Οι αντιδράσεις ενάντια στις εμπορικές συμφωνίες ‘νέας γενιάς’ (TTIP, TTP, CETA, TiSA) είχαν ως αποτέλεσμα την ενημέρωση των πολιτών σχετικά με ένα από τα πλέον καλοστημένα σχέδια το οποίο επανέρχεται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες με ιδιότητες χαμαιλέοντα. Ο πυρήνας παραμένει πάντα ο ίδιος: η περαιτέρω αναδιανομή χρήματος και εξουσίας υπέρ των αγορών με θεσμικές εγγυήσεις. Πρόκειται για ένα αίτημα που η οικονομική σφαίρα προβάλει εκβιαστικά προς την πολιτική, απαιτώντας από την τελευταία να αποδεχτεί την ήττα της στο παιχνίδι ισορροπίας ανάμεσά τους. Μία ισορροπία που συνιστά προϋπόθεση για τη δημοκρατία.
Η περίπτωση Μπαρόζο, για παράδειγμα, ο οποίος μετά τη λήξη της θητείας του ως Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσελήφθη σε θέση συμβούλου από την Goldman Suchs, βρήκε το δρόμο της στα ΜΜΕ και έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Ωστόσο, η πρακτική της πρόσληψης πρώην ευρωπαίων επιτρόπων, ευρωβουλευτών, κυβερνητικών στελεχών κλπ από κολοσσιαίες πολυεθνικές εταιρείες ή τράπεζες ως συμβούλων έχει γενικευτεί και κλιμακώνεται επικίνδυνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να βρίσκονταν και προηγούμενα σε τέτοιου τύπου πόστα και το πέρασμά τους από πολιτικές θέσεις που συνδέονται με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος να ήταν απλά άλλο ένα project που έπρεπε να διεκπεραιώσουν. Πάντα με το αζημίωτο.
Τα δημόσια αξιώματα και η δημόσια διοίκηση ως περιστρεφόμενη πόρτα δεν είναι κάτι καινούργιο. Το καινούργιο είναι ότι τείνει να γίνει το κυρίαρχο παράδειγμα στην κορυφή της πυραμίδας και ο βασικός τρόπος με τον οποίο ‘γίνονται οι δουλειές’. Αν η πολιτική σφαίρα δεν εξαρτάται πλέον από την άντληση πολιτικής νομιμοποίησης από την εκλογική βάση και τα κοινωνικά στρώματα με τα οποία συνδέεται προκειμένου να συντηρηθεί και αναπαραχθεί, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Ο Τραμπ με την εκλογή του ως Προέδρου των ΗΠΑ συμπύκνωσε όλα τα παραπάνω. Ως άνθρωπος της αγοράς και του μεγάλου πλούτου εκλέχτηκε και ως τέτοιος κυβερνάει. Μέσα από περίπλοκες διαδρομές και εντυπωσιακές καραμπόλες –όπως συνήθως συμβαίνει στην πολιτική- η εκλογή του αθροιζόμενη με το ιδιαίτερα δυναμικό κίνημα κατά της ‘νέας γενιάς’ εμπορικών συμφωνιών, έφερε ως αποτέλεσμα την παύση των εργασιών για την ΤΤΙΡ και την ΤΡΡ. Οι κλιμακωτές αντιδράσεις που προκαλούνται από την αλλαγή δόγματος στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι τεκτονικής γεωπολιτικής σημασίας και είναι σαφές ότι όλοι οι παίκτες επανατοποθετούνται στο χάρτη αυτή την περίοδο. Θεμελιώδες αξίωμα της νέας εποχής στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι η απεμπλοκή από οποιουδήποτε τύπου διεθνή συμφωνία –από τη συμφωνία για το κλίμα, έως την ΤΡΡ – συνεπάγεται δεσμεύσεις και κανονιστικό πλαίσιο ή η επαναδιαπραγμάτευσή τους με τον ίδιο στόχο (πχ NAFTA). Οι ΗΠΑ επιστρέφουν στις διμερείς εμπορικές συμφωνίες αξιοποιώντας τη διαπραγματευτική ισχύ τους σε κάθε περίπτωση είτε ανά χώρα, είτε ανά θεματική (πχ ηλεκτρονικό εμπόριο). Αυτόματα όλες οι άλλες δυνάμεις ακολούθησαν την ίδια στρατηγική.
