Γκέοργκ Ζίμμελ, Ζίγκφριντ Κρακάουερ, Βάλτερ Μπένγιαμιν: τρεις πρωτοπόροι Γερμανοί στοχαστές του πρώιμου 20ού αιώνα που άνοιξαν σημαντικούς δρόμους για την εννοιολόγηση και τη μελέτη της νεωτερικότητας. Με το δικό του τρόπο ο καθένας, αλλά και με πολλά κοινά σημεία και εμφανείς συγγένειες, φώτισαν την εμπειρία της σύγχρονης αστικής ζωής, διερεύνησαν τη δυτική μητρόπολη ως τον κατεξοχήν τόπο της νεωτερικότητας, ανέλυσαν τις νέες μορφές της κουλτούρας, τόσο στις μοντερνιστικές εκφάνσεις της, όσο και στη μαζικοποιημένη εκδοχή της, και επηρέασαν βαθιά τον τρόπο που σκεφτόμαστε πλέον το νεωτερικό υποκείμενο στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Και οι τρεις εντοπίζουν την πηγή της νέας, μητροπολιτικής, κουλτούρας σ’ αυτό που ο Μπωντλαίρ χαρακτηρίζει ως «μοντέρνο», δηλαδή «(σ)το εφήμερο, το φευγαλέο, το συγκυριακό». Και οι τρεις στρέφονται στην ανάλυση του καπιταλισμού –στην εγκαθίδρυση μιας οικονομίας του χρήματος, στον εξορθολογισμό του κεφαλαίου και στον φετιχισμό του εμπορεύματος– ως γενεσιουργού αιτίας της νέας μητροπολιτικής εμπειρίας. Κοινό είναι και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για τη θεωρία της κουλτούρας και την πολιτισμική κριτική, αλλά και για την ανάπτυξη μιας κοινωνικής θεωρίας του χώρου και του δομημένου περιβάλλοντος. Πίσω απ’ τους τρεις, θα ανακάλυπτε αναπόφευκτα κανείς, πέρα από τον Μπωντλαίρ, τον Μαρξ και τον Νίτσε.
Κι αν ο Μπένγιαμιν, πολυμεταφρασμένος και πολυδιαβασμένος στα καθ’ ημάς, αποτελεί σχεδόν αναπόφευκτη αναφορά για μελετητές πολλών γνωστικών κλάδων, η έκδοση το 2017 της «Μητροπολιτικής αίσθησης» του Γκέοργκ Ζίμμελ και της «Γραφομηχανούλας» του Ζίγκφριντ Κρακάουερ προσφέρουν στον αναγνώσ τη τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με το έργο των άλλων δύο, λιγότερο μεταφρασμένων και γνωστών στο ελληνικό κοινό.
Georg Simmel, “Μητροπολιτική αίσθηση”, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, εκδόσεις Άγρα, 2017
Ζίγκφριντ Κρακάουερ/ Φρίντριχ Νίτσε, “Η γραφομηχανούλα – Nietzsche ex machina”, μτφρ. Νικήτας Σινιόσογλου, εκδόσεις Κίχλη, 2017
Τα δύο δοκίμια που περιέχει η «Μητροπολιτική αίσθηση» (σε πολύ καλή μετάφραση της Ιωάννας Μεϊτάνη) μαζί με την εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή του Φιλίπ Σιμαί αποτελούν μια εξαιρετικά πυκνή και ταυτοχρόνως πλήρη παρουσίαση της σκέψης του πρωτοποριακού Γερμανού κοινωνιολόγου, ένα είδος μανιφέστου για μια αισθητηριακή ανάγνωση της πόλης. Προδρομικός μελετητής της νεωτερικότητας και θεμελιωτής μιας κοινωνιολογίας του χώρου, ο Ζίμμελ θα ασχοληθεί με τη μητρόπολη ως κατεξοχήν επικράτεια της νεωτερικής συνθήκης. Θα γράψει για τη μόδα αλλά και το χρήμα, θα ενδιαφερθεί για τα μικρά και καθημερινά, γι’ αυτά που πριν περνούσαν απαρατήρητα αλλά τώρα ρίχνουν φως στη διαμόρφωση της συνείδησης του νεωτερικού υποκειμένου, αντανακλώντας τους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς.
