Macro

Πόθεν το κοινόν άσμα «Μακεδονία ξακουστή»

Ε​​πειδή γνώση δίχως ανάγνωση, στον κόσμο της γραφής όπου κατοικούμε, δεν γίνεται, ξανακοιτάζω την «Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833» του Απόστολου Βακαλόπουλου (Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1988). Εισαγωγή, παράγραφος πρώτη: «Με τον όρο “Μακεδονία” δεν εννοώ μόνο την ελληνική (Νότια) Μακεδονία ή την αυτόνομη (βόρεια) γιουγκοσλαβική, αλλά την “μείζονα” έκταση που είχε περίπου η χώρα αυτή κατά την αρχαιότητα, έκταση που συμπίπτει σχεδόν με την αντίστοιχη της εποχής των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας. Αν λαμβάνω υπ’ όψη μου τις ακραίες αυτές χρονικά εποχές, το κάνω γιατί κατά τους μέσους χρόνους ο γεωγραφικός όρος Μακεδονία είναι αόριστος, και στους βυζαντινούς συγγραφείς γενικά –χωρίς να μνημονεύουμε βέβαια τις εξαιρέσεις– σημαίνει συχνά το μεγαλύτερο τμήμα της Αλβανίας, την Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρουμελία της τουρκοκρατίας) ή την σημερινή Νότια Βουλγαρία, συχνά και την σημερινή Θράκη».
Μύλος; Οπως και να ’χει, με το «περίπου», το «σχεδόν» και το «αόριστος γεωγραφικός όρος» ο ιστορικός προειδοποιεί ότι κινούμαστε σε επισφαλές έδαφος. Και με την υποσημείωσή του για τη λέξη «γιουγκοσλαβική» του κειμένου του μας δείχνει καθαρά ότι το ίδιο όνομα μπορεί να αλλάζει νόημα κατά τον χρήστη του: «Από νωρίς πολλοί Σλάβοι χρησιμοποιώντας τον όρο “Μακεδονία” αναφέρονται κυρίως στην Βόρεια Μακεδονία, την πέρα από την σημερινή ελληνική Μακεδονία, από την οποία χωρίζεται με υψηλούς βορεινούς όγκους. (Βλ. π.χ. τον C. Jirecek, Geschichte der Bulgaren, Prag 1876, σ. 510, 577, όπου χρησιμοποιεί τον όρο “Μακεδονία” με την έννοια Βόρεια Μακεδονία)».

Το 1988 λοιπόν, τέσσερα χρόνια πριν συλλαλητηρίων, ο Απόστολος Βακαλόπουλος (1909-2000), συγγραφέας και της εξάτομης «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού», που οδήγησε αρκετούς να τον αποκαλούν «νέο Παπαρρηγόπουλο» ή «εθνικό ιστοριογράφο», γράφει και υπογράφει ένα αυτονόητο που η αμάθεια, η λαϊκιστική προπαγάνδα και ο καπηλικός εθνικισμός το εκτόπισαν από τα αυτονόητα και το κατέταξαν στα εθνικώς αδιανόητα, ανάρμοστα και ανήθικα. Οτι δηλαδή η Μακεδονία, επιστημονικά, γεωγραφικά, ιστοριογραφικά, δεν είναι μία και δεν είναι όλη ελληνική, κι ας επιμένουν τα συνθήματα σε γήπεδα, ναούς και συλλαλητήρια. Υπάρχει η Νότια Μακεδονία, η ελληνική, και η Βόρεια. Η Κάτω και η Ανω, όπως επίσης τις αποκαλεί ο Βακαλόπουλος.

 «Τα μέρη αυτά της Μακεδονίας», διαβάζουμε αράδες γραμμένες όταν η Γιουγκοσλαβία ήταν ενιαία, «κατέχονται σήμερα από την Ελλάδα, την Γιουγκοσλαβία και την Βουλγαρία. Με την έκταση σχεδόν αυτή περιγράφεται η Μακεδονία στα βιβλία των ευρωπαίων περιηγητών κατά τους τελευταίους αιώνες. Οι περιοχές των Σκοπίων (Skopje) και Τέτοβο δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μέρη της Μακεδονίας, αλλά της παλαιάς Σερβίας, όπως παρατηρούσε κιόλας στα 1907 ο επιφανής Σέρβος ανθρωπογεωγράφος και πατριώτης J. Cvijic». Παρ’ όλ’ αυτά, εξηγεί ο ιστορικός, «στον βορειοδυτικό χώρο της “μείζονος” Μακεδονίας περιλαμβάνω –ακολουθώντας τη σύγχρονη πραγματικότητα– και τα Σκόπια, που ουσιαστικά βρίσκονται έξω από αυτήν». Τα Σκόπια που, όπως έγραφε ο Τούρκος γραμματικός του 17ου αιώνα Χατζή Κάλφα και μνημονεύει ο Βακαλόπουλος, «στην αρχαιότητα ονομάζονταν η “νύφη της Ελλάδος”!»