Η απόσυρση των ΗΠΑ από την ηγετική θέση στον τομέα του παγκόσμιου εμπορίου μέσω των mega συμφωνιών που κάλυπταν 80 χώρες και τα 2/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, δεν σήμανε σε καμία περίπτωση την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Αντίθετα, η Κομισιόν έχει ξεκινήσει να διαπραγματεύεται ή να κλείνει διμερείς συμφωνίες με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, χώρες της MERCOSUR, νοτιοανατολικές ασιατικές χώρες κ.α. με μεγάλες ταχύτητες. Η ίδια κινητικότητα παρατηρείται και στην Κίνα, αλλά και σε όλους τους παγκόσμιους παίχτες. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για συνθήκες που έρχονται να διευρύνουν μία υπάρχουσα συμφωνία η οποία πραγματικά καλύπτει εμπορικά ή δασμολογικά θέματα. Μία ματιά στα εναρκτήρια κείμενα των διμερών διαπραγματεύσεων καθιστά σαφές ότι πλέον πρόθεση είναι να περάσει το σχέδιο θεσμικών αλλαγών υπέρ των πολυεθνικών εταιρειών που προέβλεπαν οι mega συμφωνίες (ΤΤΙΡ, ΤΡΡ) μέσω των διμερών συμφωνιών. Η ΤΤΙΡ και η ΤΡΡ μπορεί να φρέναραν, αλλά η λογική τους εγκαταστάθηκε στο matrix αυτού που συνιστά σήμερα εμπορική συμφωνία.
Όπως οι ίδιοι οι ειδικοί στο διεθνές εμπορικό δίκαιο διαπιστώνουν, τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του εμπορίου διαρκώς διευρύνεται αγγίζοντας θέματα που δεν έχουν να κάνουν με το εμπόριο ή την οικονομία, αλλά με την ίδια τη δημοκρατία και τα δικαιώματα. Η τεχνικοσυβιλλική διάλεκτος, τα δαιδαλώδη νομικά κείμενα, και η γραφειοκρατία των ατελείωτων λαβυρίνθων συνιστούν το τέλειο όχημα προκειμένου να περάσουν αλλαγές πχ στη δικαιοσύνη ή στη διαδικασία του νομοθετικού έργου που διαφορετικά θα γίνονταν ευκολότερα αντιληπτές και οι αντιδράσεις θα ήταν αναλογικά μεγαλύτερες και ισχυρότερες.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός είναι έρμαιο των αντιφάσεών του και ενώ το σχέδιο είναι συμφωνημένο τα αντικρουόμενα συμφέροντα -όπως και αυτό που στην στρατηγική σκέψη ονομάζεται ‘τριβή της πραγματικότητας’- έχουν ως αποτέλεσμα πολλαπλούς και αντικρουόμενους σχεδιασμούς. Ο Τραμπ διαπιστώνοντας το τεράστιο έλλειμμα των ΗΠΑ στο ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών αντιδρά, με επιχειρηματικούς και μόνο όρους, σε ένα δεδομένο που εμπίπτει στον αντιληπτικό του ορίζοντα. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις εισαγωγές από την Κίνα, αλλά και από τη Γερμανία όπου εκεί αφορά κυρίως προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το 2016 η Γερμανία άγγιξε το ρεκόρ εξαγωγών της που έφτασαν το 1,2 τρις, ενώ οι εισαγωγές παρέμειναν στα 954 δις. Προφανώς τα παραπάνω συνδέονται με το ισχυρό δολάριο, όπως και με το επισήμως διατυπωμένο αίτημα του Τραμπ να αναλάβει η Γερμανία τις ευθύνες χρηματοδότησης που της αντιστοιχούν απέναντι στο ΝΑΤΟ. Επιδίωξη των ΗΠΑ πλέον είναι τα λεφτά να μένουν στη χώρα, να μειωθούν οι εισαγωγές και η κατανάλωση να καλύπτεται από την εγχώρια προσφορά κάτι που συνεπάγεται και περισσότερες θέσεις εργασίας .
Όλα τα παραπάνω υπήρξαν πυλώνας των προεκλογικών εξαγγελιών του Τραμπ. Με αυτά τα δεδομένα είναι απολύτως λογικό να μην επιθυμεί να ανοίξει την αγορά των ΗΠΑ μέσω της ΤΤΙΡ σε ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες κολοσσούς που για πρώτη φόρα θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν σε όλους τους τομείς της αγοράς και να χτυπήσουν ακόμα και δημόσιες προμήθειες επί ίσοις όροις. Την ίδια στιγμή οι πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ μπορούν ωραιότατα να κάνουν τη δουλειά τους μέσω Καναδά, δηλαδή μέσω της CETA που τους εξασφαλίζει πρόσβαση σε ευρωπαϊκές αγορές και δημόσιες προμήθειες, καθώς 42.000 πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ έχουν έδρα και στον Καναδά. Και αν δεν έχουν φτιάχνουν μία.