Το πρώτο δοκίμιο, υπό τον τίτλο «Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης» αποτελεί το κείμενο ομιλίας που έδωσε ο Ζίμμελ το 1902, ενώ το δεύτερο, η «Κοινωνιολογία των αισθήσεων», έρχεται να το συμπληρώσει πέντε χρόνια μετά. Με αφετηρία και παράδειγμα το Βερολίνο των αρχών του αιώνα, ο Ζίμμελ γράφει για το νέο υποκείμενο που αναδύεται μέσα στη σύγχρονη μεγαλούπολη, για την διανοητικοποίηση της ζωής του, για την ανάγκη του να επιστρατεύσει νέες δεξιότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει το σοκ των ασυνεχειών στο χώρο και το χρόνο, μια εμπειρία θραυσματική και έναν βίο ξεριζωμένο από οικείες συναισθηματικές αναφορές. Ο άνθρωπος της μεγαλούπολης γίνεται επιφυλακτικός και μπλαζέ, η αδιαφορία και η απάθεια τον βοηθούν να προστατεύσει την ατομικότητά του από το πλήθος ετερόκλητων και αιφνίδιων ερεθισμάτων. Μέσα από την ανάλυση του Ζίμμελ, διαγράφεται καθαρά η τάση της σύγχρονης ζωής προς την αντικειμενικότητα και την αντικειμενοποίηση, προς τον υπολογισμό και την αποπροσωποποίηση, προαναγγέλλοντας, θα έλεγε κανείς, τον «υπολογιστικό εαυτό» μεταγενέστερων θεωρητικών προσεγγίσεων. Υπερ-ερεθιζόμενες, οι αισθήσεις χάνουν σε αντιληπτικότητα και στρέφονται κυρίως προς την έκφραση αρέσκειας και απαρέσκειας. Το δεύτερο δοκίμιο, μια εισαγωγή σε μια κοινωνιολογία των αισθήσεων ουσιαστικά, διερευνά τη σχέση μεταξύ των κοινωνικών συνθηκών και των μορφών αντίληψης. Η όραση, η ακοή και η όσφρηση δημιουργούν διαφορετικές σχέσεις και δεσμούς μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων, καθώς το μητροπολιτικό περιβάλλον οξύνει την ευαισθησία και την υποτάσσει σε νέα δεδομένα. Η πρωτοκαθεδρία της όρασης μας οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου υποκειμένου, του θεατή που ρουφά άπληστα νέα ερεθίσματα και εντυπώσεις, μια εκδοχή του μπωντλερικού flâneur, που θα γίνει κεντρικό θέμα στο στοχασμό του Μπένγιαμιν λίγα χρόνια αργότερα.
Τεχνολογία της γραφής και τεχνολογία εαυτού
Στον μικρό τόμο που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις Κίχλη, το κείμενο του Ζίγκφριντ Κρακάουερ «Η γραφομηχανούλα» συναντιέται με έξι επιστολές κι ένα ποίημα του Φρίντριχ Νίτσε για τη «γραφόσφαιρα», τη δική του γραφομηχανή. Η ευφυής αυτή συνύπαρξη δεν φωτίζει μόνο διανοητικές σχέσεις και επιρροές, δημιουργεί συγχρόνως έναν κόσμο μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας ως απεικόνιση και σχολιασμό της νεωτερικής συνθήκης. Ο Κρακάουερ, εξαιρετικός αναλυτής του φαινομένου του ολοκληρωτισμού, πρωτοποριακός κριτικός κινηματογράφου, αλλά και μελετητής της αναδυόμενης τάξης των υπαλλήλων γραφείου, γράφει εδώ ένα μικρό διήγημα, όπου περιγράφει με ερωτικούς όρους τη σχέση του αφηγητή με τη νεοαποκτηθείσα γραφομηχανή του. Αυτό το πέρασμα από το χειρόγραφο στη γραφομηχανή δεν σχολιάζει μόνο τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η τεχνολογία στη γραφή, αλλά και στην ίδια τη συγκρότηση του εαυτού. Εκεί που πριν αυτός που έγραφε ήμουν εγώ, το δικό μου χέρι, τώρα υπάρχει μια διαμεσολάβηση, ένα ξένο «σώμα». Η τεχνολογία της γραφής γίνεται τεχνολογία εαυτού. Η ερωτική