Ανω και Κάτω Μακεδονία λοιπόν. Βόρεια και Νότια. Που σημαίνει το πολύ απλό: Η ελλαδική Μακεδονία είναι οπωσδήποτε ελληνική, αλλά μόνο η ελλαδική. Δεν συντρέχει λοιπόν κανένας άλλος λόγος πλην της υποκρισίας να λένε «η Μακεδονία ΜΑΣ» οι πολιτικοί, οι πολιτικάντηδες, οι πολιτευόμενοι ιεράρχες και οι «διοργανωτές μαχητικών events» και –αίφνης– συλλαλητηρίων. Ακριβώς όπως δεν συντρέχει λόγος να λένε «η Πελοπόννησός ΜΑΣ» ή «η Στερεά Ελλάδα ΜΑΣ».

Εχει πάντως τεράστιο ενδιαφέρον για την ιστορική μας αυτογνωσία, αν την αντέχουμε, το πώς έγινε ελληνική η ελλαδική Μακεδονία: με πολέμους, ανταλλαγές πληθυσμών, ρητές ή άρρητες απαγορεύσεις όσον αφορά τη χρήση άλλων γλωσσών, πέρα από την ελληνική, απαγόρευση ακόμα και μουσικών οργάνων, λ.χ. της γκάιντας. Γιατί; Μα επειδή, σύμφωνα με την εθνικώς ορθή αδαημοσύνη και μικρότητα, η γκάιντα υποδήλωνε ανθελληνισμό και φιλοβουλγαρισμό. Γι’ αυτό και την τσάκιζαν οι χωροφύλακες, εισβάλλοντας σε σπίτια «υπόπτων για εθνική μειοδοσία» ή διαλύοντας πανηγύρια. Πράγμα που μάλλον δεν το θυμάται, ή δεν το αξιολογεί σαν σοβαρό, ο Μίκης Θεοδωράκης, παρότι άνθρωπος της μουσικής, εκτός από πατέρας της εσβεσμένης «Σπίθας».

Και επειδή ο λόγος περί μουσικής, για να μάθω για το «Μακεδονία ξακουστή», που εκπαίδευσε στο βλακώδες μίσος σειρές και σειρές φαντάρων μας, ανοίγω άλλο βιβλίο, του 2016, μάλλον «ανθελληνικό», αφού μιλάει για πράγματα που το εθνικώς φρόνιμο θα ήταν να τα περιλάβει η σιωπή στη δικαιοδοσία της, ας πούμε για την επινόηση παράδοσης. Παραθέτω από το βιβλίο της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια): «Στις μέρες μας, οι περισσότερες παραστάσεις ή ανεπίσημες παρουσιάσεις μακεδονικών χορών που πραγματοποιούνται στη Μακεδονία ή σε υπερτοπικό επίπεδο συμπεριλαμβάνουν –και συχνά ανοίγουν– με το καθιερωμένο πια τραγούδι και χορό “Μακεδονία ξακουστή”. […]

Σε εθνικό πλαίσιο, αυτό το τραγούδι έχει λάβει διαστάσεις ύμνου της μακεδονικότητας. […] η διερεύνηση του συγκεκριμένου μουσικού και χορευτικού συνόλου έδειξε ότι πρόκειται για το πιο ηχηρό παράδειγμα πολιτισμικής κατασκευής. […] Πρώτον, μουσικολογικά δεν πρόκειται για “παραδοσιακή” μελωδία. Δεύτερον, κινησιολογικά, το χορευτικό βήμα παρουσιάζει έλλειμμα εντοπιότητας, δημιουργικής φαντασίας και “αυθεντικότητας”. Τρίτον, μορφολογικά, ο στίχος δεν παραπέμπει στις συμβάσεις του δημοτικού τραγουδιού. Τέλος, τέταρτον, το περιεχόμενο του στίχου επίσης διαφέρει από αυτό των δημοτικών τραγουδιών και είναι καθαρά εθνικιστικού χαρακτήρα».

Αν τους κακότεχνους στίχους του τραγουδιού τους έφτιαξε όντως κάποιος δάσκαλος (σαν μετωνυμία του εκπαιδευτικού συστήματος), δεν έχει αποδειχθεί. Η μουσική του πάντως, κατά τον μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη, αντλεί από σεφαραδίτικο τραγούδι, που δημιουργήθηκε για τα εγκαίνια του πρώτου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, το 1873. Η προσέγγιση του Δραγούμη, τονίζει η Ρόμπου-Λεβίδη, «δείχνει ότι μια μελωδία που πρωτοακούστηκε στην πολυεθνοτική Θεσσαλονίκη του τέλους του 19ου αιώνα επικράτησε σταδιακά στο συγκεκριμένο αστικό κέντρο της Μακεδονίας και παρείχε το βασικό υλικό για τη διαμόρφωση ενός μουσικού, στιχουργικού και χορευτικού συνόλου που αντιμετωπίστηκε από τα πάνω σαν υποσχόμενο σύμβολο της φαντασιακής μακεδονικότητας και ελληνικότητας». Και αυτή η μουσική πτυχή θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποιον από τους πολλούς πολιτικούς εαυτούς του τέλος πάντων.

Παντελής Μπουκάλας

Πηγή: Καθημερινή