Η σημασία της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Σε θεσμικό επίπεδο η σημαντικότερη εξέλιξη έχει να κάνει με την έκδοση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με τη Συμφωνία ΕΕ – Σιγκαπούρης (9/2017). Εδώ και χρόνια το κίνημα και εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών διατύπωναν το αίτημα αντιμετώπισης αυτού του τύπου συμφωνιών ως μικτής αρμοδιότητας (mixed agreements), κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκριθούν από το σύνολο των εθνικών και περιφερειακών κοινοβουλίων όλων των κρατών μελών. Στον αντίποδα, η αποκλειστική αρμοδιότητα σημαίνει ότι μπορούν να τεθούν σε ισχύ μόνο με την έγκριση των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων και άρα χωρίς να προϋποτίθεται ενημέρωση ή συζήτηση στο εσωτερικό των κρατών -μελών. Με δεδομένη τη διεύρυνση των εμπορικών συμφωνιών σε τομείς που αφορούν τη δημοκρατία και κάθε είδους ατομικό, εργασιακό ή κοινωνικό δικαίωμα, το θέμα γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο.
Η σχετική συζήτηση, πριν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εστίαζε στο καθόλα εύλογο αίτημα να μπορούν αυτές οι συμφωνίες να συζητούνται εκτός από την ολομέλεια επί του συνόλου και στις κοινοβουλευτικές επιτροπές ανά θεματική και να γνωμοδοτεί κάθε μία χωριστά σχετικά με τις επιπτώσεις στον τομέα ευθύνης της. Το παραπάνω πέρα από προφανές (για αυτό το λόγο δεν υπάρχουν οι επιτροπές;) μειώνει και την ένταση του πολιτικού εκβιασμού. Όπως έγινε και στην περίπτωση του περιφερειακού κοινοβουλίου της Βαλλονίας πέρσι, οι κατηγορίες και οι απειλές έδιναν και έπαιρναν εναντίον του σώματος που τόλμησε να αμφισβητήσει τη CETA. Από τη στιγμή που οι καναδοί και οι ευρωπαίοι επιτετραμμένοι είχαν εργαστεί για τόσα χρόνια και με τόσο κόπο, το ‘θράσος’ των βαλλόνων να αμφισβητήσουν τη διαδικασία αντιμετωπίστηκε ως σκάνδαλο. Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι οι επιτροπές τους είχαν εργαστεί κοπιωδώς και ήταν σε θέση να τεκμηριώσουν τις διαφωνίες και τις συμφωνίες τους ανά θεματική, δεν υπήρχε καμία θεσμική πρόβλεψη αξιοποίησης της τεκμηρίωσης που είχε παραχθεί και διεξαγωγής διαλόγου. Ήταν υποχρεωμένοι, όπως είναι και όλα τα υπόλοιπα κοινοβούλια, να απαντήσουν με ένα ναι ή όχι επί του συνόλου της συμφωνίας το οποίο περιλαμβάνει το κυρίως κείμενο 1600 σελ., συν 34 παραρτήματα, συν ερμηνευτική δήλωση, συν βελτιωτικό κείμενο.
Η ανάγκη προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δημιουργήθηκε με την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβόνας (2007), καθώς τότε διευρύνθηκε η αρμοδιότητα της ΕΕ σε ανάπτυξη και επενδύσεις. Η πρώτη συμφωνία στην οποία προχώρησαν ήταν αυτή μεταξύ ΕΕ-Σιγκαπούρης και η απόφαση του Δικαστηρίου για αυτή τη συμφωνία ισχύει και για όλες τις υπόλοιπες. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε να λήξει το θέμα του μικτού ή αποκλειστικού χαρακτήρα των συμφωνιών γνωμοδοτώντας ότι απολύτως κανένα θέμα δεν θεωρείται αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών-μελών. Πλην του ISDS -για το οποίο να θυμίσουμε ότι υπήρξαν και οι ισχυρότερες αντιδράσεις- και του investment portfolio (έμμεσες ξένες επενδύσεις και εξαγορά τίτλων) που θεωρούνται πλέον μικτής αρμοδιότητας. Όλα τα υπόλοιπα εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ευρωπαϊκών οργάνων. Επιπλέον, μετά την απόφαση η ΕΕ ζητά την παύση των διμερών επενδυτικών συμφωνιών στις οποίες τα κράτη διατηρούν αποκλειστική αρμοδιότητα. Με λίγα λόγια η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θέτει θεσμικά το τέλος της ενεργής εμπλοκής των εθνικών κοινοβουλίων, του δημόσιου διαλόγου και της ενημέρωσης των πολιτών στον τομέα των συμφωνιών εμπορείου και επενδύσεων επιτείνοντας την ανισορροπία μεταξύ πολιτικής και οικονομικής σφαίρας υπέρ της τελευταίας.
Δώρα Κοτσακά, Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Ερευνήτρια
Πηγή: TVXS