εμμονή οδηγεί τον αφηγητή αρχικά στην κοινωνική απομόνωση αλλά και στην αδιαφορία για το περιεχόμενο των γραπτών του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ίδια η πράξη της γραφής, στην καθαρή τεχνική της διάσταση, με άλλα λόγια στο χτύπημα των πλήκτρων, αλλά και σε μια καθαρά αισθητική, αποκαθαρμένη από νόημα. Όταν η γραφομηχανούλα θα αρρωστήσει, η εισβολή του τεχνικού θα υπενθυμίσει στον ερωτοχτυπημένο γραφιά την πραγματικότητα, τον αποπροσωποποιημένο κόσμο στον οποίο ζει, τον κόσμο της μηχανικής αναπαραγωγής και του εφήμερου και αντικαταστάσιμου χαρακτήρα των σχέσεων με τα πράγματα, δυνάμει και με τα πρόσωπα. Τη μηχανή πλέον τη χειρίζεται σαν αντικείμενο, όπως γράφει, και επιστρέφει στον κοινωνικό συγχρωτισμό και στην αναζήτηση χαμερπών ηδονών. Το ίδιο πάθος με τη γραφομηχανή, τη δική του «γραφόσφαιρα», θα αναπτύξει και ο Νίτσε, όπως το καταγράφει στις επιστολές του. Η ταραγμένη ψυχική υγεία του θα βρει στη γραφομηχανή ένα ιδανικό αντικείμενο προβολής, ή όπως λέει ο ίδιος «η γραφομηχανή με συναρπάζει κατ’ αρχάς περισσότερο απ’ όλα τα γραπτά». Και πάλι μια βλάβη της μηχανής θα καταστήσει αναγκαία την παρέμβαση ενός τρίτου, όχι όμως με τα ίδια συναισθηματικά αποτελέσματα. Η ταύτιση του Νίτσε με τη γραφομηχανή θα τον οδηγήσει να γράψει «Η γραφόσφαιρα είναι ένα πράγμα σαν κι εμένα από ατσάλι / κι ωστόσο εύκολα στραπατσάρεται κυρίως στα ταξίδια». Ο νεωτερικός άνθρωπος-μηχανή είναι εδώ ήδη παρών και ευάλωτος.
Ο Νικήτας Σινιόσογλου δεν έχει απλώς μεταφράσει εξαιρετικά το χρονογράφημα του Κρακάουερ και τις επιστολές και το ποίημα του Νίτσε. Στην πραγματικότητα έχει δημιουργήσει αυτό το μικρό βιβλιαράκι επιλέγοντας προφανώς τα κείμενα αλλά και το φωτογραφικό υλικό και το έχει συνοδεύσει με μια ποιητική εισαγωγή όπου συνδέει όχι μόνο τους δύο συγγραφείς, αλλά και ρίχνει τη γέφυρα που θα ενώσει τη flânerie στους δρόμους της πόλης με τις ασυναίσθητες παρεκβάσεις της γραφής. Ή όπως το λέει ο Νίτσε σε κάποιο από τα ποιήματα που γράφει στη «γραφόσφαιρα»: «Δεν γράφω μόνο με το χέρι / το ποδάρι πάντα θέλει να συν-γράφει».
Η μετανεωτερική συνθήκη
Η «Μητροπολιτική αίσθηση» και η «Γραφομηχανούλα» δεν είναι μόνο δύο απολαυστικά αναγνώσματα που μας φέρνουν σε επαφή με τη σκέψη δύο πρωτοπόρων στοχαστών της νεωτερικότητας, είναι απολύτως χρήσιμα και καίρια για το στοχασμό για τη σημερινή μετανεωτερική ή ίσως και μετα-μετανεωτερική συνθήκη. Η γραφομηχανούλα του Κρακάουερ δεν έχει γίνει απλώς ηλεκτρονικός υπολογιστής αλλά και μια νέα δυνατότητα κοινωνικής επαφής και δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων. Η περιπλάνηση στη νεωτερική μεγαλούπολη βρίσκει το αντίστοιχό της στο ατελείωτο σερφάρισμα στον κυβερνοχώρο, όπου τα ερεθίσματα γίνονται ακόμη πιο καταιγιστικά, ακόμη πιο ασύνδετα, ακόμη πιο απρόσωπα. Ο ρόλος των αισθήσεων αλλάζει. Το βλέμμα που δεν μπορεί να πάρει αν δεν δώσει (στην ποιητική ανάλυση της όρασης του Κρακάουερ) αποκτά πλέον νέα πεδία εμπειρίας. Νέες τεχνολογίες και νέες κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνουν διαρκώς νέα υποκείμενα και συνειδήσεις.
Έφη Γιαννοπούλου