν θα ενισχυθούν βέβαια αυτά τα στοιχεία ή τα στοιχεία της θεοποίησης της ατομικής περιουσίας και σταδιοδρομίας είναι κάτι το οποίο εναπόκειται σε προσωπικές και συλλογικές επιλογές.
Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια κοινωνία με μπλοκαρισμένο φαντασιακό, όπου αδυνατούμε να αναλάβουμε τις μέριμνες, τις πειθαρχίες και τα κόστη των μεγαλεπήβολων ιδεών μας, γι’ αυτό περιοριζόμαστε de facto σε αγώνα οπισθοφυλακής, προκειμένου «να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται». Είναι αλήθεια ότι είχαμε δομική ανεργία πριν από την κρίση. Είναι αλήθεια ότι η τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων 40 χρόνων αφαιρεί συστηματικά θέσεις εργασίας. Είναι αλήθεια ότι, περνώντας από την εποχή του έθνους-κράτους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό (χωρίς κομμουνιστικό αντίπαλο), οι καπιταλιστές έχουν αντιστρέψει τον εργατικό εκβιασμό («δώσε μου αυτό που θέλω, γιατί θα απεργήσω και δεν μπορείς να με απολύσεις») σε εργοδοτικό εκβιασμό («δώσε μου αυτό που θέλω, γιατί και να απεργήσεις θα σε απολύσω ή θα ψάξω αλλού για φτηνότερο και πιο πειθήνιο εργατικό δυναμικό»). Ωστόσο το ότι δεν μπορούμε πλέον να εκβιάσουμε τους καπιταλιστές, παρά μόνο να τους αντικαταστήσουμε, δεν σημαίνει ότι πρέπει να μπούμε στην προοπτική των μικροαστών, σημαίνει ότι πρέπει να μπούμε στην προοπτική της κοινωνίας των συνεταιρισμένων παραγωγών. Γιατί ο σοσιαλισμός ή θα είναι συνεταιριστικός ή δεν θα υπάρξει.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου.